Πολιτικοί μύθοι της ποινικής ευθύνης υπουργών

Πολιτικοί μύθοι της ποινικής ευθύνης υπουργών

Του Γιώργου Γεραπετρίτη

Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των υπουργών επανέρχεται διαρκώς στην πολιτική ατζέντα, τις περισσότερες φορές προσχηματικά και με ανακριβείς ιστορικές και θεσμικές αναφορές.

Πρώτος πολιτικός μύθος: είναι εσφαλμένη η ειδική ποινική μεταχείριση των υπουργών. Οι λόγοι για τους οποίους καθιερώνεται ειδικό προνομιακό καθεστώς για τους υπουργούς είναι μάλλον προφανείς. Αφενός για να περιορίζονται φαινόμενα κατάχρησης της άσκησης ποινικής δίωξης για λόγους πολιτικής αντιπαλότητας και, αφετέρου, για να υπάρχει ταχεία εκκαθάριση των σχετικών διαδικασιών, ώστε να μην τελεί το πολιτικό σύστημα και οι εκφραστές του υπό ομηρία, η οποία μπορεί εν δυνάμει να νοθεύει ακόμη και την γνήσια έκφραση του εκλογικού σώματος.

Αρκεί να αναλογιστούμε τις πολιτικές σκοπιμότητες στις παραπομπές υπουργών στην Ελλάδα, αρχικά υπό την οθωνική μοναρχία, του υπουργού οικονομικών Νικόλαου Πονηρόπουλου και του στρατηγού Μιχαήλ Σπύρου-Μήλιου, ο οποίος μάλιστα παρέμενε αδίκως προφυλακισθείς επί διετία, έως την παραπομπή του Χαρίλαου Τρικούπη και των μελών της κυβέρνησής του το 1891 για την προμήθεια αρβυλών και κατυμάτων και την παράνομη διάθεση των δανείων και την πρόταση σε βάρος του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1933 για παθητική στάση έναντι του κινήματος του Νικόλαου Πλαστήρα.

Δεύτερος πολιτικός μύθος: η προνομιακή ποινική μεταχείριση των υπουργών συνιστά ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ζήτημα της ειδικής μεταχείρισης της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης έχει πολύ μακρά ιστορία. Στην Αγγλία, κατά την περίοδο του «Ωραίου Κοινοβουλίου», στο τέλος του 14ου αιώνα επί βασιλείας Εδουάρδου ΙΙΙ, ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά ο θεσμός της καθαίρεσης (impeachment) Υπουργού. Επρόκειτο για τον William Latimer, μέλους του Ανώτατου Συμβουλίου, ευγενούς, στρατιωτικού και διπλωμάτη, ο οποίος εξέπεσε από το αξίωμά του και φυλακίσθηκε με την κατηγορία της προδοσίας κατά της χώρας και της διαφθοράς.

Ο θεσμός της καθαίρεσης συνιστούσε την όσμωση ποινικής και κοινοβουλευτικής ευθύνης και ήταν το μόνο θεσμικό μέσο διά του οποίου μπορούσε να αποδοθεί ευθύνη έναντι υπουργού του βασιλιά. Με σημείο αναφοράς το αγγλοσαξωνικό δίκαιο, ο θεσμός της ευθύνης των υπουργών μεταφέρθηκε σε όλες τις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, ιδίως μετά τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, με προσαρμογές ανά χώρα αναλόγως των ιστορικών τους βιωμάτων και της αρχιτεκτονικής των λειτουργιών του κράτους.

Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν κράτη που προβλέπουν ιδιαίτερα υπουργικά αδικήματα και άλλα (όπως η Ελλάδα) που ισχύει η κοινή ποινική νομοθεσία, κράτη όπου η επίσπευση της διαδικασίας ανήκει κατά βάση στη δικαστική λειτουργία και άλλα (όπως η Ελλάδα) που απαιτείται απόφαση της Βουλής και κράτη που το αρμόδιο δικαστήριο είναι το κοινό, ή ένα μικτό δικαστικό/πολιτικό σώμα με τη συμμετοχή βουλευτών ή (όπως στην Ελλάδα) ένα ειδικό δικαστήριο.

Τρίτος πολιτικός μύθος: η προνομιακή ποινική μεταχείριση των υπουργών συνιστά καινοτομία του συντάγματος του 1975 και της αναθεώρησης του 2001. Στην ελληνική ιστορία, η ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε από συστάσεως του κράτους αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης. Ήδη το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 προέβλεπε την αρμοδιότητα του Βουλευτικού, μετά από γνώμη ειδικής εννεαμελούς επιτροπής, να κηρύξει μέλος του Εκτελεστικού έκπτωτο με αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των βουλευτών, οπότε ο εκπεσών, «ως απλός πολίτης» κατά τη διατύπωση του Συντάγματος, υπόκειτο στις προβλεπόμενες από τον κοινό νόμο ποινικές διαδικασίες.

Έκτοτε, με συνέπεια τα ελληνικά Συντάγματα αφιερώνουν διατάξεις στην ευθύνη υπουργών, άλλοτε επιμερίζοντας την αρμοδιότητα μεταξύ της παραπέμπουσας Βουλής και της δικάζουσας Γερουσίας, όπως συνέβη με τα Συντάγματα του 1844 και του 1927, και ήδη υπό το Σύνταγμα του 1864 με τη θέσπιση ειδικού δικαστηρίου στο οποίο θα παραπέμπονταν από τη Βουλή οι υπουργοί. Το Σύνταγμα του 1975 διακήρυξε την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής σε σχέση με την παραπομπή, την αρμοδιότητα ειδικού δικαστηρίου υπό τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και 12 αεροπαγίτες να δικάσει τα αδικήματα και την υποχρέωση διαβίβασης του φακέλου της υπόθεσης στη Βουλή μετά το πέρας διοικητικής εξέτασης.

Στην αναθεώρηση του 2001, το ειδικό δικαστήριο εμπλουτίστηκε με μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, προβλέφθηκε ειδική κοινοβουλευτική διαδικασία με κύριο ανακριτικό όργανο την κοινοβουλευτική επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και προστέθηκε στη δικαστική διαδικασία το δικαστικό συμβούλιο. Ο νόμος 3961/2011 προέβλεψε τη δυνατότητα της Βουλής να αναθέτει σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από εισαγγελικούς λειτουργούς, τον νομικό έλεγχο των στοιχείων της κατηγορίας και την αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, που όμως δεν δεσμεύει τη Βουλή στην κρίση της. Ιδίως, όμως, με την αναθεώρηση του 2001 ανήχθη σε συνταγματικό επίπεδο η σύντομη αποσβεστική προθεσμία εντός της οποίας η Βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητα παραπομπής, ήτοι έως το τέλος της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης από την τέλεση του αδικήματος βουλευτικής περιόδου. Πριν την αναθεώρηση, η αποσβεστική προθεσμία ήταν εκ του νόμου συντομότερη, δηλαδή η πρώτη σύνοδος της κοινοβουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης, με την αναβίβαση όμως της αυστηρότερης ρύθμισης σε επίπεδο συντάγματος δεν είναι πλέον δυνατή η επιμήκυνση της προθεσμία με κοινό νόμο αλλά απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση.

Τέταρτος πολιτικός μύθος: οι αναθεωρητικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας έχουν ουσιαστικές διαφορές. Οι αναθεωρητικές προτάσεις των δύο κομμάτων συμπίπτουν στη διατήρηση της αρμοδιότητας επίσπευσης της ποινικής δίωξης από τη Βουλή, καθώς και στο καίριο ζήτημα της κατάργησης της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας της Βουλής ώστε να είναι δυνατή η άσκηση της δίωξης έως και τον χρόνο της κοινής παραγραφής των αδικημάτων. Για τον λόγο αυτόν η αναθεώρηση του κρίσιμου άρθρου 86 υπερψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία από την τωρινή Βουλή και αρκεί για την αναθεώρησή του η ψήφος 151 βουλευτών στην επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή. Η κυβερνητική πλειοψηφία επιπλέον πρότεινε και μια ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία η ιδιαίτερη μεταχείριση των υπουργών δεν καταλαμβάνει αδικήματα που τελέστηκαν απλώς επ' ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων.

Η πρόταση είναι εντελώς περιττή διότι ισχύει κατά περιεχόμενο και στην ισχύουσα ρύθμιση. Το πρόβλημα είναι ποια αδικήματα κατηγοριοποιούνται σε εκείνα που τελούνται κατά την άσκηση (άρα θα πρέπει να κινήσει τη διαδικασία η Βουλή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας) έναντι αυτών που ασκούνται επ' ευκαιρία των υπουργικών καθηκόντων (για τα οποία ισχύουν οι κοινές διατάξεις), το οποίο σε κάθε περίπτωση θα προσδιορίσει το αρμόδιο δικαστήριο. Ακόμη, όμως, και αν προσδιορίζονταν τα αδικήματα που μεταπίπτουν από ειδική διαδικασία στην κοινή, αυτό θα συνιστούσε κατ΄ αποτέλεσμα αναβίωση αποσβεσθείσας δυνατότητας για άσκηση ποινικής δίωξης που θα αγνοούσε από μακρού χρόνου ισχύουσες στοιχειώδεις αρχές του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, ότι δεν επιτρέπεται δυσμενής αναδρομική ποινική διάταξη, και η οποία θα ήταν καταδικασμένη να παραμείνει ανεφάρμοστη. Η προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης θα πρέπει για να καταστεί μέρος του Συντάγματος να ψηφιστεί στην επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή από τουλάχιστον 180 βουλευτές.

Ο μεγαλύτερος, όμως, πολιτικός μύθος είναι ότι υπάρχει γνήσια βούληση εκ μέρους της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας να αποψιλώσει την προνομιακή ποινική μεταχείριση των υπουργών. Και τούτο δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης που υπερψηφίζουν κατά περίπτωση προτάσεις ποινικής δίωξης δικών της στελεχών, η Κυβέρνηση συστηματικά επιλέγει να αξιοποιήσει τις συνταγματικές προνομίες για να καλύψει προτάσεις σε βάρος δικών της υπουργών.

Δεν είναι δυνατόν να μέμφεσαι τους πολιτικούς σου αντιπάλους για έλλειψη βούλησης να περισταλούν οι πολιτικές προνομίες του Συντάγματος και την ιδία στιγμή να χρησιμοποιείς a la carte τη συνταγματική ασυλία υπέρ των δικών σου στελεχών και να ασκείς διώξεις με ιδιαίτερη ευκολία σε βάρος πολιτικών αντιπάλων, περιλαμβανομένων προσώπων ανεπίληπτου ήθους που θήτευσαν σε πολιτικές θέσεις ως μέλη υπηρεσιακών κυβερνήσεων. Πρόκειται για προφανή έλλειψη πολιτικής ειλικρίνειας και ευθυκρισίας.

* O Γιώργος Γεραπετρίτης είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ