Πολιτικές αυταπάτες και εθνικά αδιέξοδα
metaixmio.gr
metaixmio.gr
Το βλέμμα στο ράφι - Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Πολιτικές αυταπάτες και εθνικά αδιέξοδα

Πάνος Λουκάκος,  Αλλαγές και ανατροπές – Μια πολιτική ανατομία της κρίσης 2009–2019, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.: 340

Το βιβλίο του Πάνου Λουκάκου συνιστά μια πυκνή, καυστική και αποκαλυπτική καταγραφή της δεκαετίας της μεγάλης ελληνικής κρίσης. Χωρίς υπεκφυγές και σε αντίστιξη με τον στεγνό ακαδημαϊσμό πολλών αντίστοιχων προσπαθειών, ο Λουκάκος επιλέγει μια προσωπική, πολιτικά φορτισμένη αφήγηση για να διατρέξει μιαν εποχή ραγδαίων μεταβολών, θεσμικής αποδιοργάνωσης και πολιτικής παράκρουσης. Το έργο, παρότι εντάσσεται στο πεδίο της πολιτικής ανάλυσης, διαθέτει τη ροή ενός πολιτικού θρίλερ και την πικρία  ενός βιωματικού χρονικού.

Ο συγγραφέας δεν κρύβεται πίσω από μια υποτιθέμενη ουδετερότητα. Το αντίθετο: η θέση του είναι σαφής, το ύφος του κοφτερό, οι παρατηρήσεις του διαβρωτικές. Εμφανώς επικριτικός απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Αντώνης Σαμαράς και κυρίως ο Αλέξης Τσίπρας, ο Λουκάκος αναπτύσσει μια συνολική θεωρία πολιτικής ανεπάρκειας και συλλογικής τύφλωσης, που εντοπίζεται όχι μόνο στους ηγέτες, αλλά και στο σύνολο του κομματικού συστήματος και, τελικά, στην ίδια την κοινωνία.

Δεν εξαντλείται, ωστόσο, σε απλή απόδοση ευθυνών. Η κριτική του αγγίζει τη ρητορική, τις στρατηγικές, τις νοοτροπίες, τα δομικά αδιέξοδα. Κάνει λόγο για «νοητική υστέρηση και αδυναμία σύλληψης των πραγματικών καταστάσεων», εγκαλώντας τον πολιτικό κόσμο για εθελοτυφλία, αλλά και την κοινωνία για την ευπιστία και τον παρορμητισμό της. Αυτή η συμπερίληψη όλων στο κάδρο της ευθύνης προσδίδει στο έργο έναν στοχαστικό χαρακτήρα, πέρα από την άμεση πολιτική ερμηνεία των γεγονότων.

Η αφήγηση του Λουκάκου διαθέτει διαύγεια και δραματουργία. Από το εμβληματικό ξεκίνημα στο Καστελόριζο το 2010 μέχρι την επίκληση της νέας αντισυστημικής απειλής μέσω Κωνσταντοπούλου και Βελόπουλου, η αφήγηση συνθέτει ένα πλέγμα από επεισόδια, πρόσωπα και σύμβολα. Ο συγγραφέας δεν αποδέχεται το δίπολο  «μνημονιακοί–αντιμνημονιακοί», αλλά το απορρίπτει: δεν φταίνε τα μνημόνια, φταίει η χρεοκοπία και η απροθυμία να την παραδεχτούμε.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η εστίασή του στην παρασκηνιακή πολιτική, στις προσωπικές αδυναμίες και στις κομματικές συμμαχίες – κυρίως στην ερμηνεία του φαινομένου της «καραμανλικής συνιστώσας» του ΣΥΡΙΖΑ, στον ρόλο του Προκόπη Παυλόπουλου και στη διαχρονική ατιμωρησία που λειτούργησε ως πολιτική επιβράβευση. Οι υπαινιγμοί του για τις ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή είναι ξεκάθαροι, ακόμα και όταν διατυπώνονται μέσα από τις σιωπές και τις επιλογές των διαδόχων.

Προσωπικές σταθερές και πολιτικές αξιολογήσεις

Ανάμεσα στο γενικευμένο ναυάγιο, ο Λουκάκος αναγνωρίζει θετικά παραδείγματα: τον Βαγγέλη Βενιζέλο, την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, τους οποίους τιμά για την αίσθηση καθήκοντος και την ετοιμότητά τους να υποστούν προσωπικό κόστος για το εθνικό συμφέρον. Δεν πρόκειται για αγιογραφία· είναι περισσότερο ένα δραματικό ελάχιστο ισορροπίας μέσα στη γενική κατάρρευση.

Ταυτόχρονα, οι θεσμοί, η ενημέρωση, η κοινωνία των πολιτών – όλα κρίνονται ανεπαρκή. Η εικόνα μιας Ελλάδας που, μπροστά στο βάραθρο, αγκαλιάζει τον εθνολαϊκισμό, τη συνωμοσιολογία, την αποδιοργάνωση, είναι η κεντρική αίσθηση που αποπνέει το βιβλίο. Σε αυτή τη διαδρομή, οι «Αγανακτισμένοι», η Μαρφίν, το δημοψήφισμα του 2015, το φλερτ με τη δραχμή, συνθέτουν μια επικίνδυνη σχεδόν μεταφυσική: μια κοινωνία σε ύπνωση, χωρίς σταθερές, που ρέπει στο χάος.

Κάποιοι μπορεί να διαβάσουν το βιβλίο ως ένα εκτενές, τεκμηριωμένο μανιφέστο κατά της ανευθυνότητας και του δημαγωγικού λαϊκισμού. Άλλοι ίσως το δουν ως ένα δημόσιο ξέσπασμα, στο όριο της πολιτικής οργής – σχεδόν μισαλλόδοξο απέναντι σε κάθε τι που δεν συντάσσεται με τη φιλελεύθερη αστική κανονικότητα. Και οι δύο αναγνώσεις είναι θεμιτές· αυτό που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει είναι η ευθύτητα, η γνώση του αντικειμένου, η αναλυτική καθαρότητα του Λουκάκου.

Δεν προσφέρει κάποια νέα θεωρία για την κρίση, αλλά ενσωματώνει τις βασικές παραδοχές μιας φιλοευρωπαϊκής, ορθολογικής ερμηνείας, φιλτραρισμένες μέσα από τη δημοσιογραφική εμπειρία και την πολιτική ένταξη. Η διαφορά είναι ότι το κάνει με προσωπικό πάθος, με τη γλώσσα του απογοητευμένου πολίτη που γνώρισε εκ των έσω την πολιτική και αποφάσισε να μιλήσει χωρίς περιστροφές.

Το «Αλλαγές και ανατροπές» είναι ένα βιβλίο χρήσιμο, τολμηρό, ενίοτε ενοχλητικό. Δεν διδάσκει ιστορία, αλλά προσφέρει μνήμη. Και πάνω απ’ όλα, είναι ένα κείμενο με πολιτικό ανάστημα, που δεν διστάζει να πει αυτό που πολλοί σκέφτηκαν, αλλά λίγοι τόλμησαν να γράψουν: ότι τη χώρα τη διαχειρίστηκαν πρόσωπα «με άγνοια και ανικανότητα». Ότι το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Και ότι η ιστορία δεν εγγυάται πάντα πως δεν θα επαναληφθεί – ίσως μόνο πως θα έχει χειρότερη κατάληξη αν δεν ακούσουμε τη φωνή της.

***

Όταν λυγίζουν οι δυνατοί                                                       

Ματέο Νούτσι,Τα δάκρυα των ηρώων, μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, Εκδόσεις Καστανιώτη,  σελ.: 258                                                                                                                                                                              
Ο Ματέο Νούτσι, με τρυφερότητα και φιλοσοφική δύναμη, επιστρέφει στην Ιλιάδα για να μας δείξει πως το δάκρυ δεν αναιρεί τον ηρωισμό· τον αποκαθιστά. Ένα βιβλίο για την ανθρώπινη πλευρά της γενναιότητας — και για τη δική μας εποχή που ξεχνά να συγκινηθεί.

Δεν θα το κρύψω: βιβλία σαν κι αυτό με συγκινούν όχι  επειδή ψάχνουν το δάκρυ, αλλά γιατί μας το επιστρέφουν εκεί όπου δεν το περιμέναμε – στο πρόσωπο των ηρώων. Στα πρόσωπα αυτών που μας έμαθαν, από παιδιά, να ονειρευόμαστε. Στην ανδρεία του Αχιλλέα, στην αδάκρυτη αξιοπρέπεια του Οδυσσέα, στο βλέμμα του Έκτορα καθώς αποχαιρετά τον γιο του. Κι όμως — όλοι τους, όπως μας θυμίζει ο Ματέο Νούτσι, δεν υπήρξαν μόνο ήρωες· υπήρξαν άνθρωποι που έκλαψαν. Και αυτό αλλάζει τα πάντα.

Τα δάκρυα των ηρώων δεν είναι ένα στεγνό φιλολογικό δοκίμιο αλλά ένα βιβλίο αφηγηματικά στοχαστικό και ζεστό. Ξεκινά από την Ιλιάδα και διασχίζει την αρχαία σκέψη με στόχο την αφύπνιση. Ο Νούτσι μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα την τραγικότητα του ηρωισμού  υποστηρίζοντας  ότι  αυτοί που κράτησαν το μέτωπο ψηλά, έκλαψαν. Όχι στα κρυφά αλλά στα φανερά. Το κλάμα τους δεν είναι αδυναμία μα είναι πράξη αλήθειας.

Ο Αχιλλέας δεν είναι ήρωας επειδή σκότωσε αλλά επειδή κατέρρευσε μπροστά στο πτώμα του Πάτροκλου. Ο Πρίαμος δεν είναι βασιλιάς επειδή κυβερνά, είναι επειδή γονυπετής ικετεύει τον φονιά του γιου του. Ο Οδυσσέας δεν είναι σιδερένιος· είναι μια πληγή που περιμένει να ξαναδεί την Ιθάκη. Όλοι τους κλαίνε, και σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε το ντροπιαστικό παρά μονάχα το ανθρώπινο. Η αντοχή δεν ακυρώνεται από τη θλίψη. Η γενναιότητα δεν σημαίνει συναισθηματική αποστείρωση.

Το βιβλίο του Νούτσι μοιάζει με ένα ήσυχο νεύμα από το παρελθόν προς το παρόν. Οι εποχές δεν τελειώνουν — απλώς μεταμορφώνονται. Οι ήρωες δεν χάθηκαν. Άλλαξαν ρούχα, άλλαξαν γλώσσα, έγιναν πιο σιωπηλοί, πιο κρυφοί. Αλλά ακόμα υπάρχουν. Και το δάκρυ τους μάς αφορά, ίσως περισσότερο από ποτέ.

Η σημερινή εποχή  —με τον κυνισμό της, την ακαμψία, την ανάγκη να φαινόμαστε πάντα «δυνατοί»—  φοβάται το δάκρυ. Το θεωρεί αδυναμία, όχι δικαίωμα. Όμως η αρχαιότητα μάς διδάσκει το αντίθετο: πως ακριβώς εκεί, στο ρήγμα, στο λύγισμα, ανθίζει το πιο βαθύ κομμάτι της ύπαρξης. Το συναίσθημα δεν είναι πολυτέλεια αλλά ο πυρήνας της ύπαρξης. Το κλάμα των ηρώων δεν είναι μια έκπτωση αλλά μια ανώτερη χειρονομία. Το τσάκισμα είναι όρος του μεγαλείου.

Αυτό είναι το στοίχημα του συγγραφέα: να αποκαταστήσει τον ηρωισμό όχι σαν πολεμική ή κραυγαλέα ανδρεία, αλλά σαν τόπο στοχασμού που φτάνει  μέχρι τις μέρες μας. Γιατί κι εμείς, σήμερα, είμαστε λίγο Αχιλλείς που φοβούνται να δείξουν τι νιώθουν· λίγο Πρίαμοι που ζητούν να επιστρέψει κάτι χαμένο· λίγο Οδυσσείς που κρατούν μέσα τους το δάκρυ για την πατρίδα που δεν μοιάζει πια με πατρίδα. Κι εκεί, στα άδυτα αυτής της σιωπηλής συγκίνησης, το βιβλίο αυτό έρχεται όχι να απαντήσει, αλλά να μας κοιτάξει, όπως κοιτιούνται οι παλιοί φίλοι που ξέρουν πότε πρέπει να μιλήσουν και πότε να σιωπήσουν.

Γιατί, ίσως, εκεί ακριβώς –μέσα στο δάκρυ των ηρώων– αρχίζει να γεννιέται ο απλός άνθρωπος που αυτενεργεί. Ο άνθρωπος που δεν περιμένει τον θεό να του δώσει το σύνθημα για να νιώσει· που κλαίει μόνος του, χωρίς τίποτε να έχει προηγηθεί. Και ο Νούτσι, μ’ αυτό το βιβλίο, φαίνεται να μας μιλάει ακριβώς γι’ αυτή τη μετάβαση: από τον μύθο στην ελευθερία.

Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας