Χρειάζονται 4 χρόνια για να μειωθεί το «βουνό» των κόκκινων δανείων

Χρειάζονται 4 χρόνια για να μειωθεί το «βουνό» των κόκκινων δανείων

Καλά τα εύσημα από το εξωτερικό για την οικονομία, όπως και η θετική γνωμοδότηση της ΕΚΤ για το σχέδιο "Ηρακλής", ωστόσο η μείωση του βουνού των κόκκινων δανείων θα πάρει τουλάχιστον 2 με 4 χρόνια, σημειώνει στο liberal.gr ο καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Πετράκης, προσθέτωντας ότι ακριβώς επειδή η ανάκαμψη δεν είναι εξαιρετικά ισχυρή, τα επικίνδυνα προς «κοκκίνισμα» δάνεια διατηρούνται σε σχετικά ανησυχητικά μεγέθη.

Σχολιάζοντας το αντικειμενικό πρόβλημα των τραπεζών που υπό τις παρούσες συνθήκες δυσκολεύονται να δώσουν στην οικονομία, αυτό που χρειάζεται, δηλαδή ρευστότητα, το συνδυάζει με τον ρυθμό της ανάκαμψης, ενώ διαπιστώνει μία επανάπαυση, όπως λέει, "ότι όλα μπορούν να υλοποιηθούν με ένα μηχανικό – μαγικό τρόπο", καθώς "η ισχυρή προσδοκία άμεσης βελτίωσης, υπερβαίνει την δυνατότητα των πραγματικών μας μεγεθών".

Χαρακτηρίζει ασφαλώς θετικά τα καλά νέα για την οικονομία, όπως και τα μυνήματα που εισπράττει η κυβέρνηση από το εξωτερικό, προσθέτοντας ωστόσο ότι θα χρειαστεί πολύ κόπος για να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, γι'' αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι "έχουμε εμπλακεί σ' ένα μαραθώνιο, όχι σ' ένα σπριντ".

Συνδέει το τραπεζικό, δηλαδή το μείζον πρόβλημα της οικονομίας, με την προβληματική ακόμη ακτινογραφία του ελληνικού επιχειρείν, και την αδυναμία των επιχειρήσεων να βρουν τα κατάλληλα στελέχη, ειδικά όταν οι 297.000 από τους 805.000 ανέργους το 2019 ήταν νέοι που δεν είχαν μπει στην αγορά εργασίας, και κάνει λόγο για την ανάγκη επανακατάρτισης. "Χρειάζεται δουλειά στον επανακαθορισμό γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων στο εργατικό δυναμικό για να δώσουμε την ευκαιρία ανάπτυξης του επιχειρηματικού τομέα", αναφέρει χαρακτηριστικά.

Οσο για το μέτωπο του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, θεωρεί ότι του χρόνου θα δούμε όπως όλα δείχνουν, προσέγγιση των αποδόσεων και των Ελληνικών και Πορτογαλικών ομολόγων, λόγω της ανύπαρκτης επικινδυνότητας του ελληνικού χρέους και της σταδιακής αποκατάστασης της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Η κυβέρνηση συνεχίζει να παίρνει “εύσημα” για την οικονομική της πολιτική, όπως φάνηκε από το συνέδριο Capital Link της Νέας Υόρκης, σοβαροί επενδυτές κοιτάζουν ξανά την Ελλάδα, η ΕΚΤ άναψε πράσινο φως για τον “Ηρακλή”, η οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει άνοδο. Τα μηνύματα είναι από παντού θετικά, σωστά;

Είναι ευχάριστο ότι τα μακροοικονομικά δεδομένα και ο ρυθμός μεγέθυνσης προσεγγίζουν την γενικότερη διαπίστωση ότι η οικονομία πηγαίνει καλύτερα. Εάν φέτος επιτύχουμε ένα ρυθμό υψηλότερο του 2% και τα επόμενα δύο χρόνια αυτός αυξηθεί περισσότερο, τότε θα έχουμε επιτύχει μία εξαιρετικά θετική επίδοση σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Αυτό είναι καλό για το ότι αρχίζουμε να κλείνουμε το αναπτυξιακό κενό που δημιούργησε η κρίση και γινόμαστε θετικός στόχος για την προσέλκυση του ξένου κεφαλαίου.

Γκρίζες ζώνες υπάρχουν; Τι πρέπει να μας ανησυχεί περισσότερο;

Οι γκρίζες ζώνες ορίζονται καταρχήν, κυρίως από τον ρυθμό απομείωσης του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Μπορεί να ψηφίσαμε τον "Ηρακλή", μπορεί να δεσμεύσαμε τα 12 δις ευρώ για εγγυήσεις στα senior notes, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα μπορέσουμε να δούμε να συρρικνώνεται το πρόβλημα γρήγορα (θα χρειαστούν 2 με 4 χρόνια ακόμα), όσο και αν τα πρώτα βήματα θα είναι εντυπωσιακά μεγάλα. Παρόλα αυτά το τραπεζικό σύστημα έχει αρχίσει να επαναδραστηριοποείται με θετικά υπόλοιπα προς την οικονομία. Η ανάκαμψη όμως δεν είναι εξαιρετικά ισχυρή γι' αυτό και τα επικίνδυνα προς «κοκκίνισμα» δάνεια διατηρούνται σε σχετικά ανησυχητικά μεγέθη.

Οι γκρίζες ζώνες ορίζονται επίσης από μία ισχυρή προσδοκία βελτίωσης που υπερβαίνει την δυνατότητα των πραγματικών μεγεθών να προσαρμόζονται ενώ συγχρόνως δημιουργείται μία επανάπαυση ότι όλα μπορούν να υλοποιηθούν με ένα μηχανικό – μαγικό τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι θα χρειαστεί πολύ κόπος για να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα διότι έχουμε εμπλακεί σ' ένα μαραθώνιο και όχι σ' ένα sprint ταχύτητας.

Χθες πάντως, για πρώτη φορά, η Citi συμπεριέλαβε τα ελληνικά ομόλογα στα 12 καλύτερα trades για το 2020, ενώ ειδική μνεία στο θέμα, έκανε και ο Αμερικανός υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, λέγοντας χαρακτηριστικά "ποιος θα φανταζόταν ότι η Ελλάδα θα φτάσει να δανείζεται με φθηνότερο επιτόκιο από ότι οι ΗΠΑ”. Να περιμένουμε μέσα στο 2020, το κόστος δανεισμού της χώρας να συγκλίνει πολύ με αυτό των πάλαι πότε μνημονιακών χωρών, όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία ;

Το είχαμε συζητήσει και μαζί παλαιότερα ότι το επόμενο έτος θα βλέπαμε την προσέγγιση των αποδόσεων και των Ελληνικών και Πορτογαλικών ομολόγων. Η βελτίωση στηρίζεται στον ρεαλισμό της αναγνώρισης της ανύπαρκτης επικινδυνότητας του Ελληνικού χρέους και στην σταδιακή αποκατάσταση της μεσοπρόθεσμης αξιοπιστίας της Ελληνικής οικονομικής πολιτικής. Βεβαίως παραμένουν αγκάθια όπως είναι η βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος και η απομείωση των φορολογικών βαρών αλλά ο χρόνος είναι με το μέρος μας.

Η σχετική βελτίωση της διεθνούς οικονομικής κατάστασης έχει ως παρελκόμενο τη σχετική αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων γι' αυτό και ανεστράφη ελαφρώς η εξαιρετικά πτωτική τάση του κόστους των ελληνικών ομολόγων. Όμως η βελτίωση της οικονομίας και η σταδιακή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας θα οδηγήσουν το κόστος του δημόσιου και ιδιαιτέρως του ιδιωτικού δανεισμού σε χαμηλότερα επίπεδα. Αυτό ήδη φαίνεται στα τραπεζικά ομόλογα του Tier 1 που έχει σοβαρά απομειωθεί το κόστος τους αλλά και στις εκδόσεις ιδιωτικών εταιρικών ομολόγων.

Βέβαια αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι τα χαμηλά ή και αρνητικά επιτόκια, δείχνουν χαμηλή ανάπτυξη και ένα φόβο για το μέλλον που συμπιέζει τις επενδύσεις. Τι προειδοποιήσεις μας στέλνει αυτή η μεγάλη εικόνα;

Έχετε απόλυτο δίκιο ότι η απόδοση κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία είναι χαμηλή και κινούνταν χαμηλότερα με την πάροδο του χρόνου. Όμως σε ένα βαθμό αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που παρουσιάζεται σχεδόν σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι ένα σύνθετο και πραγματικά ανησυχητικό φαινόμενο που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μίας ξεχωριστής συζήτησής μας. Στην Ελλάδα πάντως οφείλεται και στο υψηλό φορολογικό και μη κόστος που φέρουν οι επιχειρήσεις, απόρροια της περιόδου της κρίσης. Εάν πράγματι δε μειωθεί δε θα μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε στους γείτονές μας στην προσέλκυση επενδύσεων.

Ενα ανησυχητικό πάντως καμπανάκι προέρχεται από την ακτινογραφία του ελληνικού επιχειρείν. Η τελευταία έρευνα της Eurostat δείχνει ότι η χώρα είναι 3η από το τέλος της κατάταξης, όσον αφορά τον αριθμό επιχειρήσεων με τουλάχιστον 10 εργαζόμενους που την τελευταία τριετία, αύξησαν κατά 10% το προσωπικό τους…

Πράγματι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποφέρουν. Υποφέρουν από έλλειψη χρηματοδότησης, υποστήριξης, εξαγωγικής βοήθειας (μόλις πολύ πρόσφατα αποκαταστάθηκε το σύστημα εξαγωγικών ασφαλειών) και έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών. Το ότι έχουμε ανεργία δε σημαίνει καθόλου ότι έχουμε και τα κατάλληλα στελέχη για να στηρίξουν την ανάκαμψη των επιχειρήσεων, ιδίως όταν οι 297.000 από τους 805.000 ανέργους το 2019 ήταν νέοι που δεν είχαν μπει στην αγορά εργασίας. Χρειάζεται δουλειά στον επανακαθορισμό γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων στο εργατικό δυναμικό για να δώσουμε την ευκαιρία ανάπτυξης του επιχειρηματικού τομέα.