Της Βάνιας Φισούν*
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο αγώνας για την επιβίωση είναι κυρίαρχος στην καθημερινότητά μας. Οικονομική κρίση, φτώχεια, μαζικές απολύσεις, ανεργία, κρίση αξιών. Σε μια τέτοια εποχή γινόμαστε φανατικοί θεατές ενός παιχνιδιού που προβάλλεται στους δείκτες της τηλεόρασής μας. Το φιλοθεάμον κοινό παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον από τον καναπέ του σπιτιού του, δύο ομάδες ανθρώπων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μια τυρόπιτα, ένα κρουασάν ή ένα πασχαλινό τσουρέκι. Και εδώ υπάρχει ο αγώνας επιβίωσης, τρόπον τινά, αλλά «παίζοντας», αυτή τη φορά.
Είναι ένας τρόπος αποπροσανατολισμού του κοινού από τη δική του ένδεια; Πόσο ανακουφισμένος είναι άραγε κανείς συγκρίνοντας τον εαυτό του με αυτούς τους «παίχτες» που ιδρώνουν και πασχίζουν ενώ ο ίδιος, παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητάς του, κάθεται τουλάχιστον στον καναπέ του; Πόσο ταυτίζεται με το στοιχείο του ανταγωνισμού που παρακολουθεί στην οθόνη του; Ποια αρχέγονα ένστικτα επιβίωσης ξυπνούν μέσα του;
Το παιχνίδι παραπέμπει σε ρωμαϊκή αρένα, όπου θα επιβιώσει ο ισχυρότερος. Όμως και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, ο κοινωνικός δαρβινισμός κυριαρχεί: Ο ισχυρότερος θα επιβιώσει.
Πέρα όμως από την οικονομική ένδεια, το «παιχνίδι» αντικατοπτρίζει και την πνευματική ένδεια της εποχής μας. Δεν είμαστε θεατές μόνο του αγωνιστικού μέρους, που αυτό από μόνο του θα έδινε μια διαφορετική οπτική στα πράγματα. Εκείνο που ελκύει ταυτόχρονα το κοινό, είναι το ότι με έναν ηδονοβλεπτικό τρόπο, διεισδύει από την «κλειδαρότρυπα» σε ένα «σπίτι» που δεν έχει καν πόρτες και παρακολουθεί τις ζωές των μελών των δύο ομάδων με τις συμμαχίες, τις συγκρούσεις, τους ανταγωνισμούς, τα φλερτ, την καθημερινότητά τους. Ξεφεύγοντας άραγε από την δική μας ζωή;
Ετερόκλητοι χαρακτήρες και προσωπικότητες καλούνται να συμβιώσουν στην «παραλία» τους. Ο καλός, ο ηγέτης, ο κακός, ο παρεξηγημένος, ο αφελής, ο μελαγχολικός, ο νάρκισσος, ο καχύποπτος. Χαρακτηριστικά προσωπικοτήτων που συχνά ενδέχεται να φτάνουν σε ακραίες συμπεριφορές, οι οποίες δεν θα εκδηλώνονταν στην καθημερινή τους ζωή. Η αίσθηση «εγκλωβισμού» και η έλλειψη προσωπικού χώρου, ακόμα και σε μια αχανή παραλία, αλλά και του ιδιαίτερα έντονου ανταγωνισμού, στρεσάρουν και δυσκολεύουν, ίσως ακόμα περισσότερο και από το περιορισμένο φαγητό.
Χαρακτήρες που χρωματίζονται από την κάμερα, που επιλέγει άλλοτε να εξιδανικεύσει και άλλοτε να αποεξιδανιεύσει πρόσωπα, συμπαρασύροντας το κοινό σε έντονες εκδηλώσεις συμπάθειας και αντιπάθειας αντίστοιχα. Χαρακτήρες με τους οποίους οι θεατές ταυτίζονται ή εχθρεύονται, ανάλογα με τη δική τους δομή προσωπικότητας.
Ταυτόχρονα προβάλλεται η έννοια της ομάδας, της ομαδικότητας, της ευγενούς άμιλλας, που στην πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση καθώς δεν υπάρχει ομάδα, αλλά ο καθένας είναι μονάδα που έχει ένα κυρίαρχο στόχο: το μεγάλο χρηματικό έπαθλο που ένα και μόνο άτομο μπορεί να κερδίσει. Έτσι το πνεύμα της ομαδικότητας καλύπτεται από ίντριγκες, καβγάδες, συνομωσίες που διεγείρουν ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού.
Χωρίς δισταγμό ο ένας παίχτης «τρώει» τον άλλον, καθώς καλούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα να προτείνουν ένα συμπαίκτη τους προς αποχώρηση. Τότε οι «φιλίες» ξεχνιούνται εν ριπή οφθαλμού και ο καθένας κινείται με βάση το συμφέρον του και τη δική του προσωπική φιλοδοξία.
Πόσο όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά της δικής μας πραγματικότητας;
Και τελικά τίθεται το ερώτημα, τόσο στη ζωή όσο και στο παιχνίδι: Ποιος είναι αυτός που θα επιβιώσει;
* Η κα Βάνια Φισούν είναι Κλινική Ψυχολόγος MSc.
