Το ωστικό κύμα της βόμβας των αμερικανικών τραπεζών

Το ωστικό κύμα της βόμβας των αμερικανικών τραπεζών

Της Μαίρης Βενέτη*

Με ενισχυμένη κερδοφορία έκλεισαν το β'τρίμηνο  του 2019 οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, Bank of America, Citigroup, Goldman Sachs, JPMorgan και Wells Fargo, χάρη ως ένα μεγάλο βαθμό  στην εξαιρετικά θετική επίδραση των φορολογικών μεταρρυθμίσεων του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ.

Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες αμερικανικές τράπεζες εμφάνισαν πτώση στα έσοδα, η μείωση των  φορολογικών συντελεστών στα τραπεζικά κέρδη βοήθησε να κρατηθούν οι εντυπώσεις στην τελική γραμμή αποτελεσμάτων.

Οι φορολογικοί συντελεστές έχουν μειωθεί στο 20% ή και χαμηλότερα, ως αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης, ενώ μέχρι προ  τριετίας η φορολόγηση των τραπεζικών κερδών έφθανε έως και το 30%. 

Η  χείρα βοηθείας λοιπόν στους ισολογισμούς των τραπεζών ήταν αρκετά μεγάλη και «κάλυψε» εμφανή σημεία προβληματισμού για όσους ψάχνουν τις λεπτομέρειες. 

Έναντι να κατανοήσουμε όμως  τι επίκειται για τον κλάδο στο μέλλον- με σαφή ωστικά κύματα για το σύνολο των αγορών- παραθέτουμε εν συντομία στο τέλος του άρθρου τα  «ευαίσθητα» αυτά σημεία, τα οποία έχουν αυξημένη σημασία τη στιγμή που η Fed προέβει ήδη σε μια πρώτη μείωση επιτοκίων, με τον Πρόεδρο Trump να πιέζει για περαιτέρω μειώσεις στο μέλλον.

Η Fed θα πάρει ό,τι έδωσε ο Trump... με διαταγή του ιδίου

Ο «σιωπηρός» προβληματισμός για την εικόνα των λειτουργικών εσόδων στην ουσία προδόθηκε από τις εκτιμήσεις που έδωσαν οι CEO για τα επόμενα τρίμηνα του κλάδου. 

Υπάρχει διάχυτος σκεπτικισμός εξαιτίας της σημαντικής παραμέτρου  του ποσοστού μείωσης των επιτοκίων εντός του 2019.

Αν και ο Πάουελ δήλωσε ότι  δεν βλέπει την μείωση των επιτοκίων κατά 0,25 μονάδες βάσης στην οποία προέβει την Τετάρτη,  σαν την αρχή ενός παρατεταμένου κύκλου μειώσεων, εντούτοις οι πιέσεις από τον πρόεδρο Trump για περαιτέρω μείωσεις μέχρι τα τέλη του έτους, ήδη ξεκίνησαν. 

Είτε μέσω της άμεσης έκφρασης  της απογοήτευσης του από τη Fed, είτε μέσω της όξυνσης των εμπορικών αψιμαχιών με νέους δασμούς στην Κίνα από τον Σεπτέμβριο.

Αν τελικά ο Αμερικανός Πρόεδρος πετύχει τους στόχους του και τα επιτόκια μειωθούν αρκετά, υπάρχουν φόβοι ότι η μειωμένη φορολογία δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τα χαμηλότερα έσοδα, κάτι που μπορεί να αποδυναμώσει την κερδοφορία των τραπεζών κατά τη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του 2019. 

Αρκεί να αναφέρουμε για παράδειγμα ότι στη JP Morgan, τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 7% στα 14,5 δισ. δολάρια, λόγω ακριβώς των ωφελειών από τα υψηλότερα επιτόκια. Η  διοίκηση προσάρμοσε ήδη στα 57,5 δισ. από τα 58 δισ.δολάρια τα συνολικά έσοδα από τόκους για το τρέχoν έτος, ακριβώς εξαιτίας της αναμενόμενης πρώτης μείωσης των αμερικανικών επιτοκίων τον Ιούνιο.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, είναι  κατανοητό γιατί οι τράπεζες δεν επιθυμούν μια επιθετική μείωση επιτοκίων από τον Πάουελ συνολικά μέσα στο 2019,  σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσδοκία βέβαια από τις αγορές και τον Λευκό Οίκο.

Όλη η αλήθεια πίσω από τις επαναγορές μετοχών

Βέβαια, οι τραπεζίτες θα φροντίσουν η όποια επίδραση των επιτοκίων στα έσοδα να  «εκδηλωθεί» όσο γίνεται λιγότερο στα κέρδη ανά μετοχή-EPS- καθώς πρόκειται για μια  από τις βασικές μετρήσεις που χρησιμοποιούν οι επενδυτές για να αποτιμήσουν τις μετοχές.

Φροντίζουν λοιπόν «για να έχουν».

Ήδη η Citi, η  Bank of America και η Wells Fargo σκοπεύουν να προχωρήσουν στην επαναγορά μετοχών τους συνολικής αξίας 105 δισ. δολαρίων μέσα στο επόμενο έτος. 

Οι αγορές ιδίων μετοχών είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια στη Wall Street και δεν αφορούν μόνο τον τραπεζικό κλάδο.

Το τέταρτο  τρίμηνο του περασμένου έτους οι εταιρείες ξόδεψαν το ποσό ρεκόρ των 223 δισ. δολαρίων για αγορά ιδίων.

Mπορεί να κινήθηκαν λίγο χαμηλότερα στο πρώτο τρίμηνο του 2019, πέριξ των 205 δισ. δολαρίων, ωστόσο οι συνολικές επαναγορές αναμένονται  να σπάσουν το περσινό ρεκόρ για το σύνολο του έτους, καθώς ολοένα και περισσότερες εταιρείες επιλέγουν την ευελιξία ενός προγράμματος επαναγοράς μετοχών έναντι ενός υψηλότερου μερίσματος .  

Οι θεσμικοί επενδυτές είναι ένας βασικός παράγοντας πίεσης προς τις εταιρείες που έχουν μεγάλη ρευστότητα, έναντι  να επαναγοράσουν τις μετοχές τους.

Και αυτό γιατί η μείωση του αριθμού των μετοχών μιας εισηγμένης εταιρείας βελτιώνει τα κέρδη ανά μετοχή, μια από τις βασικές μετρήσεις που χρησιμοποιούν οι επενδυτές. 

Από την άλλη, η επαναγορά μετοχών τείνει να  δίνει ένα θετικό σήμα στην αγορά, μιας και αν πίστευαν οι managers ότι η αγοραία αξία της μετοχής είναι υπερεκτιμημένη, τότε η επαναγορά μετοχών θα ήταν αρνητική επένδυση και δεν θα την επέλεγαν. 

Οπότε η διοίκηση επαναγοράζει τις μετοχές της μόνο όταν πιστεύει ότι η αγοραία τιμή της μετοχής είναι υποτιμημένη.

Όλα αυτά στη θεωρία βέβαια.

Γιατί στην αληθινή ζωή υπάρχουν και άλλες συνισταμένες στον τρόπο λήψης των αποφάσεων.

Για παράδειγμα, η επαναγορά ιδίων ενισχύει ταυτόχρονα τα bonus  των διαχειριστών που επιβραβεύονται με την αύξηση των κερδών ανά μετοχή.

Τα χαμηλά επιτόκια επίσης προσφέρουν μια extra δικαιολογία στις διοικήσεις όσον αφορά το επίμαχο θέμα της αγοράς ιδίων.

Μάλιστα με δικαιολογία τα χαμηλά επιτόκια, όλο  και περισσότερο οι εταιρείες στρέφονται στην αγορά ομολόγων για να χρηματοδοτήσουν τις επαναγορές μετοχών.

Πόσοι αλήθεια πρόσεξαν αυτόν τον μήνα ,ότι η Standard & Poor's υποβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της εταιρείας λογισμικού Oracle, ακριβώς λόγω της αύξησης των επαναγορών μέσω ομολόγων;

Κάποια στιγμή στο μέλλον, θα αναλωνόμαστε προσπαθώντας να κατανοήσουμε γιατί ειδικά οι αμερικανικές εταιρείες με τα γεμάτα ταμεία, αντί για αγορές ιδίων, δεν διέθεσαν τα χρήματα τους σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και υψηλότερους μισθούς. 

Όσο πιο αργά γίνει αυτή η ερώτηση, τόσο μεγαλύτερη θα εξελιχθεί η φούσκα των αγορών.

Σύντομη ματιά στην αχίλλειο πτέρνα των αποτελεσμάτων

Bank of America

Η φορολόγηση της Bank of America διαμορφώθηκε στο 18%, και τα καθαρά κέρδη της έφθασαν τα 7,3 δισ. δολάρια ή 74 σεντς ανά μετοχή, έναντι των 6,47 δισ. δολαρίων ή 63 σεντς ανά μετοχή στην αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.

Ανακοίνωσε, επίσης, αύξηση των καταθέσεων και των καταναλωτικών δανείων, με τα συνολικά έσοδα να αυξάνονται κατά 2,4% στα 23,08 δισ.δολάρια, οριακά χαμηλότερα από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των 23,11 δισ. δολαρίων. 

Από τις λίγες με θετική εικόνα στα καθαρά έσοδα από τόκους που αυξήθηκαν 3,1% στα 12,19 δισ. δολάρια, χαμηλότερα ωστόσο από τις εκτιμήσεις για 12,36 δισ. δολάρια.

Wells Fargo 

Με άνοδο πέριξ του 20% στα καθαρά κέρδη της έκλεισε το β'τρίμηνο του 2019 και η Wells Fargo,  με τον φορολογικό της συντελεστή να διαμορφώνεται στο 17,3%.

Η κερδοφορία της αμερικανικής τράπεζας διαμορφώθηκε στα 6,2 δισ. δολ. -1,3 δολ. ανά μετοχή- έναντι 5,186 δισ. δολ. -0,98 δολ. ανά μετοχή- το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών, αλλά να τονίσουμε ότι εμπεριείχε έκτακτα κέρδη.

Στο επίπεδο εσόδων αλλάζει βέβαια λίγο η εικόνα.

Τα έσοδα της Wells Fargo παρέμειναν αμετάβλητα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, στα 21,6 δισ. δολάρια,  με τα καθαρά έσοδα από τόκους να σημειώνουν πτώση στα 12,1 δισ. δολ. έναντι 12,5 δισ. δολ. το προηγούμενο έτος, ενώ οι προβλέψεις για ζημίες από δάνεια αυξήθηκαν κατά 51 εκατ. δολ. στα 503 εκατ. δολ. συνολικά.

JPMorgan

Με κέρδη της τάξης των 9,65 δισ. δολάριων ολοκλήρωσε το β'τρίμηνο του έτους η JPMorgan ,ή 2,82 δολάρια  ανά μετοχή, έναντι 2,50 δολαρίων  που ανέμεναν οι αναλυτές και με αύξηση της τάξης του 16%, ενώ ο συντελεστής φορολόγησης ήταν λίγο χαμηλότερα του 15%.

Τα έσοδα κατέγραψαν άνοδο 4% στα 29,57 δισ. δολάρια έναντι πρόβλεψης για 28,9 δισ. δολάρια, με την τόνωση της δραστηριότητας του τομέα των πιστωτικών καρτών να παίζει κυρίαρχο ρόλο.

Όμως θα πρέπει να αναδείξουμε ότι στα αποτελέσματα συμπεριλαμβάνονται και τα φορολογικά οφέλη από την επίλυση φορολογικών ελέγχων, ύψους 768 εκατ.δολαρίων.

Τέλος να αναφέρουμε  ότι η τράπεζα «έκοψε» 500 εκατ.δολάρια από τις εκτιμήσεις της για τα συνολικά έσοδα από τόκους του έτους, προσαρμόζοντας τα στα 57,5 δισ. από τα 58 δισ.δολάρια.

Goldman Sachs

Η Goldman Sachs φαίνεται ότι  επωφελήθηκε περισσότερο από το εξαιρετικά καλό  κλίμα στα διεθνή χρηματιστήρια και κατά δεύτερο λόγο από τους υπόλοιπες συνισταμένες. Τα έσοδα από τη διαπραγμάτευση μετοχών και ορισμένων κατηγοριών παραγώγων είχαν κάθετη αύξηση, αλλά τα καθαρά της κέρδη ήταν  χαμηλότερα από πέρυσι, στα 2,2 δισ. δολάρια ή 5,81 δολάρια ανά μετοχή, από 2,35 δισ. δολάρια ή 5,98 δολάρια ανά μετοχή το β'' τρίμηνο του 2018. 

Τα συνολικά έσοδα μειώθηκαν 2% στα 9,46 δισ. δολάρια, αλλά τουλάχιστον ήταν υψηλότερα των εκτιμήσεων για 8,84 δισ. δολάρια.

Citigroup

Η Citigroup ίσως είχε το μεγαλύτερο όφελος από τη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Τραμπ, με τα καθαρά κέρδη της να είναι αυξημένα στα 4,8 δισ. δολ. -1,95 δολ. ανά μετοχή-  από 4,49 δισ. δολ. - 1,632 δολ. ανά μετοχή -το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών, οι οποίοι ανέμεναν κέρδη 1,8 δολ. ανά μετοχή.

Τα συνολικά έσοδα αυξήθηκαν 2% στα 18,76 δισ. δολ. όταν οι αναλυτές της FactSet ανέμεναν έσοδα 18,5 δισ.
Βέβαια να αναφέρουμε ότι στα αποτελέσματα του β΄τριμήνου συμπεριλαμβάνονται τα έκτακτα κέρδη ύψους 12 σεντς ανά μετοχή, από τη δημόσιο εγγραφή (IPO) της TradeWeb.

Χωρίς τα έκτακτα κέρδη λοιπόν  η αμερικανική τράπεζα θα είχε καταγράψει κέρδη 1,83 δολ. ανά μετοχή, ενώ σημειωτέον ότι η επαναγορά μετοχών της με μείωση του όγκου τους διατίθεται στους επενδυτές.

Morgan Stanley

Τέλος η Morgan Stanley, η τελευταία από τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες που ανακοίνωσε  αποτελέσματα, παρουσίασε μειωμένα καθαρά κέρδη για το β'' τρίμηνο του 2019, ύψους 2,2 δισ. δολαρίων από 2,4 δισ. που είχε ανακοινώσει στο β'τρίμηνο του 2018. 

Εδώ, η ευνοϊκή φορολόγιση δεν  μπόρεσε να αντισταθμίσει τα μειωμένα έσοδα της τράπεζας, τα οποία  ανήλθαν στα 10,24 δισ. δολάρια από 10,6 δισ. δολάρια την αντίστοιχη περίοδο του 2018. 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.

Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες