Μια πτωχευμένη χώρα δεν μπορεί να διακινδυνέψει νέο εκτροχιασμό

Μια πτωχευμένη χώρα δεν μπορεί να διακινδυνέψει νέο εκτροχιασμό

Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία χωρίς ισχυρή ανάπτυξη αλλά και φλερτάροντας πάντα με τον εκτροχιασμό της οικονομίας λόγω της προεκλογικής ψηφοθηρίας, ένα μόνιμα μετέωρο βήμα, δηλώνει στο liberal.gr, ο Νίκος Βέττας γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθώς πλησιάζει η ώρα της αλήθειας για το πακέτο Τσίπρα, ενόψει και της αυριανής δημοσίευσης της τρίτης μεταμνημονιακής έκθεσης των δανειστών.

«Μια χώρα που πτώχευσε δεν δικαιούται να διακινδυνεύσει έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας, ο οποίος δεν αποκλείει στον προεκλογικό χρόνο που απομένει, να δούμε μια όξυνση στις σχέσεις της Ελλάδας με τους θεσμούς, και μια απόπειρα μετάθεσης ευθυνών από την ελληνική πολιτική σκηνή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Βλέπει πάντως ότι το ζητούμενο πλέον για τους επενδυτές δεν είναι το παρόν της ελληνικής οικονομίας, αλλά το αν οι πολιτικές εξελίξεις θα απελευθερώσουν επιτέλους τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, το αν θα επιτρέψουν να δημιουργηθεί αυτή η νέα δυναμική.

Εκτιμά ότι ο δρόμος των μεταρρυθμίσεων μόνο εύκολος δεν θα είναι, καθώς η προσπάθεια ανάπτυξης πρέπει να είναι συνεχής όχι στιγμιαία, και να αντιμετωπίσει συσσωρευμένα ιδιωτικά και δημόσια χρέη, δυσμενές δημογραφικό, απουσία επενδύσεων, αντιδράσεις από ισχυρά συμφέροντα, γενικό έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας.

Είναι διαφορετικό το πως θα αλλάξει το οικονομικό κλίμα, και διαφορετικό το πως θα επιτευχθεί συστηματική υψηλή ανάπτυξη, σημειώνει επίσης ο κ. Βέττας. Το πρώτο βελτιώνεται με μερικές άμεσες στρατηγικές κινήσεις, όπως λέει, ωστόσο η συστηματική υψηλή ανάπτυξη θέλει επιμονή και συνέπεια, συστηματική αύξηση επενδύσεων, που με τη σειρά της προϋποθέτει κινητοποίηση και της εγχώριας αποταμίευσης αλλά και προσέλκυση μακροπρόθεσμων ξένων επενδυτών.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Την Τετάρτη δημοσιεύεται η έκθεση για την 3η μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Ελλάδας. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι η έκθεση θα εκτιμά πως λόγω των παροχών, το πλεόνασμα του 2019 θα υπολείπεται κατά περίπου μια μονάδα ή γύρω στα 2 δισ ευρώ και εκείνο του 2020 κατά 1,5 μονάδα (ή 2,5-3 δισ). Το ερώτημα είναι πως θα αντιδράσει η κυβέρνηση εφόσον η Κομισιόν επιμείνει σε αυτές τις εκτιμήσεις;

eΠράγματι, αν εφαρμοστούν στο σύνολό τους τα πρόσφατα εξαγγελθέντα μέτρα, θα έχουν κόστος που θα καθιστά την επίτευξη του συμφωνηθέντος δημοσιονομικού πλεονάσματος μη εφικτή. Αυτό υποσκάπτει, φυσικά, την αξιοπιστία της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής και, σε ένα βαθμό, δημιουργεί αμφιβολίες για την πορεία της μετα-μνημονιακής εποπτείας.

Πάντως, οι εξελίξεις δεν δημιουργούν έκπληξη. Η εφαρμοζόμενη πολιτική και εποπτεία τα τελευταία χρόνια, επικεντρώθηκαν στους δημοσιονομικούς στόχους και έδωσαν μικρότερη σημασία στην ανάπτυξη της οικονομίας. Ειδικότερα, το γεγονός πως στην τριετία η οικονομία μεγεθύνθηκε σωρευτικά κατά περίπου 2% λιγότερο από τους στόχους του ίδιου του προγράμματος, δεν έχει αξιολογηθεί με τη σημασία που πρέπει. Επιπλέον, ήταν αναμενόμενο πως προεκλογικά θα υπάρξουν παροχές και υποσχέσεις.

Βρισκόμαστε λοιπόν, τώρα σε μια συγκυρία χωρίς ισχυρές αναπτυξιακές βάσεις και με τη δημοσιονομική εξισορρόπηση που είχε επιτευχθεί να μην είναι διασφαλισμένη. Με δεδομένο, όμως, τον χρόνο των εκλογών, μόλις σε έναν μήνα, και τις αλλαγές και στην Ευρώπη, δύσκολα αναμένει κανείς σημαντικές κινήσεις που θα προκαταλάβουν πώς θα εξελιχθεί η σχέση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς μετεκλογικά.

- Το ρωτώ γιατί μετά την Τετάρτη η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να συνεχίσει να προσποιείται ότι "δεν τρέχει τίποτα" και πως "όλα βαίνουν καλώς". Κάποιοι θεωρούν ότι θα μπορούσε καθ' οδόν προς τις εκλογές, να επιλέξει ακόμη και ένα σκηνικό σύγκρουσης με τους δανειστές. Το θεωρείτε πιθανό;

Δεν θα είναι έκπληξη να υπάρξει, στον προεκλογικό χρόνο που απομένει, όξυνση και απόπειρα μετάθεσης ευθυνών από την ελληνική πολιτική σκηνή στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. 

Έχω, όμως, την εντύπωση, πως δέκα ολόκληρα χρόνια από την αρχή της κρίσης υπάρχει πια μεγαλύτερη ωριμότητα στη χώρα και μια καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας. Πως μια χώρα που πτώχευσε δεν δικαιούται να διακινδυνεύσει έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Πως η υγιής δημοσιονομική εξισορρόπηση, όμως, έρχεται μαζί με ανάπτυξη της οικονομίας, αλλιώς την πνίγει. Και πως η ανάπτυξη προϋποθέτει δομικές αλλαγές, που δεν μπορούν να διαταχθούν από το εξωτερικό της χώρας αλλά πρέπει να στηριχθούν πρωτίστως από τους πολίτες και την εγχώρια πολιτική. Ελπίζω, λοιπόν, πως θα επικρατήσουν περισσότερο υπεύθυνες στάσεις. 

- Το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης έχει προκαλέσει ενθουσιασμό σε χρηματιστήριο και αγορές. Εκτιμάτε ότι η έκθεση της Κομισιόν μπορεί να ανακόψει την θεαματική μέχρι τώρα βελτίωση στην πορεία τους ή όχι;

Οι τιμές των ελληνικών περιουσιακών στοιχείων ήταν και παραμένουν γενικά χαμηλές παρά τη μεγάλη άνοδο των τελευταίων ημερών. Επίσης, τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο διεθνές επίκεντρο και συνεχώς κάτω από τον μεγεθυντικό φακό αναλυτών και επενδυτών.

Νομίζω πως υπάρχει πλέον πολύ καλή γνώση των μεγάλων δυνατοτήτων για ανάπτυξη, μαζί με τις εξίσου πολύ σημαντικές παθογένειες και στρεβλώσεις της οικονομίας μας. Μια επιπλέον έκθεσή, εάν δεν ανατρέπει ριζικά τα δεδομένα, δεν θα κάνει πολύ μεγάλη διαφορά.

- Το ρωτώ γιατί τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία παρουσιάζουν μια ξεκάθαρη τάση αυτονόμησης από τα όσα συμβαίνουν διεθνώς. Όσο πλησιάζει η αλλαγή πολιτικής σελίδας στην Ελλάδα, αυτό θα ενισχύεται;

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο του κύκλου από την διεθνή οικονομία. Προσπαθεί να βγει από μια πολυετή κρίση και ύφεση και να σταθεροποιήσει ισχυρούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Σε αυτή την πορεία, μπορούν να υπάρξουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες.

Σε κάθε περίπτωση, το κύριο σημείο ενδιαφέροντος για τους επενδυτές δεν είναι πια πώς θα εξελιχθεί η οικονομία το αμέσως επόμενο διάστημα αλλά εάν οι πολιτικές εξελίξεις θα επιτρέψουν να απελευθερωθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας μετεκλογικά. Όχι τόσο, δηλαδή, η αξιολόγηση της τρέχουσας δυναμικής της οικονομίας, όσο το αν οι πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί περιορισμοί θα επιτρέψουν να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική.

- Κάποιοι πιστεύουν ότι αρκούν από την επόμενη κυβέρνηση 2-3 στρατηγικές κινήσεις άμεσου οφέλους, ώστε να δούμε την ελληνική οικονομία να απογειώνεται με ρυθμούς 3% και 4%. Είναι έτσι;

Όχι, δεν αρκούν. Μερικές άμεσες στρατηγικές κινήσεις είναι απολύτως απαραίτητες για να αλλάξει το κλίμα και να σηματοδοτηθεί νέα κατεύθυνση. Όμως, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επιδείξει επιμονή και συνέπεια τα επόμενα χρόνια και να κερδίσει υψηλή αξιοπιστία.

Άλλωστε, για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι απαραίτητη η σημαντική και συστηματική αύξηση των επενδύσεων, που με τη σειρά της προϋποθέτει σταδιακή κινητοποίηση και αποτελεσματική εκμετάλλευση της εγχώριας αποταμίευσης αλλά και προσέλκυση μακροπρόθεσμων ξένων επενδυτών. 

Ταυτόχρονα, πρέπει ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας, σταδιακά αλλά αποφασιστικά, να κατευθύνει παραγωγικούς πόρους, κεφάλαιο και εργασία προς τους εξωστρεφείς και καινοτόμους κλάδους και επιχειρήσεις. Άρα, η προσπάθεια ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι στιγμιαία αλλά συνεχής.

- Μείωση φόρων, φιλική πολιτική στις επενδύσεις, αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, ισχυρό εκπαιδευτικό σύστημα και κοινωνική προστασία, είναι μερικά από τα στοιχήματα της επόμενης κυβέρνησης για τα προσεχή 2-3 χρόνια. Στην πράξη, όμως πόσο εύκολη ή δύσκολη, μπορεί να αποδειχθεί η επίτευξή τους;

Κατάλληλες τομές που θα εκσυγχρονίζουν την δομή σε αυτές τις περιοχές πρέπει να είναι το κέντρο της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια.

Ο δρόμος όμως δεν θα είναι εύκολος. Θα υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες: Συσσωρευμένα ιδιωτικά και δημόσια χρέη, δυσμενές δημογραφικό, βαθύ κενό επενδύσεων, αδύναμη διοικητική δομή στο κράτος, ασθενής διασύνδεση με τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις, αντιδράσεις από ισχυρά επιμέρους συμφέροντα και γενικό έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας.

 


Όλες αυτές οι δυσκολίες όμως, όχι μόνο δεν σημαίνουν πως η προσπάθεια μπορεί να αναβληθεί, αλλά αντίθετα υπογραμμίζουν πόσο αναγκαία και επείγουσα είναι. Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι παρά ένα σχέδιο σταδιακής αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, εκκινώντας από το σημερινό πολύ χαμηλό επίπεδό της, σε μια από τις περισσότερο ευημερούσες στην Ευρώπη.