Το μόνο της ζωής τους ταξίδι

«Ο παππούς μου πολέμησε στη Μικρασία».
«Ο δικός μου πήρε μέρος στη Μάχη του Γράμμου με τον Εθνικό Στρατό».
«Ο πατέρας μου μια φορά μόνο αναφέρθηκε στην επιστράτευση του '74 για την Κύπρο αλλά δεν μας είπε πολλά».

Για εμάς, τα «χρυσά παιδιά της Μεταπολίτευσης» που μεγαλώσαμε στην καλύτερη περίοδο στην ιστορία της χώρας, σε περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας και σε καιρό ειρήνης, τα οδυνηρά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας αν και είναι οικεία γιατί τα έζησαν οι παππούδες μας, στην πραγματικότητα παραμένουν άγνωστα ως οικογενειακά βιώματα.

Τι σημαίνει να είσαι ο πρώτος από την οικογένειά σου που καταφέρνει να σπουδάσει και ενώ το μέλλον προδιαγράφεται ευοίωνο για σένα να βρίσκεσαι στο Αφιόν Καραχισάρ;

Τι σκεφτόταν ένας νέος που το ονοματεπώνυμό του, η ατομική του υπόσταση δηλαδή, διασώζεται πλέον μόνο στο αρχείο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, όταν ζούσε τα πιο δραματικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας;

Πώς ένιωθε;

Τελικά, ποιες είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα  που προκαλεί η Ιστορία σε όσους τη ζήσουν στο πετσί τους;

Αυτή την ερώτηση απαντά ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης στο τελευταίο βιβλίο του «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι».

Αφηγούμενος το ταξίδι που έκανε πριν από λίγα χρόνια στην Τουρκία ακολουθώντας τα βήματα του ελληνικού στρατού μέχρι την καταστροφή του και επιλέγοντας για πρωταγωνιστή της ιστορίας του τον πατέρα του πατέρα του τον οποίο ο ίδιος δεν γνώρισε, επιχειρεί να ζωντανέψει τα βιώματα της γενιάς των νέων Ελλήνων που βρέθηκαν μακριά από τα σπίτια τους, σε μια εθνική περιπέτεια που την προκάλεσε ο μεγαλοϊδεατισμός, η δημαγωγία, η ανευθυνότητα και ο κακός σχεδιασμός.

Να ξεκινήσω με μια «δήλωση». Υπάρχει μια κατηγορία αναγνωστών στην οποία ανήκω κι εγώ που τους προκαλεί μάλλον δυσφορία η υπονόμευση της μυθοπλαστικής συνθήκης των αφηγήσεων με την αντικατάσταση των φανταστικών ηρώων από τους γονείς ή τους στενούς συγγενείς των συγγραφέων. Εισπράττουμε την επιστράτευση «του σογιού» στη μυθοπλασία ως ένα είδος εκβιασμού του συγγραφέα προς τους αναγνώστες, μια αξίωση για ανοχή σε κάθε είδους αφηγηματική αποκοτιά. Σε κάποιους αρέσει πολύ βέβαια αλλά σε άλλους καθόλου.

Ο Ηλίας Μαγκλίνης το κάνει συχνά, η οικογένειά του λειτουργεί ως το συγγραφικό του καύσιμο. Παρόλα αυτά και παρότι και αυτός είναι ένας από τους καλούς Έλληνες συγγραφείς που οι γυναίκες διαπερνούν τον αεροστεγώς κλειστό ναρκισσιστικό σύμπαν των ηρώων του μόνο ως φύλο και ποτέ ως προσωπικότητες αφού ακόμα και στην πιο ιδεαλιστική της εκδοχή η σχέση τους με τις γυναίκες περιορίζεται αποκλειστικά από τη μέση και κάτω  (για να το θέσω όσο πιο εύσχημα γίνεται, στα σόσιαλ μίντια θα το έγραφα πιο γλαφυρά), οι ήρωες ερωτεύονται ή νοσταλγούν μόνο τη μυρωδιά των γυναικών και ποτέ τον χαρακτήρα τους για τον οποίο οι αναγνώστες δεν μαθαίνουμε ποτέ τίποτα, τουλάχιστον εγώ διαβάζω τα μυθιστορήματά του. Και αυτό και μόνο αρκεί ως απόδειξη για το πόσο καλό συγγραφέα τον θεωρώ.

Το βιβλίο «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» είναι ένα κράμα ευφυίας και πολύ μεγάλης συγγραφικής δεινότητας, ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα.
Μέσα από μια αλληλουχία αφηγήσεων, κινηματογραφικών, σχεδόν, στιγμιότυπων, ο συγγραφέας τραβάει τον αναγνώστη σε ένα αδιάκοπο πήγαιν- έλα στον χρόνο χωρίς όμως να τον κουράζει στο ελάχιστο.

Ο αναγνώστης πληροφορείται τα γνωστά και τα άγνωστα γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας (όπως η βαρβαρότητα που επέδειξε στον ντόπιο πληθυσμό ο Ελληνικός Στρατός αλλά και τα απίστευτα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι Έλληνες στρατιώτες όταν έπεφταν στα χέρια των Τούρκων), ενώ ο συγγραφέας τα αναζητά στο ταξίδι του, ανατρέχοντας άλλοτε στις σημειώσεις του άλλοτε κάνοντας παραλληλισμούς ηρώων από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία που συμμετείχαν σε πραγματικές ή φανταστικές εκστρατείες, αυτή είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές τεχνικές του βιβλίου: η διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου και οι αναφορές στη λογοτεχνία.

Μετά από κάθε περιγραφή ο συγγραφέας απευθυνόμενος σε πρώτο πρόσωπο στον Νίκο, τον παππού του, τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις ζητώντας επιτακτικά να μάθει πώς ένιωθε για όλα όσα μας είχε περιγράψει μόλις. Ο αναγνώστης βέβαια έχει πάρει ήδη όλες τις σχετικές απαντήσεις.

Η αφήγηση περιέχει κάποιες αριστουργηματικές σκηνές, όπως είναι αυτή από το γλέντι την παραμονή του γάμου ντόπιων στο οποίο ο συγγραφέας βρίσκεται τυχαία ένα βράδυ, περιπλανώμενος στα σοκάκια του Αφιόν αλλά και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες γεγονότων που συνέβησαν κατά την αλλοφροσύνη της καταστροφής της Σμύρνης.

Σχεδόν ένιωσα να με τρυπάνε τα καρφιά από τις ξύλινες δοκούς των σπιτιών που πυρωμένα από τη θερμότητα, εκσφενδονίζονταν προς κάθε κατεύθυνση όταν η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Η καρδιά μου βούλιαξε στη θλίψη με την τύχη των αλόγων του ελληνικού ιππικού, λεπτομέρειες που ορίζουν το βάθος της φρίκης,  σκηνές που όσο τις διάβαζα ήταν αδύνατον να μην απορήσω πώς είναι δυνατόν, όσοι τις έζησαν, να μην παραφρονήσουν, μόνο κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους μόλις βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα.

Έτσι όμως δεν συμβαίνει στον πόλεμο; Έτσι δεν συνέβη και με το Ολοκαύτωμα; Πιο πολύ από το ότι επιβίωσαν είναι το ότι δεν παραφρόνησαν αυτό που προκαλεί δέος για όσους ζουν δραματικά γεγονότα σαν και αυτά.

Ο αδιανόητος ανορθολογισμός της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η βάρβαρη πραγματικότητά της που ήταν ικανή να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα πριν ακόμα το δραματικό της τέλος, η ανείπωτη πικρία για τις γενιές των νέων Ελλήνων που χάθηκαν λες και η ζωή τους δεν είχε καμία αξία, λες και δεν ήταν άνθρωποι, άτομα με ιδιωτικό βίο, επιθυμίες και όνειρα.

Ένας φόρος τιμής τελικά στους νέους Έλληνες της εποχής, στον κάθε Άγγελο Γιαννούζη από την παρέα της «Αστροφεγγιάς», σε όλους μαζί αλλά και στον καθένα χωριστά, αυτό είναι το «Μόνο της ζωής τους ταξίδι».

Διαβάζοντάς το ένιωσα απέραντη λύπη για εκείνους που η μοναδική ευκαιρία που είχαν στη ζωή τους να ταξιδέψουν ήταν «να πάνε να σκοτώσουν αλλά και να σκοτωθούν», όπως το θέτει ο συγγραφέας.

Όμως, αισθάνθηκα και ευγνωμοσύνη που κάποιος από τη γενιά μου, ημών των «χρυσών παιδιών της Μεταπολίτευσης» που  μεγαλώσαμε στην καλύτερη περίοδο στην ιστορία της χώρας, σε περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας και σε καιρό ειρήνης, στρώθηκε στη δουλειά και κατάφερε να τιμήσει με αυτό τον ουσιαστικό τρόπο τη μνήμη εκείνων που δεν είχαν τη δική μας τύχη να ζήσουν ανέμελα.

Να το διαβάσετε.

Ηλίας Μαγκλίνης, Το μόνο της ζωής τους ταξίδι. (ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)