Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία από την εποχή των Μπολσεβίκων

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία από την εποχή των Μπολσεβίκων

Αλεξάντρ Κουπρίν: Ο τελευταίος των μπουρζουάδων

Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Ήρθε η δεκαετία του τριάντα του 20ού αιώνα. Η μεγάλη, διαρκής επανάσταση, συνεχίζεται. Η ρωσική μπουρζουαζία έφτανε στον πλήρη της θάνατο, υποχρεωμένη από την πείνα, τις αναρίθμητες εκτελέσεις, καθώς επίσης και τις μαζικές μετακινήσεις των μπουρζουάδων στα σοβιετικά βοσκοτόπια. Ο ζωντανός, αυθεντικός μπουρζουάς είναι πια τόσο σπάνιος, όπως κάποτε ο βίσωνας του Μπελοβέζσκ. Η εξαφάνιση αυτής της πολύτιμης ράτσας, χωρίς αστεία, ανησύχησε τα διορατικά μυαλά της κυβέρνησης. Εκδόθηκαν τα αντίστοιχα διατάγματα και ελήφθησαν τα κατάλληλα μέτρα.

Στην αρχή αποφάσισαν, να θεωρούν τον θάνατο κάθε μπουρζουά, έστω και ήταν από φυσικά αίτια, ως άθλια δολιοφθορά και αναιδέστατη αντεπανάσταση, υπεύθυνοι για τον οποίο ως όμηροι είναι οι κοντινότεροι συγγενείς τους, οι οποίοι για συνεργασία και συνενοχή, θα τιμωρούνται αμέσως με τουφεκισμό. Στη συνέχεια όμως, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή κατάλαβε πού οδηγεί αυτό και ακύρωσε αυτό το διάταγμα. Τότε, απαγορεύτηκε αυστηρώς η μετάβαση από τη θέση του μπουρζουά σε εκείνη του σοβιετικού πολίτη. Πρότειναν να αντιμετωπίζονται οι μπουρζουάδες ως εθνική περιουσία, η οποία βρίσκεται υπό κοινωνικό έλεγχο και προστασία, όπως οι δημόσιοι κήποι στην Ευρώπη.

Ωστόσο, οι μπουρζουάδες συνέχιζαν επίμονα τη μαύρη δολιοφθορά τους, γιατί την εποχή εκείνη ο θάνατος είναι πιο εύκολος από το να καπνίσεις ένα τσιγάρο.

Πολύ σύντομα, ο αριθμός τους μειώθηκε σε δέκα, στη συνέχεια, σε πέντε, τρεις, δύο και, τελικά, απέμεινε σε όλη την Σοβιετική Ρωσία, μόνο ένας χήρος και άκληρος μπουρζουάς, ο Στεπάν Νίλιτς Ρίμπκιν, κάτοικος της Μάλαγια Ζαγκβόζντκα κοντά στην Γκάτσινα, πρώην ιδιοκτήτης οπωροπωλείου και κρεοπωλείου.

Στο σκεβρωμένο, ξύλινο, με τρία παράθυρα και σοφίτα, σπιτάκι του έφτασε στις 24 Δεκεμβρίου 1935 ένα κομψό «Ρενό», από το οποίο βγήκαν δύο κόκκινοι κομισάριοι με σοβαρό ύφος στα έξυπνα κόκκινα πρόσωπά τους. Χωρίς να βιάζονται, ανέβηκαν προσεκτικά στο ξώστεγο, ξεντύθηκαν και μπήκαν στο μικροσκοπικό σαλόνι. Τους υποδέχτηκε ο οικοδεσπότης, ένας γέρος, αλλά ευσταλής άντρας με περήφανη φαλάκρα και γκρίζα, σγουρή γενειάδα.

- Καθίστε παρακαλώ. Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;

Οι κομισάριοι κάθισαν και κοίταξαν γύρω τους: μία εικόνα, την οποία φώτιζε η πρασινωπή φλόγα της καντήλας, αραχνοΰφαντες κουρτίνες στα παράθυρα, ένα γεράνι στο περβάζι, ένα κλουβί για καναρίνια, πλεκτό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, ένα γραμμόφωνο...

- Είστε μπουρζουάς; ρώτησε τραυλίζοντας ελαφρά, ο πρώτος κομισάριος με το ευχάριστο χαμόγελο.

- Ναι, λίγο... Θα πρέπει να ομολογήσω πως το βαρέθηκα όμως. Αναγκάζεσαι να ζήσεις ως απόκληρος.. Θα ήθελα να καταθέσω αίτηση για τη μεταφορά μου σε ένα σοβιετικό οργανισμό... σε κάποια συνεταιριστική αποθήκη ή μαγαζί... Δεν θα με δεχτούν όμως, αφού σε λίγο θα πεθάνω. Φτηνά πράγματα.

Η δεύτερη κομισάριος, πρώην ηθοποιός, κούνησε τρομαγμένη τα χέρια προς το μέρος του.

- Μα, τι λέτε πατερούλη! Μην κάνετε, περιστέρι μου, τέτοια αστεία. Είμαι νευρική γυναίκα. Όχι, νοστιμούλη, όχι, ελπίζω πως θα μας κάνετε τέτοια αθλιότητα.

- Αν θελήσω, θα το κάνω. Τι ζωή έχω τώρα; Άδεια εντελώς. Μπορώ να πω πως ζω σαν λαγός που τον έχουν στο σημάδι. Πριν από πολλά χρόνια, εδώ στην Γκάτσινα, είχαμε καλό και πλούσιο κυνήγι. Πολλοί κύριοι από την Πετρούπολη έρχονταν και με την πάροδο του χρόνου σκότωσαν όλα όσα μπορούσαν. Απέμεινε, παρακαλώ, μόνο ένα λαγός. Γέρος κι έμπειρος. Πέντε οκάδες, σκάγια για λαγούς του έριξαν, μα τη γλίτωσε. Τυχερός λαγός ήταν. Έτσι, στο τέλος, οι κυνηγοί έκαναν μία συμφωνία: Να μην σκοτώσουν αυτόν τον λαγό, παρά μόνο να τον πυροβολούν και να αστοχούν. Για σκοποβολή δηλαδή, για να τον τρομάξουν.

Μαζεύονταν, συνήθως, τις Κυριακές, έστηναν καρτέρι σε θάμνους κι όλη την ημέρα πυροβολούσαν τον λαγό. Εκείνος όμως τους ξέφευγε μέσα στο χωράφι. Ο άθλιος, ήταν τόσο παράτολμος που ορισμένες φορές καθόταν απέναντι σε εκείνον που τον σημάδευε, καθόταν στα πίσω του πόδια και με τα μπροστινά έτριβε τη μουσούδα του. Και από τα δέκα βήματα, πυροβολούσαν το ένα φυσίγγιο μετά το άλλο...

- Τι ε-ννο-εί-τε;

- Εννοώ πως η ζωή μου είναι σαν αυτού του λαγού. Δεν μπορώ να παραπονιέμαι όμως, ζω χωρίς να με προσβάλει κανείς. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολα. Μόλις έχουμε κάποια επαναστατική επέτειο, τον Ιούλιο, ή, για παράδειγμα, τον Οκτώβριο, ή την ημέρα των γενεθλίων του Καρλ Ράντεκ, τη γιορτή του Στεκλόφ, μας μαζεύουν όλους μαζί στη Ζαγκβόζντκα. Έρχονται όχι μόνο από την Πετρούπολη, αλλά και από τη Μόσχα. Πλημμυρίζουν όλοι οι δρόμοι. Δεν μπορείς να περάσεις. Ολόκληρα εικοσιτετράωρα είναι μαζεμένοι κάτω από τα παράθυρά μου και ουρλιάζουν: «Θάνατος στην μπουρζουαζία! Ζήτω η δικτατορία του προλεταριάτου». Ανεβαίνουν στο ξώστεγό μου και βγάζουν λόγους... Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια... Πληκτικά... Μετά, βγάζουν τα περίστροφα και πυροβολούν. Όλη την νύχτα πυροβολούν. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από τον θόρυβο. Φυσικά, ξέρω πως πυροβολούν σκόπιμα, στον αέρα.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, την ημέρα του γάμου του συγγραφέα Γιασνίσκι, μου τρύπησαν ένα παράθυρο της σοφίτας.

- Πεί-τε μας ποιος είναι αυτός ο άθλιος. Θα τον τρυ-πή-σου-με τον ίδιο.

- Δεν βαριέστε, βλάκας είναι... Δεν αξίζει τον κόπο. Γενικά, όμως, σύντροφοι, την βαρέθηκα αυτήν τη δουλειά του μπουρζουά. Δεν θέλω άλλο. Δεν μπορώ. Δεν θέλω. Βάλτ’ με κάπου. Σας παρακαλώ ταπεινά. Ταπεινώτατα σας παρακαλώ. Έστω στην Έκτακτη Επιτροπή, αν γίνεται..

- Ψυχή μου, για ποια Έκτακτη Επιτροπή γίνεται λόγος; Εκεί, καλέ μου, δεν κάνουν τίποτα. Φυσούν όλη την μέρα στο παράθυρα για να θολώσουν τα τζάμια και διαβάζουν Νατ Πίνκερτον, σκοποβολή κάνουν σε ξύλινα ομοιώματα, για να ξεχάσουν την κακία τους. Να μείνετε, καλέ μου, να μείνετε μπουρζουάς. Σας ενοχλούμε; Δεν σας κανακεύουμε; Θέλετε να σας βρούμε ένα πιο άνετο σπίτι; Στο Στρελνά, ίσως στην κόκκινη Πετρούπολη... Μήπως θέλετε, άγγελέ μου, να σας βρούμε υπηρέτρια; Μπορούμε ξέρετε.

- Πού να τρέχω τώρα, μουρμούρισε σκυθρωπός ο Ρίμπκιν.

- Αυ-το-κί-νη-το;

- Δεν χρειάζεται.

- Μήπως, λουλουδάκι μας πανέμορφο, δεν είστε ευχαριστημένος από το δελτίο τροφίμων;

- Δεν παραπονιέμαι. Έχω τρόφιμα. Αυτές τις μέρες μου έστειλαν μία γαλοπούλα, μία οκά χαβιάρι, χοιρομέρι, τρία μπουκάλια κόκκινο κρασί... Κι όμως... Δεν ηρεμεί η ψυχή μου... Πλήττω...

- Μήπως, σύντροφε, παντρευόσασταν; Για την ανα-πα-ρα-γωγή; Ε, τι λέτε;

- Αυτό μάλιστα, περιστέρα μου! Αυτή είναι καλή ιδέα! Θέλετε να σας παντρέψουμε; Μην φοβάστε, δεν θα παντρευτείτε ανά σοβιετικά, αλλά όπως παλιά, εκκλησιαστικά. Θα φέρουμε έναν παπά από το εξωτερικό... αληθινό. Θα του δώσουμε άδεια να έρθει και να φύγει... Θέλετε, καλέ μου; Ε; Μέσα σε μια στιγμή το κανονίζουμε. Δεν θα καταλάβετε τίποτα... Εννοείται, βέβαια, χωρίς να γίνει επίδειξη εχθρικών διαθέσεων... Θα αστειευτούμε λίγο, θα κάνουμε καμία συγκέντρωση... Για να μην ξεσυνηθίσετε, νοστιμούλη μου;...

Ο Ρίμπκιν στράφηκε προς το παράθυρο κι κουρασμένα έκανε ένα νεύμα με το χέρι του:

- Αφήστε το... δεν πειράζει... όλα αυτά είναι πληκτικά... τα βαρέθηκα... Και, γενικά, αφήστε με στην ησυχία μου. Σε τι σας χρειάζομαι;

Οι κομισάριοι, για εκατοστή, ίσως, φορά, άρχισαν να του εξηγούν τη σημασία που έχει η υπηρεσία που προσφέρει στη διαρκή επανάσταση. Πρώτον, είναι αναγκαίο για τις προλεταριακές μάζες ένα ζωντανό αντικείμενο, για να διοχετεύσουν την ιερή, λαϊκή οργή τους. Δεύτερον, η ταξική πάλη, στην οποία κατακτάς τα δικαίωματά σου... Πού θα βρούμε εχθρική τάξη, αν ο τελευταίος μπουρζουάς το βάλει στα πόδια ή παραδοθεί; Με ποιον θα παλεύουμε τότε; Τέλος, τι θα πουν για τη Ρωσία, οι διεθνείς της σύντροφοι; Τι θα σκεφτούν οι ξένοι ανταποκριτές; Όχι, σύντροφε Ρίμπκιν, θα μείνετε στην ένδοξη θέση σας. Δεν θα καταστρέψετε την υπόθεση της επανάστασης... Η ηθοποιός μιλούσε τόσο πειστικά που δάκρυα κύλησαν στο παχουλό, άτριχό της, μάγουλο...

Ο Στεπάν Νίλιτς βαριεστημένα σκέπασε με τις παλάμες του κεφάλι του, το κούνησε και είπε αναστενάζοντας:

- Καλά... μην κλαις... σε λυπάμαι. Θα υπηρετήσω άλλον ένα χρόνο και μετά βλέπουμε. Σήμερα, όμως, στεναχωρήθηκα λίγο... Καθόμουν εδώ και σκεφτόμουν... Σκέφτηκα λοιπόν πως παλιά οι άνθρωποι είχαν χριστουγεννιάτικο δέντρο... παιδάκια... κεριά πολλά... πολλά χρυσόφυλλα... τα μαργαριτάρια κουνιούνταν... μύριζε καπνιά... Μελαγχόλησα τόσο πολύ... Δεν πειράζει όμως... Θα περάσει...

Οι σύντροφοι κομισάριοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και σηκώθηκαν να φύγουν. Θα νόμιζε κανείς πως η ίδια σκέψη πέρασε από το μυαλό και των δύο, ταυτόχρονα. Στον προθάλαμο έσφιξαν θερμά το χέρι του οικοδεσπότη. Έξω από την πόρτα, στέκονταν μέσα στο μπλε χιονισμένο λυκόφως, το μωβ δέντρα.

Ξεπροβοδίζοντας τους επισκέπτες, ο Στεπάν Νίλις πήγε από συνήθεια, εκεί που παλιά ήταν η εκκλησία. Στάθηκε μοναχός εκεί, για είκοσι λεπτά. Προσπάθησε να θυμηθεί τους χριστουγεννιάτικους ειρμούς, μα δεν τα κατάφερε... Η μνήμη του είχε σκουριάσει. Στη συνέχεια πήγε στον κουμπάρο του, τον τσαγκάρη της κομμούνας κι έμεινε εκεί μισή ώρα. Έριξε μία ματιά σε κάτι μπροσούρες που ήταν στο περβάζι, αλλά έπεσε πάνω στα γνωστά, απωθητικά λόγια για τον θάνατο του μπουρζουάδικου συστήματος και τα πέταξε. Οι δύο τους ήθελαν να μιλήσουν για τα παλιά, για την εποχή τους, στο διπλανό σπίτι όμως ήταν η ΤΣΕ.ΚΑ. δυστυχώς.

Πήρε ο Ρίμπκιν τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του, αλλά από μακριά τον εντυπωσίασε ένα ασυνήθιστα δυνατό φως που έβγαινε από το παράθυρα κι έπεφτε στο χιόνι του κάπου και στα γυμνά μαύρα δέντρα. Στη μέση του δωματίου ήταν ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο έλαμπε από μικρά, ζεστά φωτάκια. Χρυσά και ασημένια στολίδια λαμπίριζαν χαρούμενα. Κρέμονταν μινιατούρες γκιλοτίνας, πανέμορφα ομοιώματα κρεμάλων, τσεκούρια και σπάθες, σφυριά και δρεπάνια και άλλα επαναστατικά παιχνίδια και εμβλήματα. Ένα κερί κάπνιζε το φύλλωμα του έλατου και μύριζε ευχάριστα ο καπνός.

- Στον αγώνα κατακτάς τα δικαιώματά σου, ψιθύρισε ο Ρίμπκιν και άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε από στεναχώρια και παρηγοριά.

Δεκέμβριος 1919

Ο Αλεξάντρ Κούπριν