Λίλα Τρουλινού: «Η μυθοπλασία στα βιβλία μου διαπλέκεται αδιαχώριστα με την Ιστορία»

Λίλα Τρουλινού: «Η μυθοπλασία στα βιβλία μου διαπλέκεται αδιαχώριστα με την Ιστορία»

«Το θέμα είναι πως αυτοί έρχονται και με βρίσκουν, φαντάσματα, σκιές, πνεύματα, φωνές από το παρελθόν, που η μνήμη είχε καταψύξει και ακινητοποιήσει σε θολές αναμνήσεις και ξαφνικά κάποιες φωνές αναδύονται από αυτό το απροσδιόριστο μουρμουρητό και εξεγείρονται, υπερισχύουν των άλλων, μερικές φορές συνενώνονται πάνω από δύο φωνές για να κατοικήσουν έναν ήρωα, που στη συνέχεια αυτονομείται και αποκτά τον δικό του λόγο. Έτσι η επινοημένη ζωή γίνεται πιο αληθινή και από την αληθινή ζωή και η φαντασία παίρνει τη σκυτάλη από την, ούτως ή άλλως, αναξιόπιστη μνήμη.»

Μας λέει η Λίλα Τρουλινού που κατάγεται από την Θεσσαλονίκη, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και θέατρο και ζει κι αγάπησε την Κρήτη για τους ήρωες και τις ηρωίδες των βιβλίων της και κατ’ αυτόν τον τρόπο γράφτηκαν τα βιβλία της, «Στον κάμπο στροβιλίζονται τ’ αγκάθια» (2016), «Αουρέλια. Η πρώτη μνήμη» (2017) και το καινούργιο της «Το ίδιο χώμα. Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της ιστορίας», όλα σωστά έργα τέχνης, απ’ τις εκδόσεις Περισπωμένη.

Και μας μιλά στο Liberal.gr για τα βιβλία της, αποκαλύπτοντας όλα τα μύχια μυστικά της γραφής της. Αλλά και για εκείνα τα βιβλία που την καθόρισαν, τους συγγραφείς που της άνοιξαν πρώτοι την πόρτα. Για το χατίρι μας θα ανοίξει και τα συρτάρια της: «Γράφω ένα έργο, το οποίο ξεκίνησε τον Μάρτιο του Πρώτου Εγκλεισμού και θέλει λίγο ακόμα για να ολοκληρωθεί, ως πρώτη γραφή. Διαδραματίζεται σε αυτούς τους λόφους που περιβάλλουν το σπίτι μου, όπου με περιόρισε η Καραντίνα, στο ποτάμι και τα βουνά που ατενίζω απέναντι. Έχει όλα όσα χρειάζεται για να είναι ελκυστικό: Sex & Drugs & Rock & Roll. Σοβαρολογώ.»

Έτσι μας είπε. Τι λέτε; Να την πιστέψουμε;

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κυρία Τρουλινού, υπάρχει τελετουργία γραφής (συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες) ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω πάντα στο γραφείο μου, στον παλιό επιτραπέζιο υπολογιστή μου, διαστάσεων και ηλικίας δεινόσαυρου. Παλιότερα, στα φοιτητικά χρόνια, έγραφα σε γραφομηχανή χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα και σε γιαπωνέζικα σημειωματάρια με άνθη δαμασκηνιάς.

Τώρα, καμία εκζήτηση. Κατεβασμένα παντζούρια και στόρια. Ανάγκη για χειμερινό φως, φιλτραρισμένο, χωρίς φόρτιση και ενέργεια. Που έχει μόνο μια φιλοδοξία, να αφήσει να αναδευτεί κάτι από τη γοητεία των βιβλίων, που μετατοπίζονται πάνω στο γραφείο, αλλάζουν, δημιουργούν τείχη και λαβυρίνθους, καταφύγιο και φωλιά, με σελιδοδείχτες χάρτινους ή υφασμάτινους, βιβλίων κλειστών, γιατί και το δικό τους φως είναι δυναστικό, αφήνοντας τελικά σε μένα τι; Ένα τετραγωνικό χιλιοστό ελευθερίας, να κλείσω τα μάτια στη φωτεινή ροή και να βυθιστώ στη δική μου μικρή σκοτεινή διαύγεια, σε αυτό που, τέλος πάντων, αποκαλούμε Συγκέντρωση.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Ξεκινώ με μία εικόνα, που είναι κάτι περισσότερο από εικόνα, είναι σκηνικός χώρος, μια «εγκατάσταση» όπου τοποθετείται μέσα ένα πρόσωπο, το οποίο με τη σειρά του προσελκύει και άλλα πρόσωπα που συνδέονται μαζί του. Οι σκηνικοί χώροι διαδέχονται ο ένας τον άλλο, όπως τα πλάνα σε μία κινηματογραφική ταινία. Πρόκειται για ένα τράβελινγκ, μιας και αφηγητής και ήρωες βρίσκονται διαρκώς σε μία διαδικασία αναζήτησης και περιπλάνησης, διασχίζουν τοπία, ταξιδεύουν σε δρόμους του παρελθόντος, χάνονται στους λαβύρινθους της ιστορίας και ταυτόχρονα στους μαιάνδρους ενός εαυτού διαρκώς μεταβαλλόμενου.

Λέει στο Ίδιο Χώμα ο μικρός ήρωας Χρυσάφης στον φίλο του: «Τη νύχτα, όταν δεν βλέπουμε, […] ανάβουμε ένα φως για τον εαυτό μας. Γιατί πώς αλλιώς θα δούμε όνειρα; Περιπλανιόμαστε μέσα στη νύχτα ανάβοντας φωτιές». Κι ο Αγγελής του απαντάει: «Τότε κράτα ζωντανή τη φωτιά. Να ονειρευτούμε κι αυτό το βράδυ!» Φυσικά, το πιο δύσκολο σε αυτόν τον τρόπο κατασκευής της ιστορίας είναι το μοντάζ. Το πέταμα του άχρηστου υλικού και οι συνδέσεις ανάμεσα στις σκηνές.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Αν υπάρχει κάτι παράξενο και αλλόκοτο αυτό είναι η ίδια η συγγραφή των βιβλίων, όπου μέσα στη ροή της κανονικής σου ζωής αναγνωρίζεις μια δεύτερη ζωή, την ύπαρξη μιας παράλληλης πραγματικότητας, (ακόμα κι αν εσύ αφελώς νομίζεις πως αναπαριστάς ή καταγράφεις απλώς τη ζωή), και δεν είναι μόνο η επώδυνη και κλειστοφοβική Συγκέντρωση, με κατεβασμένα τα στόρια, που περιέγραψα, αλλά και μια άλλη συνθήκη, την υπόλοιπη μέρα που δεν γράφεις, και την οποία θα ονόμαζα Ονειροπόληση, μια σύνθεση καταστάσεων, ένα πλέγμα, όπου συνυφαίνονται διαφορετικά πράγματα, όπως παρατήρηση των πραγμάτων, ασυγκράτητη ροή της φαντασίας, κατά βούληση επιτάχυνση ή επιβράδυνση του χρόνου, συνομιλία με τον εαυτό και με άλλα βιβλία, έγνοια για τους ήρωες, παραμιλητό, άλματα στον χρόνο, καταβύθιση στο παρελθόν, άνοιγμα στο μέλλον, ταχυδακτυλουργίες, μαγικά, βασκανίες, υπνοβασία, περπάτημα σε τεντωμένο σκοινί.

Συνήθως, έχεις την τάση να θεωρείς αυτή τη δεύτερη ζωή  σημαντικότερη, όχι επειδή είσαι ιδεαλιστής, αλλά επειδή ελέγχεις τη ροή της καλύτερα και σου δίνει ενίοτε την ικανοποίηση ενός πράγματος ολοκληρωμένου, που έχει επιτευχθεί, όταν βέβαια αυτό γίνει. Και έτσι συμβαίνει το εξής παράδοξο, η κανονική ζωή να μοιάζει με σκιά, με ημίφως, με καρικατούρα της εσωτερικής αυτής ζωής, που, καθώς αποκτά υλικότητα και πυκνώνει σε μία διάφανη κρούστα, αρχίζει να ακτινοβολεί σαν ήλιος.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Ναι, υπάρχει μια εμμονή, και αυτό το διαπίστωσα, εκ των υστέρων, ή μάλλον καθ’ οδόν. Να ανασυστήσω λογοτεχνικά τη ζωή μου, ακόμα και την προγενέθλια ζωή μου, έχοντας σαφώς επίγνωση πως πρόκειται για καθαρόαιμη λογοτεχνική επινόηση, με ισχυρά ωστόσο βιωματικά/συναισθηματικά ερείσματα (όπως αναλύω στην επόμενη ερώτηση), και όχι για αναπαράσταση μιας παρελθούσας, μακρινής ή σχετικά πρόσφατης πραγματικότητας.

Αυτή η «ανασύσταση» συνδέεται πάντα με ακραία φαινόμενα, τα οποία εμένα προσωπικά με έχουν σημαδέψει ανεπανόρθωτα με τη βιαιότητα, τον ανορθολογισμό, την απανθρωπιά τους, και τα οποία ο νους μου δεν μπορεί να «συλλάβει», όσες ταινίες και να δω, όσα βιβλία κι αν διαβάσω, όπως η γέννηση του φασισμού ή η αναζωπύρωσή του σήμερα, το Ολοκαύτωμα, οι γενοκτονίες, τα ολοκαυτώματα των χωριών μας επί Κατοχής, η βία του πολέμου και της εξουσίας, και ίσως ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσω αυτή τη φρίκη είναι να την πραγματευτώ με τον δικό μου τρόπο. Με αυτή την έννοια, η μυθοπλασία στα βιβλία μου διαπλέκεται αδιαχώριστα με την Ιστορία.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρέπει να έχει κάτι από μένα την ίδια. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στα έργα μου είναι στιβαρό, η βιωματική του αλήθεια αποτελεί τη βάση της συγγραφής τους.

Στο πρώτο μου βιβλίο, Στον κάμπο στροβιλίζονται τα αγκάθια (2016) απεικονίζεται ο κόσμος του σχολείου στα χρόνια του ρατσισμού, της κρίσης, του αναβιωμένου εθνικισμού στην κοινωνία μας: Εδώ, η προσωπική μου εμπειρία πολλών χρόνων διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση εκτονώθηκε δημιουργικά και αβίαστα στη μυθοπλασία. Το δεύτερο βιβλίο, Αουρέλια – Η πρώτη μνήμη (2017), μια νουβέλα με ιστορικά πρόσωπα, είναι μια απόπειρα λογοτεχνικής ανάπλασης της ιστορίας της Ρουμάνας γιαγιάς μου από τη μεριά της μητέρας μου.

Στο πρόσφατο βιβλίο μου, Το ίδιο χώμα – Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της Ιστορίας (Ιούλιος 2021), και πάλι υπάρχει ο αυτοβιογραφικός πυρήνας. Το έργο διαδραματίζεται στις Μέλαμπες του νότιου Ρεθύμνου, ένα ορεινό χωριό όπου διορίστηκα το 1996 αναπληρώτρια καθηγήτρια και έζησα εκεί για ένα χρόνο. Στον πυρήνα αυτού του βιβλίου υπάρχει συμπυκνωμένη όλη η αγάπη μου για αυτόν τον άγριο τόπο και τους ανθρώπους του και ακριβώς αυτό το συναίσθημα θέλησα να αποτυπώσω σε όλη του την έκταση και τις διακυμάνσεις.

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, δύο έφηβοι που ταξιδεύουν πίσω στον χρόνο, σε δύο κρίσιμες φάσεις της ιστορίας της Κρήτης, την Ενετοκρατία και την Κατοχή, λαχταρώντας την ανάκτηση της προσωπικής/οικογενειακής και συλλογικής μνήμης, «επιστρέφουν» πάντα στο ίδιο χώμα, σε αυτό το αμετάλλακτο μέσα στους αιώνες ορεινό τοπίο, στα οροπέδια και τις βουνοκορφές, που έχουν την αίγλη του ανυπότακτου πνεύματος και της ελευθερίας.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Το θέμα είναι πως αυτοί έρχονται και με βρίσκουν, φαντάσματα, σκιές, πνεύματα, φωνές από το παρελθόν, που η μνήμη είχε καταψύξει και ακινητοποιήσει σε θολές αναμνήσεις και ξαφνικά κάποιες φωνές αναδύονται από αυτό το απροσδιόριστο μουρμουρητό και εξεγείρονται, υπερισχύουν των άλλων, μερικές φορές συνενώνονται πάνω από δύο φωνές για να κατοικήσουν έναν ήρωα, που στη συνέχεια αυτονομείται και αποκτά τον δικό του λόγο.

Έτσι η επινοημένη ζωή γίνεται πιο αληθινή και από την αληθινή ζωή και η φαντασία παίρνει τη σκυτάλη από την, ούτως ή άλλως, αναξιόπιστη μνήμη. Τι όμως ήταν αυτό που έκανε αυτές τις φωνές να ξεχωρίσουν και να επικρατήσουν; Ίσως το ότι είχα προσπαθήσει να τις καταπνίξω, γιατί ήταν πολύ δυνατές, εκκωφαντικές, φοβερές, και κουβαλούσαν μέσα τους μια αλήθεια και ένα έρεβος που με τρόμαζε.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Το δεύτερο βιβλίο μου Αουρέλια – Η πρώτη μνήμη είναι ένα οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο, που ξεκινά από τη Μεγάλη Ρουμανία της εποχής του Μεσοπολέμου, με τη ραγδαία άνοδο του φασισμού και του αντισημιτισμού, για να καταλήξει στη Θεσσαλονίκη του σήμερα. Σε αυτό το έργο επιχείρησα να αναπλάσω το πρώτο εκείνο ταξίδι της γιαγιάς μου από το χωριό της σε μια επαρχία κοντά στο Ιάσιο, ώς τη Θεσσαλονίκη, βάζοντας στη θέση της ένα φανταστικό πρόσωπο, την Αουρέλια, στο οποίο έδωσα μια εντελώς διαφορετική ιστορία και έναν επινοημένο επίσης αδελφό, ποιητή, και θαυμαστή του Κοντρεάνου, ιδρυτή της φασιστικής Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, της μετέπειτα διαβόητης Σιδηράς Φρουράς.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, ένα από το πρόσωπα που συνάντησαν τα δύο αδέλφια σε αυτό τους το ταξίδι, στην στάση που έκαναν στο Βουκουρέστι, ήταν ο Παναΐτ Ιστράτι, ένας Ιστράτι όμως διαφορετικός, άρρωστος βαριά, καταπονημένος, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα του, έχοντας ο ίδιος αποκλεισθεί από τους πρώην αριστερούς συντρόφους του. Τον βλέπουμε σε ένα καπηλειό παρέα με τον Στελέσκου, το πρωτοπαλίκαρο του Κοντρεάνου, που με δική του πλέον νεοσύστατη φράξια, ανταγωνιστική της Λεγεώνας, προσπαθεί να προσεταιριστεί τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα, βαθιά γοητευμένος από την εκρηκτική προσωπικότητά του.

Ωστόσο ο Ιστράτι, αν κινείται έστω και για λίγο προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα κυρίαρχα φασιστικά ρεύματα, δεν είναι για να τα ασπαστεί, αλλά για να τα αποδομήσει, να πειραματιστεί, να επηρεάσει έναν υπό διαμόρφωση, κοχλάζοντα χώρο. Ο Ιστράτι παραμένει ως το τέλος της ζωής του «l’ homme qui n’ adhère à rien», ένας ανένταχτος, ελεύθερος άνθρωπος. 

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Το Δεύτερο Φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Όχι απλώς με εντυπωσίασε, αλλά με συγκλόνισε. Δεν ξέρω ποιος επίβουλος άνθρωπος το είχε δωρίσει στη μητέρα μου, που ήταν μια κόσμια, προοδευτική δασκάλα και οδηγούσε έναν μπεζ σκαραβαίο, για να βρεθεί στη βιβλιοθήκη μας με τους δερματόδετους τόμους –σε αποχρώσεις του σάπιου μήλου και της μουστάρδας– των Καζαντζάκηδων και Παλαμάδων, και να φτάσει τελικά στα χέρια ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού.

Δεν ξέρω καν αν η μητέρα μου το είχε διαβάσει. Πάντως εγώ το διάβασα με ηδονή, φρίκη, αηδία, τρόμο, αγωνία, ταχυπαλμία, μυρμήγκιασμα των χεριών, δυσφορία και ναυτία, φόβο γι’ αυτό που ήμουν και γι’ αυτό που θα γινόμουν, για τις εκκρίσεις, τα όργανα, την οδύνη του γυναικείου σώματος, και αυτό το τρομακτικά νοσηρό και αγωνιώδες συναίσθημα έμελλε να το ξανανιώσω σε κάποιες στιγμές της κατοπινής ζωής μου, όταν το μυαλό γινόταν μια εύθρυπτη άμμος και το σώμα η μοναδική πραγματικότητα, δηλαδή μια ανυπόφορη πληγή.  

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Η Γέννηση της Τραγωδίας του Νίτσε. Το διάβασα στην Τετάρτη Γυμνασίου και η επίδρασή του ήταν τόσο καταλυτική, που ανέπνεα μέσα από τις φράσεις του, μιλούσα, σκεφτόμουν, έγραφα όπως ο Νίτσε, σαν να τον είχα φορέσει κατάσαρκα. Μέχρι που η φιλόλογος της τάξης με κάλεσε και με ρώτησε με δάκρυα στα μάτια: «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου; Τι σου έχουν κάνει;» και ύστερα κάλεσε τη μητέρα μου.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Ποτέ ως τώρα δεν είχα διανοηθεί να φτιάξω λίστες με αγαπημένους συγγραφείς, ποιητές κλπ. παρόλο που αναγνωρίζω πως οι ταξινομήσεις  οργανώνοντας το χάος, έστω και της αναγνωστικής εμπειρίας, σου δίνουν μια ψυχαναγκαστική χαρά και οπτικοποιούν κατά κάποιο τρόπο την πορεία της πνευματικής σου ύπαρξης, τώρα όμως δράττομαι της ευκαιρίας να φτιάξω μία μόνο μικρή λίστα, μιας και οι εξαντλητικοί κατάλογοι χρειάζονται πολύ χρόνο, και για να μην γίνομαι και δυσάρεστη στους αναγνώστες, που δεν είμαι σίγουρη πως πολυενδιαφέρονται για τις καταγεγραμμένες λίστες των άλλων (με τον ίδιο τρόπο που βαριούνται να ακούνε τα νυχτερινά όνειρα ακόμα και των φίλων τους).

Και εφόσον μιλήσαμε για το Δεύτερο Φύλο, ιδού μια μικρή λίστα με αγαπημένες μου συγγραφείς/ποιήτριες τις δύο τελευταίες δεκαετίες (Ελληνίδες, προσεχώς, με τη δεύτερη ευκαιρία που θα μου δοθεί):

Έλσα Μοράντε, Τζούνα Μπαρνς, Άννα Ζέγκερς, Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, Φλερ Γιέγκυ, Χέρτα Μύλλερ, Τζέννυ Έρπενμπεγκ, Γιανινά Ντεκουτίτε. Τιμής ένεκεν, βάζω και τη Σύλβια Πλαθ, την πρώτη μου αγάπη.

Και για να περάσουμε από το γενναίο Δεύτερο Φύλο στη γενναία άρνηση προσδιορισμού από το (δυαδικό) φύλο, ας προσθέσω και τον/την πρόσφατα αναγνωσθέντα/αναγνωσθείσα Marieke Lucas Rijneveld (αυτός/ή ξεχωριστή λίστα και με λατινικούς χαρακτήρες, καθότι το όνομα δυσπρόσφερτο).

Θα πρέπει να ομολογήσω ότι το βιβλίο μού προκάλεσε δυσφορία και ταραχή (από αυτή την άποψη, απολύτως επιτυχημένος ο τίτλος του), με την εμμονική, ψυχαναγκαστικά επαναλαμβανόμενη έκθεση μιας τραχιάς, καταθλιπτικής, σκοτεινής σωματικότητας, ανάλογη με εκείνη που μου είχε δημιουργήσει στην προεφηβεία η Μποβουάρ (αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους).

Για τελευταία αφήνω την υπέροχη και αειθαλή Patty Smith (από μόνη της μια λίστα) που δεν έπαψε να με συγκινεί από τα χρόνια της νιότης μου.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Κατά τη διάρκεια του γραψίματος, δεν ακούω τίποτα, και να υπήρχε δεν θα το άκουγα, συνέπεια της προρρηθείσης Συγκέντρωσης.

Κατά τη διάρκεια της Ονειροπόλησης, δηλαδή την υπόλοιπη μη εργάσιμη, εννοείται, μέρα, (γιατί επίσης εργάζομαι και η δουλειά μου είναι απαιτητική και επίπονη) κάνω ένα σωρό πράγματα που συνδέονται υπόγεια, τρέφουν και δυναμώνουν την ενέργεια του γραψίματος, όπως διάβασμα ποίησης, που έχει θρεπτική αξία, περιποίηση κήπου, που έχει λατρευτικό χαρακτήρα, ενατένιση της φύσης, εισπνοή μυρωδιών και χρωμάτων, που γυμνάζει τις αισθήσεις, και άλλες χειρωνακτικές δουλειές, που δρουν ιαματικά, απομακρύνοντας τις περιττές εντάσεις.

Φυσικά, όλα αυτά δεν τα κάνω χρησιμοθηρικά, δεν υποτάσσω τη ζωή μου σε έναν ανώτερο, υποτίθεται, σκοπό, απλώς τα κάνω. Η ελκτική, μαγνητική δύναμη που έχει η πράξη της συγγραφής είναι αυτή που τα προσκαλεί όλα γύρω της για να απομυζήσει τους χυμούς τους.  

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Γράφω ένα έργο, το οποίο ξεκίνησε τον Μάρτιο του Πρώτου Εγκλεισμού και θέλει λίγο ακόμα για να ολοκληρωθεί, ως πρώτη γραφή. Διαδραματίζεται σε αυτούς τους λόφους που περιβάλλουν το σπίτι μου, όπου με περιόρισε η Καραντίνα, στο ποτάμι και τα βουνά που ατενίζω απέναντι. Έχει όλα όσα χρειάζεται για να είναι ελκυστικό: Sex & Drugs & Rock & Roll. Σοβαρολογώ.