Η τροφοδοσία του εμβολιαστικού φόβου

Η τροφοδοσία του εμβολιαστικού φόβου

Η έλλειψη εμπιστοσύνης, μιας μερίδας ανθρώπων, απέναντι στα εμβόλια δεν είναι πρωτοφανής. Είναι τόσο παλιά, όσο και τα ίδια τα εμβόλια. Το πρώτο εμβόλιο στην ιστορία της Ιατρικής, αυτό της ευλογιάς, ήταν και το πρώτο που αντιμετωπίσθηκε με καχυποψία. Δεν είχε, γιατί δεν μπορούσε να έχει, κλινικές μελέτες που να πιστοποιούν την ασφάλειά και την αποτελεσματικότητα του, αλλά μόνο πρακτική εφαρμογή σε έναν αριθμό ανθρώπων. Δεν ήταν όμως αυτό το πρόβλημα. Η άγνοια του αιτίου της ευλογιάς, σε συνδυασμό με την αδυναμία των επιστημόνων της εποχής εκείνης να επικοινωνήσουν, τόσο μεταξύ τους, όσο και με το πλήθος των ανθρώπων, οδήγησε στην διατύπωση, μιας σειράς από θεωρίες που, τηρουμένων των αναλογιών, εξακολουθούν να διατυπώνονται ακόμη και σήμερα.

Και τότε, όπως και τώρα, κάποιοι άνθρωποι θεωρούσαν πως εξυφαινόταν μία συνωμοσία μπροστά στα μάτια τους, καθώς ο εμβολιασμός έναντι της ευλογιάς, υποστηρίχθηκε από κράτη, ηγεμόνες και κυβερνήσεις. Και τότε, όπως και τώρα, υπήρχε η αμφιβολία εάν πράγματι με τον εμβολιασμό επιδιωκόταν η πρόληψη της ασθένειας ή η μετατροπή των ανθρώπων σε «κάτι άλλο». Σε αγελάδες εν προκειμένω, μιας και το εμβόλιο της ευλογιάς προερχόταν από αυτές. Σήμερα, με τα εμβόλια mRNA, το αντιεμβολιαστικό κίνημα, στοχεύει στο φόβο για πιθανή τροποποίηση του γενετικού μας υλικού, παρόλο που θα έπρεπε να είναι γνωστό σε όλους πως το mRNA δεν ενσωματώνεται στο DNA μας. Αυτό μπορεί να μας το διαβεβαιώσει ακόμη και ένας μαθητής βιοϊατρικής κατεύθυνσης της Γ Λυκείου. Όχι όμως και το σύνολο των αποφοίτων των Λυκείων μας. Και αυτό είναι πρόβλημα.

Παρά και ενάντια σε όλες τις αμφιβολίες, δια του εμβολιασμού, η ευλογιά εξαφανίσθηκε τελικά από προσώπου Γης. Άλλες ασθένειες, κυρίως ιικής αιτιολογίας, αντιμετωπίσθηκαν με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με εμβόλια. Όπως η πολιομυελίτιδα, η ιλαρά και η ηπατίτιδα. Αλλά και κάποιες ασθένειες βακτηριακής αιτιολογίας, όπως η διφθερίτιδα και ο τέτανος. Παράλληλα, ανακαλύφθηκαν και τα αντιβιοτικά και έτσι αντιμετωπίσαμε και εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τις περισσότερες βακτηριακές λοιμώξεις.

Η βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η καλύτερη διατροφή, τα εμβόλια και τα αντιβιοτικά, με αυτή τη σειρά που αναφέρονται, συνέβαλλαν στην εκτίναξη του προσδόκιμου επιβίωσης των ανθρώπων. Από τα 31 χρόνια το 1900, φτάσαμε στα 72 χρόνια το 2017, αλλά αυτό τείνουμε να το θεωρούμε «φυσικό» και «δεδομένο».

Σήμερα, λίγα βακτήρια τα αντιμετωπίζουμε με εμβόλια, ενώ τα περισσότερα τα αντιμετωπίζουμε θεραπευτικά, με αντιβιοτικά. Τους ιούς όμως τους αντιμετωπίζουμε κυρίως προληπτικά, με εμβόλια. Και ο λόγος είναι καθαρά βιολογικός. Οι ιοί χρησιμοποιούν μηχανισμούς και εργαλεία των κυττάρων μας για να αναπαραχθούν. Είναι δύσκολο να βρεις λοιπόν θεραπεία έναντι των ιών, η οποία να μην προκαλεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των δικών μας κυττάρων. Σε αντίθεση με τα βακτήρια, των οποίων η φυσιολογία έχει αρκετές διαφορές με τη φυσιολογία των δικών μας κυττάρων και έτσι μπορούμε, μέσω των αντιβιοτικών, να στοχεύσουμε στις διαφορές αυτές, χωρίς παράλληλα να επιδρούμε στα δικά μας κύτταρα.

Επομένως, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε σήμερα, την διατύπωση σφοδρών αντιεμβολιαστικών θέσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν συζητάμε την περίπτωση της αντιμετώπισης του ιού SARS-CoV-2;

Γιατί επαναλαμβάνονται τα ίδια επιχειρήματα διαχρονικά, παρόλο που ζούμε σε μία κοινωνία με γραπτή, αλλά και ψηφιακή μνήμη;

Πώς εξηγείται η αντίφαση να υπάρχουν τόσοι πτυχιούχοι επιστήμονες, όσοι δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν, και ταυτόχρονα να απολαμβάνουν οι θεωρίες αυτές τέτοια προβολή και αποδοχή ακόμη και σε «συστημικά» ΜΜΕ;

Πώς είναι δυνατόν, η Δύση να πρωτοτυπεί, για μια ακόμη φορά, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, καινοτομώντας με τα νέα εμβόλια, επιβεβαιώνοντας πως δεν έχει χάσει ακόμη την ικμάδα της και ταυτόχρονα, ένα τμήμα του πληθυσμού της, να αντιπαρατίθεται με τέτοια σφοδρότητα στην ίδια την Δυτική Επιστήμη κακοποιώντας την;

Ένας βασικός λόγος που συμβαίνουν όλα αυτά, είναι η «αόρατη» φύση του «εχθρού». Έχουμε φτιάξει ηλεκτρονικά μικροσκόπια και γνωρίζουμε τη φύση του «εχθρού», σε αντίθεση με τους ανθρώπους του 18ου αιώνα που βίωναν την ασθένεια της ευλογιάς χωρίς να γνωρίζουν το αίτιο. Πρακτικά όμως, για τη συντριπτική πλειοψηφία, οι εικόνες ηλεκτρονικής μικροσκοπίας του ιού δεν λένε απολύτως τίποτα. Μπορεί, από την εμφάνιση της ευλογιάς μέχρι την απομόνωση του ιού, να πέρασαν εκατονταετηρίδες, στην περίπτωση όμως της δικής μας πανδημίας, από την εμφάνισή της μέχρι την απομόνωση του ιού, πέρασαν λίγοι μήνες και μόλις λίγες μέρες για να διαβαστεί η πλήρης αλληλουχία του ιικού RNA. Μπορεί το mRNA εμβόλιο, βάσει αυτής της αλληλουχίας της κατατεθειμένης σε δημόσια προσβάσιμες βάσεις δεδομένων, να σχεδιάστηκε μέσα σε δύο μέρες, ο ιός όμως εξακολουθεί να είναι αόρατος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Όπως αόρατες είναι και οι εξελίξεις στον τομέα της βιοϊατρικής έρευνας, για την πλειοψηφία των ανθρώπων.

Η επιτάχυνση της διαδικασίας ανακάλυψης και παραγωγής εμβολίου, δεν κρύβει κάποια μυστηριώδη συνωμοσία, όπως, εξαιτίας της άγνοιας των εξελίξεων στην βιοϊατρική έρευνα, μπορεί να υποθέσει κανείς. Οι τεχνολογίες αλληλούχισης γονιδιωμάτων, έχουν ιστορία τριάντα χρόνων. Σήμερα μπορούμε να διαβάσουμε μεγάλα γονιδιώματα σε λίγες ώρες. Και με αυτόν τον τρόπο, να σχεδιάσουμε και να παράγουμε πολλά αντίγραφα τμημάτων αυτών των γονιδιωμάτων, σε λίγες μόνο μέρες. Μπορούμε κατόπιν να τυλίξουμε τα αντίγραφα αυτά σε λιπιδιακές κάψουλες, ώστε ευκόλως να τα εισάγουμε τελικά μέσα στα κύτταρά μας. Αυτές οι τεχνολογίες έχουν πίσω τους μια μακρά και κοπιαστική επιστημονική πορεία, άγνωστη για τους πολλούς.

Τι κερδίσαμε με αυτή την προσέγγιση, σε σχέση με την παλαιότερη «κλασική» προσέγγιση παρασκευής εμβολίων; Χρόνο. Πολύτιμο χρόνο. Εάν ακολουθούσαμε την παλιά καλή συνταγή, θα χρειαζόταν να φτιάξουμε υποδομές μεγάλου μεγέθους και υψηλής ασφαλείας για να πολλαπλασιάζουμε τον ίδιο τον ιό σε τεράστιες ποσότητες. Μετά, θα έπρεπε να τον συγκεντρώνουμε και να τον απενεργοποιούμε, να τον δοκιμάζουμε, αν πράγματι μετά την απενεργοποίησή του μπορεί να μολύνει, χωρίς να προκαλεί ασθένεια και ταυτόχρονα να ελέγχουμε, εάν μπορεί να ενεργοποιήσει το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Και μετά απ όλα αυτά, να ξεκινήσουμε τις δοκιμές στους ανθρώπους. Τα πρώτα λοιπόν στάδια στην παραγωγή των νέων εμβολίων δεν έχουν καμία σχέση με τα πρώτα στάδια της παραγωγής των «συμβατικών». Στην περίπτωση των νέων εμβολίων διαρκούν λίγες μέρες, στην περίπτωση των «συμβατικών», μήνες ή και χρόνια. Να πως τα νέα εμβόλια προχώρησαν τόσο γρήγορα σε κλινικές δοκιμές σε σχέση με τα «συμβατικά».

Παρόλο όμως που αυτά μπορούν, σε κάποιο βαθμό, να εξηγηθούν και να γίνουν κατανοητά, η αντίθεση εξακολουθεί να υφίσταται και για έναν άλλο αντικειμενικό επίσης λόγο.

Η θεαματική βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης και το πολύ ασφαλές, υγειονομικά, περιβάλλον των αναπτυγμένων χωρών, δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ο θάνατος από μία μολυσματική ασθένεια είναι κάτι εντελώς «έξω από εμάς». Και όταν συμβαίνει, δεν τον βλέπουμε. Είναι θάνατος ορατός στο Νοσοκομείο. Έτσι και στην περίπτωση της σημερινής πανδημίας, οι θάνατοι είναι ορατοί στο Νοσοκομείο και όχι στο δρόμο, τουλάχιστον στη Δύση. Και αν ακόμη μας τον κάνουν ορατό τα ΜΜΕ, πάλι δεν γίνεται πιστευτός. Γι αυτούς που συνειδητοποιούν τη σημασία αυτών των θανάτων και εκτιμούν την απειλή, είναι μια ανήθικη «προβολή του προσωπικού πόνου», για τους αρνητές της απειλής, «ειδεχθής τρομολαγνεία». Η στάση μας λοιπόν γενικά απέναντι στο θάνατο, έχει τεράστια σημασία στην αποδοχή του κινδύνου και στην ανάληψη δράσης. Δεν τον «βλέπουμε», ούτε θέλουμε να τον δούμε.

Ζούμε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη γενιά πριν και φτιασιδώνουμε τα γεράματά μας για να μοιάζουν με τα νιάτα μας. Μεγαλώνουμε γενιές χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον για το αύριο, βέβαιες πως μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, το Περιβάλλον τους, Φυσικό, Οικογενειακό, Ιατρικό, παρέχει αφειδώς τα πάντα, έτσι, χωρίς κόπο και χωρίς απαίτηση ανταπόδοσης. Σε αυτά τα πλαίσια, το Κενό πρέπει να «γεμίσει». Και ο καλύτερος και πιο πρόσφορος τρόπος να γεμίσεις το Κενό είναι να αναζητάς την «εκτροπή», το «διαφορετικό», το «εναλλακτικό», το «περιθωριακό», το «εξωτικό». Ό,τι έκαναν πάντα οι άνθρωποι σε περιόδους ανίας. Μόνο που αυτό παλιά, ήταν «προνόμιο» λίγων. Τώρα οι μέτοχοι είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Και τα μέσα αναζήτησης της «εκτροπής», του «εξωτικού» και του «εναλλακτικού», με άπειρες δυνατότητες.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν λίγο–πολύ για όλους τους ανθρώπους των Δυτικών κοινωνιών. Υπάρχουν όμως και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που απαντώνται σε ομάδες, μεγάλες ή μικρές αδιάφορο, στο εσωτερικό αυτών των κοινωνιών. Σε ομάδες ιδιαίτερα επιρρεπείς, από τη φύση τους, σε θεωρίες συνωμοσίας. Ακροδεξιές, ακροαριστερές, οικολογολάγνες και παραθρησκευτικές ομάδες, από την ίδια τη φύση τους (για διαφορετικούς λόγους βέβαια) τείνουν ευήκοον ους σε κάθε θεωρία συνωμοσίας.

Οι ακροδεξιές ομάδες επιρρεπείς από γεννησιμιού τους στην κατασκευή εχθρών, με σκοπό τη συσπείρωση των οπαδών τους, τρέφονται από την αναμπουμπούλα και από την αγραμματοσύνη. Η κυριαρχία τους, όπου αυτό συνέβη, βασίστηκε στην κακοποίηση της ίδιας της επιστήμης, μεταξύ των άλλων.

Οι ακροαριστερές ομάδες, οι οποίες βλέπουν παντού επίσης εχθρούς που προσπαθούν να αποτρέψουν την «ανατροπή του Καπιταλισμού» και να «τρομοκρατήσουν τον Λαό». Γι αυτές, ο Καπιταλισμός δεν μπορεί να γεννήσει ποτέ ένα «τίμιο» φάρμακο. Όπου κυριάρχησαν, η κυριαρχία τους βασίσθηκε επίσης στην κακοποίηση της επιστήμης.

Οικολογολάγνες ομάδες που θεωρούν τη Φύση Ιερή, εκ των ων ουκ άνευ Αγαθή και Ζωοδότρα, Μητέρα Φύση την αποκαλούν, αδυνατώντας να αποδεχτούν πως η Φύση, ενίοτε, σύμφωνα με τη φράση του Τέννυσον, είναι κόκκινη στα δόντια και στα νύχια και οι οποίες ομάδες συνεπώς δεν μπορούν να δεχτούν πως η Φύση μπορεί να γεννήσει κάτι θανατηφόρο, όπως έναν ιό για παράδειγμα. Στην καλύτερη περίπτωση μιλούν για εκδίκηση της Φύσης, προσωποποιώντας τη Φύση, συχνά όχι μεταφορικώς, αλλά κυριολεκτικώς. Γι αυτούς, ο Άνθρωπος δεν μπορεί να θεραπεύσει, είναι αποκλειστικά καταστροφέας της Φύσης και του εαυτού του.

Και τέλος οι παραθρησκευτικές ομάδες, οι οποίες από τη φύση τους, σε ένα εκκοσμικευμένο περιβάλλον, θεωρούν το ενθάδε, πολύ συχνά, όχι ως μία Προσωπική προετοιμασία για το επέκεινα, αλλά ως ένα πεδίο μάχης των δυνάμεων του Σκότους με τις δυνάμεις του Φωτός σε πολιτικό, κοινωνικό και επιστημονικό επίπεδο.

Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε, την έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς, κυβερνήσεις και εταιρείες, δικαίως ή αδίκως αδιάφορο, το μίγμα γίνεται πράγματι εκρηκτικό και ο καθένας πρέπει να αναλάβει το ποσοστό της ευθύνης που του αναλογεί.

Συνειδητοποιώντας το έλλειμμα βασικής Βιολογικής γνώσης, στην πλειοψηφία των πολιτών, δύο μόνο δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας. Η Σιωπή ή η Εκλαΐκευση. Εκλαΐκευση όμως και όχι εκχυδαϊσμός της Επιστήμης σημαίνει πως, αυτά που λέμε, έχουμε γνώση πως, σε κάποιο βαθμό, είναι αρκετά απλουστευμένα. Όποιος όμως θέλει να πάει παρακάτω, πρέπει να γνωρίζει πως η Επιστήμη έχει Μέθοδο προσέγγισης του εκάστοτε προβλήματος και Δεδομένα που εκτιμώνται συνεχώς. Και πως ο τρόπος πρόσκτησης των δεδομένων και οι μέθοδοι ανάλυσής τους, υπακούουν σε κανόνες.

Και επειδή η Επιστήμη δεν έχει ούτε γκουρού, ούτε ιερά τέρατα, οι κανόνες αυτοί διδάσκονται και γίνονται κτήμα αυτού που κοπιάζει να τους διδαχτεί, όπως σε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα δηλαδή, και όχι πληκτρολογώντας απλώς λέξεις κλειδιά και τίτλους δημοσιευμάτων στο διαδίκτυο.

Αν πράγματι κάποιος θέλει τελικά να γευθεί τη γλυκύτητα της γνώσης και όχι την οξύτητα του εκχυδαϊσμού της.

*Ο Ιωάννης Σαΐνης είναι Διδάκτωρ Μοριακής Βιολογίας, ΕΔΙΠ Σχολής Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων