Η Κρίση, η επινοητικότητα και το παράλογο

Η Κρίση, η επινοητικότητα και το παράλογο

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Τα πρώτα χρόνια της Κρίσης στην Ελλάδα, και καθώς όλοι ξέραμε πια με σιγουριά ότι η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού —με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν— ήταν παραπάνω από σίγουρη, ένας φίλος μού είπε ένα απόγευμα, για να με παρηγορήσει, πως οι Κρίσεις, πέρα από καταστροφικές, είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν και δημιουργικά: η δυσπραγία μπορεί να σε αναγκάσει να σκεφτείς —ή μάλλον: να σκαρφιστείς— λύσεις που διαφορετικά δεν θα περνούσαν ποτέ από το μυαλό σου.

Σωστά. Ισχύει αυτό. Και δεν είναι κάτι καινούργιο. Ίσα-ίσα. Οι άνθρωποι ανέκαθεν είναι επινοητικοί όταν πρόκειται για την επιβίωσή τους. Κάποιος μηχανισμός αυτοσυντήρησης, που κανονικά («υπό κανονικές συνθήκες») βρίσκεται σε στάδιο ύπνωσης, ξάφνου αφυπνίζεται και τίθεται σε λειτουργία, και δη στα κόκκινα: το μυαλό «παίρνει στροφές» όταν το σώμα βρίσκεται σε περιβάλλον που δεν ευνοεί τα σχέδια της κανονικής ζωής — οι ευφυείς κόμποι στα καραβόσκοινα δεν επινοήθηκαν σε καιρούς νηνεμίας ή μέσα στα λιμάνια, αλλά για να αντιμετωπιστούν δυνατά ρεύματα, αφρισμένα κύματα και άνεμοι που μπορούν να σε πετάξουν στα κοφτερά βράχια σαν να 'σαι πούπουλο — και να σε διαλύσουν.

Οι αποφάσεις των ανθρώπων που τελούν υπό καθεστώς κρίσης —και εννοούμε αποφάσεις που δεν παίρνονται κατά πλειοψηφία αλλά ατομικά— το φανερώνουν αυτό σποραδικά, αλλά παράλληλα και τόσο μαζικά, που η κουκκίδα τού κάθε ατόμου ενώνεται με τη διπλανή της, κι αυτή με την παραδιπλανή της, κι αυτή με την άλλη, έτσι ώστε σχηματίζουν, όλες μαζί, ένα μεγάλο ξεκάθαρο σχέδιο στον χάρτη. Με δυο λόγια: δεν υπάρχει πιο επινοητικό σχέδιο για κάποιον από τη μετανάστευση. Είναι το πιο παλιό, το πιο αρχέγονο. Μάλιστα, το συναντάμε και στα ζώα — ουσιαστικά, από εκείνα ξεκινάει: οι ετήσιες μεταναστεύσεις τους γίνονται ακριβώς επειδή, λόγω ανομβρίας και άρα ξηρασίας, δεν υπάρχει επαρκής, ή και καθόλου, τροφή για τα κοπάδια. Ούτε νερό στις φυσικές μικρές λίμνες. Η μαζική μετανάστευση λοιπόν είναι επιβεβλημένη. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Κάπως έτσι και με τα κοπάδια των ανθρώπων όταν βλέπουν, ή νιώθουν, ότι οι πόροι στον τόπο τους δεν επαρκούν. Όταν δική τους «βοσκή» δεν φτάνει, όταν τα πηγάδια τους έχουν στερέψει. Ή όταν η πολιτική κατάσταση είναι τέτοια που, απλούστατα, δεν τους αφήνει περιθώρια επιλογής. Οι μαζικές μετακινήσεις των πληθυσμών δεν γίνονται ποτέ για γούστο, ή για να αλλάξει κανείς τον αέρα του και να δει ξένους τόπους. Γίνεται πάντα και μόνο για να σωθείς. Για να ζήσεις. Για να εργαστείς και να φας.

Η αγορά, πάλι, είναι η πρώτη που το φανερώνει αυτό σε μεγάλη κλίμακα. Και πάλι πρόκειται για «ενωμένες κουκκίδες» ανθρώπων, για ατομικές επιλογές, αλλά ατομικές επιλογές που γίνονται σχεδόν προμελετημένα και βάσει σχεδίου από πολλούς μαζί: για παράδειγμα, ανοίγουν μαγαζιά που, με ένα ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, μπορούν να συντηρήσουν μία οικογένεια — ή, οι καταναλωτές στρέφονται μαζικά προς προϊόντα στα οποία μέχρι χθες δεν έδιναν καμία σημασία — ή, οι επιλογές τους ως προς τη διασκέδαση, τα ταξίδια, ή και τον γάμο, αλλάζουν κλίμακα, προσαρμόζονται στις συνθήκες, αποκτούν μικρότερες διαστάσεις. Είναι φυσιολογικό.

Όπως φυσιολογικό είναι ο καθένας να ψάχνει τρόπους να διατηρήσει το κεφάλαιό του —γλίσχρο καθώς είναι—, επιλέγοντας επί παραδείγματι, στη χειρότερη περίπτωση, να μην πληρώσει τον ένα ή τον άλλο φόρο, ή να καθυστερήσει την πληρωμή τους, ασκούμενος έτσι, ερασιτεχνικά, στην παρανομία. Κι αυτό «αγορά» είναι. Η κρίση σε κάνει επινοητικό. Το μυαλό «παίρνει στροφές» που δεν θα τις έπαιρνε διαφορετικά. Ακόμη και αν μιλάμε για τέτοιου τύπου έκνομες καταστάσεις. Είναι θέμα επιβίωσης.

Μετανάστευση για τους πιο τολμηρούς, επείγουσα και άμεση αλλαγή καταναλωτικών και ψυχαγωγικών συνηθειών για όλους, φοροδιαφυγή ή καταφυγή από πολλούς στην παραοικονομία, οικονομία με κάθε τρόπο για όσους χτυπήθηκαν περισσότερο από την ύφεση, διπλό και τριπλό μέτρημα των εσόδων και εξόδων του νοικοκυριού (καθώς, όσο λιγότερες οι πρόσοδοι, τόσο πιο μεγάλη η ανάγκη λογιστικής σε όλα τα σπίτια): τα άτομα κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τα φέρουν βόλτα. Σε περίπτωση πολέμου, αν θέλετε, καβουρντίζουν χαρούπια, ρεβίθια και ό,τι άλλο υπάρχει πρόσφορο για υποκατάστατο του πρωινού ροφήματος. Ποιος θα το σκεφτόταν αυτό αν μπορούσε να αγοράσει πραγματικό καφέ; Πόλεμος πατήρ πασών των επινοήσεων…

Ξέρω πολλούς που τα κάνουν αυτά. Είτε το ένα, είτε το άλλο, είτε και όλα μαζί. Κι εδώ που τα λέμε, είμαι και εγώ ένας από αυτούς που εντέλει έφυγαν από τη χώρα. Αν και —προσοχή— εμείς δεν έχουμε πόλεμο: οι σκληρές μεταναστεύσεις, δηλαδή η προσφυγιά, ανήκουν μόνο σε εκείνους τους αθλίους που αναγκάζονται να θαλασσοδαρθούν και να αντιμετωπίσουν αφόρητες κακουχίες ή και τον ίδιο τον θάνατο (συν τον ρατσισμό των εκάστοτε ντόπιων), ακριβώς για να επιβιώσουν — δεν αφορούν έναν πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λευκό σε λευκή ήπειρο, τύποις χριστιανό σε χριστιανική ήπειρο, και σε παραγωγική ακόμη ηλικία.

Ας το πω αλλιώς: δεν θα έπρεπε να τον αφορούν.

Και ας το πω ακόμη πιο ξεκάθαρα. Αντιλαμβάνομαι τη λογική πίσω από την οικιακή οικονομία όταν το Δημόσιο της χώρας σου χρεοκόπησε και αντλεί μέσω της φορολογίας πόρους από τους πολίτες για να διατηρηθεί εν ζωή. Αντιλαμβάνομαι, και μπορώ να δικαιολογήσω κάπως, ακόμη και την καταφυγή στη φοροδιαφυγή. Αλλά μέχρις εκεί. ΟΛΑ τα άλλα, και δη η μετανάστευση, είναι μία τραγική, ασυγχώρητη και ΑΦΥΣΙΚΗ κατάσταση για μια χώρα όπως η Ελλάδα — μία χώρα που μαζί με μια χούφτα άλλες ΕΦΤΙΑΞΑΝ την Ενωμένη Ευρώπη. Δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Είναι αδιαπραγμάτευτα ΛΑΘΟΣ. Δεν είναι δυνατόν ένα κράτος που μπορεί να στηρίξει το μέλλον του απλώς κόβοντας ό,τι άχρηστο κουβαλάει επάνω του —όλες αυτές τις Γενικές Γραμματείες επί Γενικών Γραμματειών, όλους αυτούς τους «φορείς» επί «φορέων»— και εκλογικεύοντας το Ασφαλιστικό του κόβοντας τις μεγάλες συντάξεις των κάτω των 60 ετών συνταξιούχων, να ΜΗΝ το κάνει. Δεν είναι δυνατόν, απλώς. Δεν είναι.

Και αυτά τα δύο είναι που πρέπει να αλλάξουν με τον πιο άμεσο και δραματικό τρόπο. Αλλιώς δεν θα μιλάμε για μία χώρα που θα προσπαθεί να προσελκύσει επενδύσεις. Αλλά για μία χώρα που θα ζητά ανθρωπιστική βοήθεια για τους γέρους της. Και υποκατάστατο για καφέ.