Ένα μη πολιτικό συμπέρασμα, στο οποίο με ιδιαίτερη ευκολία μπορούμε να καταλήξουμε σχετικά με το γεγονότα των τελευταίων ημερών είναι, ότι υπάρχουν τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, που αρνούνται να ζουν στο σήμερα και να σχεδιάζουν το αύριο. Ανακαλύπτουν διαρκώς κρίσεις και δυσκολίες, αρνούνται να προσαρμοστούν και να προχωρήσουν, παραμένοντας προσκολλημένοι στο παρελθόν.
Αρνούνται να αναλύσουν τις καταστάσεις και τα γεγονότα, με κριτήρια και εργαλεία της σημερινής εποχής. Αρκούνται σε κάποια στερεότυπα δίπολα του τύπου «κακός αστυνομικός – καλός διαδηλωτής», «άδικο κράτος – δίκαιος αγωνιστής», «κακός εργοδότης – καλός εργαζόμενος», «άδικος νόμος – δίκαιη αντίδραση». Και δυστυχώς αυτή η αυθόρμητη αντίσταση στην πραγματικότητα, ξεφεύγει από τα όρια της πολιτικής αντίληψης και πλέον διεισδύει και στην καθημερινότητα.
Σύμφωνα με έρευνα του Cedefop, του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, που αποτελεί οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την ανάπτυξη και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης, σχεδόν ο ένας στους δυο Έλληνες θεωρεί ότι του λείπουν τεχνικές δεξιότητες στα δουλειά του.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και πριν από την πανδημική κρίση, πάνω από το 45% του ενήλικου πληθυσμού στην ΕΕ διέθετε χαμηλού επιπέδου ή παρωχημένες επαγγελματικές δεξιότητες. Ωστόσο, η συμμετοχή στα προγράμματα δια κατάρτισης και δια βίου μάθησης στην Ε.Ε. παραμένει χαμηλό.
Και παρ’ όλο που στο ελληνικό δείγμα η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων αναγνωρίζουν ότι η εργασία τους απαιτεί να επικαιροποιούν διαρκώς τις επαγγελματικές τους δεξιότητες και να μαθαίνουν καινούργια πράγματα, iο Έλληνες δηλώνουν ότι δεν βρίσκουν ικανοποιητικό χρόνο για να συμμετάσχουν στα προγράμματα, ή θεωρούν ότι είναι μεγάλοι σε ηλικία, για να μπορούν να ανταποκριθούν σε εκπαιδευτικές διαδικασίες. Και έτσι απαιτούν κίνητρα είτε οικονομικής φύσεως με επιδόματα, είτε εργασιακής υφής με λιγότερη απασχόληση.
Tο να αναζητά κάποιος κίνητρα για να γίνει καλύτερος, ικανότερος και δημιουργικότερος, καταδεικνύει την απουσία επαφής του με την πραγματικότητα.
Η εποχή που ο γνωστός Δείκτης Νοημοσύνης IQ (Intelligence Quotient) ήταν ένα από τα βασικά κριτήρια επιλογής εργαζομένων και αξιολόγησης του εργασιακού δυναμικού μιας επιχείρησης, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η λογική και η επαγωγική σκέψη που αποτελούσαν τα βασικά κριτήρια που συνέθεταν τη ουσία των εξετάσεων της μέτρησης του IQ σύμφωνα με την κλίμακα ευφυίας Binet-Simon, έδωσαν από το 1995 και μετά, τη θέση τους στα συστατικά του Δείκτη Συναισθηματικής Νοημοσύνης EQ (Emotional Quotient).
Και αυτό διότι η ικανότητα των ατόμων να αναγνωρίζουν τα δικά τους συναισθήματα, τα συναισθήματα των άλλων, να κάνουν διάκριση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων και να χρησιμοποιούν τη συναισθηματική πληροφορία ως οδηγό σκέψης και συμπεριφοράς, άρχισε να αποκτά μεγάλη βαρύτητα στην καθημερινότητα των εργασιακών χώρων και στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
To υψηλό IQ, επιτρέπει στο άτομο να σκέπτεται γρήγορα, με ορθολογικό τρόπο και πολλές φορές να διαβάζει σε βάθος, καταστάσεις μη συμβατικά ορατές. Το υψηλό EQ, επιτρέπει στο άτομο να έχει μεγαλύτερη ψυχική ηρεμία, καλύτερη απόδοση στην εργασία, σαφέστατες αρχηγικές ικανότητες και να διαχειρίζεται με πιο επιτυχημένο τρόπο τις κρίσεις και τις δυσκολίες.
Σήμερα πλέον ο Δείκτης Ικανότητας Εκμάθησης LQ (Learnability Quotient), που αποτυπώνει τη βούληση, την επιθυμία και την ικανότητα του ατόμου να μαθαίνει καινούργια πράγματα, να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, είναι το Α και το Ω στους εργασιακούς χώρους.
Όχι στην Ελλάδα βέβαια, η οποία παλεύει ακόμα να ξεπεράσει την προεφηβική της ανωριμότητα στο δρόμο για την αναγνώριση και επιδίωξη της αριστείας και της αξιολόγησης.
Η τεχνολογία αλλάζει με πρωτοφανείς ρυθμούς. Το ίδιο και τα εργασιακά περιβάλλοντα, αφού τόσο η καθημερινή ρουτίνα των διαδικασιών όσο και η λήψη αποφάσεων, βασίζονται όλο και περισσότερο την ψηφιακή τεχνολογία. Το LG αποτυπώνει την ποιότητα και την ικανότητα στην προσαρμογή, στην επαφή και στην βελτιστοποίηση της χρήσης νέων δεδομένων, νέων εργαλείων και νέων μεθόδων.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, η ικανότητα αλλά και η διάθεση εκμάθησης, αδρανοποιούνται μέσα από τα στερεότυπα της αντίδρασης απέναντι σε κάθε τι το καινούργιο, το διαφορετικό, το πρωτοποριακό. Πως να ετοιμαστείς για το μέλλον, όταν αδυνατείς να αναγνωρίσεις το παρόν και δεν έχεις αφομοιώσει το παρελθόν;
Ο ιδεοληπτικός παλιμπαιδισμός, μαζί με τη καθήλωση στην εφηβική επαναστατικότητα, δεν αποτελούν μόνο ένα καταστροφικό μείγμα για τη πολιτική ζωή του τόπου. Αποτελούν τις αλυσίδες που εμποδίζουν τους πολίτες να ζήσουν το πραγματικό σήμερα και να σχεδιάσουν επιτυχημένα το αύριο. Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από άεργους ημιπιτσιρικάδες. Έχει ανάγκη από νέα ταλέντα, που να μπορούν να σερφάρουν πάνω στο ψηφιακό κύμα.