Η γλώσσα της πανδημίας

Η γλώσσα της πανδημίας

Στην αρχή ήταν μια άγνωστη ασθένεια, επικίνδυνη αλλά και μακρινή, καθώς εκδηλώθηκε στην άλλη άκρη του κόσμου. Ένας προσδιορισμός με βάση τη γεωγραφία αρκούσε για να συνεννοηθούμε. Πήρε το «επίσημό» της όνομα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις 8 Φεβρουαρίου, κι έκτοτε η COVID-19 έγινε ένας όρος οικείος. 

Ο Πρόεδρος της Κίνας ήταν ο πρώτος που προσκάλεσε τον κινεζικό λαό να «πολεμήσει» τον νέο ιό. Λίγο αργότερα, ο Πρόεδρος της Γαλλίας, προετοιμάζοντας το «κλείσιμο» της χώρας του τον Μάρτιο, είπε στους συμπολίτες του πως «βρισκόμαστε σε πόλεμο». Ο Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να αυτοχαρακτηριστεί «πρόεδρος του πολέμου», μαχόμενος εναντίον ενός αόρατου εχθρού. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών χρησιμοποίησε κι εκείνος παρόμοια ρητορική στη Σύνοδο Κορυφής των G-20, λέγοντας πως «βρισκόμαστε σε πόλεμο με έναν ιό» και πως «αυτός ο πόλεμος απαιτεί πολεμικό σχεδιασμό για να τον αντιμετωπίσουμε». Όσο για τον Πρωθυπουργό της Ινδίας, χαρακτήρισε τιμητικά κάθε πολίτη της χώρας που συμμορφώθηκε με την έκκληση για εθνικό εγκλεισμό «στρατιώτη σ’ αυτήν τη μάχη».  

Δεν είναι ήταν η ευθεία χρήση της πολεμικής ορολογίας που χαρακτήρισε την πανδημία. Τον Μάρτιο, ο Ιταλός Πρωθυπουργός παρέπεμψε ευθέως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν παράφρασε τα λόγια του Ουίνστον Τσώρτσιλ, μιλώντας για την «πιο σκοτεινή ώρα» της Ιταλίας. Στην Αγγλία, η Βασίλισσα Ελισάβετ, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες ομιλίες της, αποχαιρέτησε τους συμπατριώτες της με τον στίχο «θα συναντηθούμε ξανά», βγαλμένο από ένα τραγούδι της εποχής του πολέμου. Στις ΗΠΑ, ο Υπουργός Υγείας αναφέρθηκε στον ιό με φορτισμένους όρους της νεότερης αμερικανικής ιστορίας, παραλληλίζοντάς τον με ένα σύγχρονο Περλ Χάρμπορ ή μια νέα 9η Σεπτεμβρίου. 

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στην Ελλάδα. Ο Πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί αλλά και κάποιοι από τους επιστήμονες μίλησαν για πόλεμο, μάχες και εχθρό. Οι πολιτικοί έδωσαν τον τόνο και οι πολεμικοί χαρακτηρισμοί αναπαράχθηκαν και εμπλουτίστηκαν -κάποτε ενθουσιωδώς- από τα ΜΜΕ, φτάνοντας και στα δικά μας στόματα. 

Είναι ενδιαφέρον το ότι ενώ, με εξαίρεση τη Βασίλισσα της Αγγλίας, κανένας από τους ηγέτες διεθνώς δεν είχε άμεση εμπειρία ενός πολέμου, όλοι κατέφυγαν στην ίδια ρητορική και στις παραλλαγές της. Η ορολογία του πολέμου αναδείχθηκε ως ο προσφορότερος τρόπος να μιλήσουν για την έλευση της COVID19, τις προκλήσεις που έφερε στις ζωές μας και την εξέλιξή του. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που μια μεταφορά χρησιμοποιείται για να κάνει μια δύσκολη ή κάπως ασαφή έννοια ευκολότερα κατανοητή. Αυτός είναι ο ρόλος των μεταφορών, να διευκολύνουν την κατανόηση μιας σύνθετης και ανοίκειας έννοιας, χρησιμοποιώντας οικεία στοιχεία. Όμως, όπως επισημαίνουν οι γλωσσολόγοι, η χρήση μιας μεταφοράς δεν διευκολύνει μόνον την κατανόηση του προκείμενου ζητήματος, αλλά επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβανόμαστε και, κατά συνέπεια, το αντιμετωπίζουμε. Γι΄αυτό σήμερα πληθαίνουν οι φωνές των ειδικών που διαμαρτύρονται για την άκριτη χρήση της πολεμικής ρητορικής για να περιγραφεί το μένος της πανδημίας. 

Η χρήση μεταφορών που σχετίζονται με τον πόλεμο για κινδύνους που αντικειμενικά δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του πολέμου μάς είναι γνώριμη. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον «πόλεμο» κατά της φτώχειας, κατά των ναρκωτικών ή κατά του καρκίνου, όπως και τη «μάχη» κατά της διαφθοράς ή της παραβατικότητας. Χρησιμοποιημένες τόσο από πολιτικούς όσο και από επιστήμονες, οι πολεμικές μεταφορές μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τη δριμύτητα ενός φαινομένου και την ανάγκη να αντιμετωπιστεί συντεταγμένα. Δεν το κάνουν δίχως απώλειες. 

Ας δούμε πώς λειτουργούν στην περίπτωση του κορονοϊού. Εάν υπάρχει «πόλεμος», υπάρχουν αυτομάτως «εχθροί», «μάχες» που πρέπει να κερδηθούν, «στρατηγοί» και «στρατιώτες». Υπάρχουν «στρατηγικές», «προδότες» και «λιποτάκτες». Τέλος, υπάρχει η πολυπόθητη «νίκη».  Κι εδώ, στις λεπτές αποχρώσεις, αρχίζουν τα δύσκολα. Εάν ο πόλεμος είναι η πανδημία, ποιος είναι ο εχθρός; Είναι εχθρός μόνον τα επιθετικά κύματα της νόσου ή, μήπως, και όσοι δεν στοιχίζονται με τα μέτρα;  Ποιοι είναι οι στρατηγοί; Οι πολιτικές ηγεσίες ή οι ειδικοί επιστήμονες και το ιατρικό προσωπικό της πρώτης γραμμής; Ποιες στρατηγικές είναι αποδεκτές, με δεδομένο πως «στον πόλεμο όλα επιτρέπονται»; Και ποια είναι η νίκη για την οποία αξίζουν όλες οι θυσίες; Η επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας του εμβολίου, η επιπέδωση της καμπύλης, η διάσωση της οικονομίας ή η ζωή όπως την ξέραμε; 

Η πολεμική ορολογία δεν αφήνει αμφιβολία για την κρισιμότητα της κατάστασης. Κινητοποιεί δυνάμεις που σε άλλη περίπτωση θα έμεναν ίσως ανενεργές και δικαιολογεί μέτρα που σε άλλες συνθήκες θα ήταν ανεπίτρεπτα, όπως το κλείσιμο των σχολείων, η απαγόρευση συναθροίσεων, η παύση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων και το κλείσιμο των συνόρων. Ωστόσο, η αναφορά στον «πόλεμο» συχνά μας παραλύει και μας κάνει να νιώθουμε αναποτελεσματικοί μπροστά του, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει τη σχέση μας με την έννοια της ευθύνης. Στον πόλεμο δεν είμαστε πολίτες, αλλά «στρατιώτες», επομένως η επίκληση στην πειθαρχία μας δεν απευθύνεται στην αλληλεγγύη μας, αλλά στον πατριωτισμό μας. 

Υπάρχει κάποια άλλη μεταφορά που θα μπορούσε να απλουστεύσει το πρόβλημα αλλά να  και να λειτουργήσει περισσότερο ενθαρρυντικά; Η Elena Semino, γλωσσολόγος στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και υπεύθυνη για ένα ερευνητικό πρόγραμμα που μελετά την αποτελεσματικότητα των μεταφορών, προκρίνει την παρομοίωση της πανδημίας με μια πυρκαγιά στο δάσος. Όπως σημειώνει, «υπάρχουν οι πυροσβέστες που την αντιμετωπίζουν άμεσα, όπως οι γιατροί και οι νοσηλευτές. Όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να φροντίζουν να μην παρακωλύουν το έργο τους, αλλά και να μη βάζουν τους ίδιους τους εαυτούς τους σε κίνδυνο». Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της μεταφοράς είναι πως μας προετοιμάζει για μια μακρά διαδικασία. Ο ρόλος μας δεν τελειώνει την επόμενη μέρα της «νίκης». Χρειάζεται να φροντίζουμε το δάσος για να μην ξαναπάρει φωτιά, να βεβαιωθούμε πως οι στάχτες δεν θα ανάψουν ξανά. Κι αυτή η μεταφορά είναι, μάλλον, πιο συμβατή με την έννοια του πολίτη, καθώς επικαλείται την ανάγκη για διαρκή σεβασμό, εγρήγορση και ευθύνη. Πέραν της κρίσης. 

*Η κ. Αγγελική Κοσμοπούλου είναι Δρ.Αρχαιολογίας, στέλεχος στον κοινωφελή χώρο.