Η γεροντοκεντρική ελληνική κοινωνία

Με σταμάτησε στον δρόμο εξαγριωμένος ασπρομάλλης: «Κάνε τους ρόμπα» μου φώναξε, «πήρα το επικουρικό και δεν είχα ούτε ένα ευρώ αύξηση. Μπούρδες λέγανε στις τηλεοράσεις». Δεν ήξερα την περίπτωση του, τι να του απαντούσα; Μισή ώρα αργότερα, σ’ ένα καφέ άκουσα δύο άλλους να συζητούν μεταξύ τους: «Πήρα 92 ευρώ αύξηση στο επικουρικό, αλλά φοβάμαι μην ανέβω φορολογική κλίμακα και μου τα πάρουν από την άλλη τσέπη», είπε ο ένας φαρμακιάρικα. Ο άλλος συμφώνησε αμέσως. 

Αυτή είναι η μοίρα όσων κυβερνήσεων και υπουργών δίνουν αυξήσεις. Οι εννιά που βλέπουν το εισόδημα τους να ανεβαίνει είναι αχάριστοι και ο δέκατος που δεν περιλαμβάνεται στις αυξήσεις είναι δυσαρεστημένος ή και εξοργισμένος. Σπάνια είναι η περίπτωση που κάποιος παίρνει χρήμα με κυβερνητική απόφαση και εκτιμά την χειρονομία. Ο ένας «τα δικαιούται» οπότε δεν βλέπει τον λόγο να είναι ευγνώμων, ο δεύτερος «δικαιούνταν παραπάνω» απ’ όσα πήρε οπότε είναι και λίγο ενοχλημένος, ο τρίτος είχε (αυθαιρέτως) υπολογίσει πολύ περισσότερα οπότε αποφασίζει ότι η κυβέρνηση τον κορόιδεψε.

Αντιθέτως, έτσι και το κάνει ο διάολος και κοπεί ή παρακρατηθεί ένα ευρώ, μαύρο φίδι και κολοβό που τους τρώει όλους. Επανάσταση γίνεται. Αν ο συνταξιούχος πάρει δεκαπέντε ευρώ αύξηση τον μήνα του χάρισαν ένα κουλούρι την ημέρα, σιγά το πράγμα, ανάξιο και να το αναφέρουμε. Αν του κόψουν δεκαπέντε ευρώ, του πήραν το ψωμί απ’ το στόμα του, την στέγη από το άνεργο παιδί του και το γάλα από το πεινασμένο εγγόνι του. Έτσι πάνε αυτά. Όταν δίνεις διαιρούνται κι όταν παίρνεις πολλαπλασιάζονται. 

Αυτά δεν τα γράφω για να ξορκίσω τις αυξήσεις στις επικουρικές, ούτε για να διαφωνήσω με την πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα των συντάξεων. Αυτά που έχει δουλέψει κάποιος στην ζωή του πρέπει να τα παίρνει ανεξαρτήτως πολιτικής είσπραξης, δεν συζητείται αυτό. Απλώς προειδοποιώ ότι καλύτερα να μην περιμένουν οι κυβερνητικοί πολιτικό όφελος απ’ αυτές τις αυξήσεις. Μια που τα πήραν τα λεφτά οι συνταξιούχοι, μια που τα ξέχασαν και πάνε για νέα διεκδίκηση. Ο φίλος μου ο Αυτιάς να ναι καλά.

Το μόνο χρήμα που εκτιμά κανείς και το αξιολογεί σωστά, είναι αυτό που κερδίζει από τον προσωπικό του κόπο κι από την άνοδο της δικής του παραγωγικότητας. Αυτό είναι αξίωμα. Όλα τα άλλα που πέφτουν από τον ουρανό, αυξήσεις και επανυπολογισμοί και επιδόματα και πεντακοσάρια και οκτακοσάρια, περνάνε τελικά στο ντούκου κάνοντας περισσότερη ζημιά παρά καλό σ’ αυτόν που τα μοιράζει. Κάτι θα θυμάται ο Τσίπρας που πήγε να τους πληρώσει με το πεντακοσάρικο μια βδομάδα πριν τις εκλογές.

Θα με ρωτήσετε, «μα γιατί τα 'βαλες με τα γερόντια; Μαρτύρησαν τον καιρό των μνημονίων, στήριξαν αδιαμαρτύρητα την κοινωνία μας όταν ζορίστηκε, εξαιρετικά φέρθηκαν στις κρίσιμες πολιτικές στιγμές της τελευταίας περιόδου, τι σου 'καναν και τους καταχεριάζεις;» Δεν τα βάζω με τους παππούδες και τις γιαγιάδες, αφήστε που δεν με συμφέρει διότι ηλικιακά είμαι πιο κοντά σ’ αυτούς παρά στην πιτσιρικαρία. Με κείνους στα υψηλά κλιμάκια τα βάζω, που θαρρούν πως μοιράζοντας χρήμα εξασφαλίζουν μακροχρόνια την εξουσία. 

Αλλά κυρίως, τα βάζω με την γεροντοκεντρική ελληνική κοινωνία, που αντί να κατευθύνει τους πόρους και την στοργή της προς την νεότητα της, προτιμά κάθε φορά να καλοπιάνει την γερουσία της. Θα το πληρώσουμε αυτό, αν υποθέσουμε ότι δεν το πληρώνουμε ήδη χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει.