Η Ελλάδα και ο ΟΟΣΑ

Η Ελλάδα και ο ΟΟΣΑ

Συγκλονιστικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα δίπλα μας και σε κάθε  γωνιά του πλανήτη: η πανδημία ανατρέπει τις πραγματικότητες που ξέρουμε, οι ΗΠΑ αλλάζουν ηγεσία και η Κίνα «επιτίθεται» με τον δικό της τρόπο. Παράλληλα, 38 από τις σημαντικές δημοκρατίες του πλανήτη επιχειρούν να επιτύχουν συναίνεση στην επιλογή Γενικού Γραμματέα ενός εξαιρετικά σημαντικού Οργανισμού όπως ο ΟΟΣΑ.

Πριν από κάποια χρόνια, όταν ρωτήθηκε ένας κορυφαίος Ιάπωνας διπλωμάτης τι διαφοροποιεί τον ΟΟΣΑ από άλλους διεθνείς οργανισμούς, απάντησε πως όταν συμμετέχει στις συναντήσεις των τελευταίων, λειτουργεί και σκέφτεσαι σαν να βρίσκεται σε μία συνεχή διαπραγμάτευση· όταν όμως βρίσκεται στον πρώτο, βρίσκει τον εαυτό του να αναζητά τις καλύτερες δυνατές λύσεις, χωρίς τις έριδες, τις συγκρούσεις, και τη συνεχή εφαρμογή του game theory που συνεπάγονται οι διαβουλεύσεις μεταξύ κρατών.

Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι ρίζες του οργανισμού εδράζονται στο πνεύμα οικονομικής συνεργασίας και ανοικοδόμησης που επικράτησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρχικά, ως Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, θεσπίστηκε για να διαχειριστεί τις τεχνικές προκλήσεις της εφαρμογής του Σχεδίου Μάρσαλ, ενώ πλέον αποτελεί το πιο κλειστό club βιομηχανικών δημοκρατιών της εποχής.

Σε αντίθεση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη Παγκόσμια Τράπεζα, και το Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, δε δύναται να επέμβει καθοριστικά στα πολιτικά ζητήματα των μελών του. Δεν μπορεί να δανείσει χρήματα, ούτε να επιβάλλει κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με πολιτικές-ορόσημα. Αυτό που τον διαφοροποιεί είναι ο τρόπος που πετυχαίνει να συσπειρώσει γύρω από ορισμένες θεματικές και στόχους πολιτικής τις σύγχρονες μεγάλες δυνάμεις, όπως και το ευέλικτο σχήμα του, μιας και κρατάει σε χαμηλό αριθμό των αριθμό των μελών (37), ακριβώς για να αποφύγει τις δυσλειτουργίες που παρουσιάζονται τους παραπάνω οργανισμούς, οι ο μικρότερος από τους οποίους αριθμεί πάνω από 150 μέλη.

Πλέον, ως ο chief economic adviser της Δύσης, έχει διαμορφώσει ένα πνεύμα δεδομενοκεντρικής φιλοσοφίας που βασίζεται στην αξιόπιστη συλλογή και σύγκριση δεδομένων μεταξύ κρατών, εφαρμόζοντας παράλληλα ένα σύστημα peer review, όπου οι επιδόσεις μίας χώρας πάνω σε ένα συγκεκριμένο τομέα πολιτικής αξιολογούνται από εμπειρογνώμονες άλλων χωρών, οι οποίοι προτείνουν βελτιώσεις και τροποποιήσεις.

Αποτελεί σημαιοφόρο της βιώσιμης ανάπτυξης, της ψηφιοποίησης της οικονομικής ζωής, ενώ παράλληλα συντονίζει ένα δραματικά φιλόδοξο σχέδιο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής των πολυεθνικών εταιρειών, το οποίο πρεσβεύει, μεταξύ άλλων, τη φορολόγηση των αγαθών και των υπηρεσιών στη χώρα όπου καταναλώνονται, και όχι στη χώρα που παράγονται και βρίσκεται η φορολογική έδρα. Το αποτέλεσμα όσον αφορά τα επιπλέον έσοδα των 135 χωρών που συνεργάζονται για το εγχείρημα αυτό υπολογίζονται μεταξύ 100 και 240 δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο.

Είναι προφανές ότι η συμβολή του θα είναι καθοριστική στη διαδικασία ανάκαμψης που θα ακολουθήσει την κρίση του κορονοϊού. ‘Όλα αυτά έχουν σημασία, διότι στην αυγή μίας κρίσιμης δεκαετίας για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, ο οργανισμός καλείται να εκλέξει νέα ηγεσία, κάτι που έχει ειδική σημασία για τη χώρα μας, καθώς είναι η πρώτη φορά που διεκδικείται η ηγεσία ενός διεθνούς οργανισμού, προσπάθεια που έχει επωμιστεί η κα. Άννα Διαμαντοπούλου.

Οποίος/όποια επικρατήσει θα αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες προκλήσεις, καθώς ο ΟΟΣΑ θα πρέπει μέσα στο επόμενο διάστημα να αποφασίσει για το στίγμα των πολιτικών που θα εφαρμόσουν τα κράτη μέλη. Η ιστορική σημασία της ελληνικής υποψηφιότητας γίνεται εύκολα κατανοητή, καθώς η χώρα μας ήταν παραδοσιακά απούσα από τέτοιου τύπου διεργασίες, με μόνη εξαίρεση την εποχή της διπλωματικής ακμής του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν το 1919 προτάθηκε στον ίδιο από τον λόρδο Robert Cecil, ενός από τους πολιτικούς αρχιτέκτονες της Κοινωνίας των Εθνών, να είναι ο πρώτος της Καγκελάριος, κάτι που όμως αρνήθηκε.

Είναι ίσως μία μοναδική ευκαιρία να επουλωθούν πληγές στην εικόνα που έχει διαμορφωθεί στο εξωτερικό σχετικά με τις ικανότητες οικονομικής διαχείρισης των Ελλήνων πολιτικών, αλλά και να αναβαθμιστεί η διπλωματικής ισχύς της Αθήνας, με τη μόνιμη παρουσία ενός ομοεθνή μας πίσω από τις κλειστές πόρτες όπου συζητούν οι επικεφαλείς των μεγαλύτερων οικονομιών, όπως και άλλοι ηγέτες της παγκοσμιοποίησης.

* Ο Δημοσθένης Κόλλιας είναι συνεργάτης του ΔΙΚΤΥΟΥ.