Γιατί πρέπει να αποφευχθεί ένας «πόλεμος» μεταξύ Δύσης και Ισλάμ;

Γιατί πρέπει να αποφευχθεί ένας «πόλεμος» μεταξύ Δύσης και Ισλάμ;

Οι απίστευτα βάρβαρες σκηνές που βίωσε ο δυτικός κόσμος με τον αποκεφαλισμό του Σαμουέλ Πατί και τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 29ης Οκτωβρίου έχουν οξύνει το κλίμα σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί κάνουν λόγο πως βιώνουμε μια επίθεση κατά της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και των αξιών της. Οι αντιδράσεις του Γάλλου προέδρου Μακρόν, από την άλλη πλευρά, φαίνεται να έχουν προκαλέσει οργή στον μουσουλμανικό κόσμο. Το αποτέλεσμα; Η απειλή ενός νέου κύματος βίας, επιθέσεων σε ευρωπαικές πόλεις και γενικά η συντήρηση ενός αυξανόμενου κλίματος έντασης μεταξύ δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ.

Αυτός ο «πόλεμος» πρέπει να αποφευχθεί διότι μόνο κακό θα φέρει. Θα επηρεάσει δε σημαντικά και την Ελλάδα για τους λόγους που θα αναφέρω ευθύς αμέσως. Όμως γιατί πρέπει να αποφευχθεί; Διότι είναι αναχρονιστικός και δεν θα φέρει κανένα θετικό αποτέλεσμα ούτε για την Δύση ούτε για τον μουσουλμανικό κόσμο.

Δεν πρόκειται για έναν ορατό εχθρό, ώστε να συσπειρωθούμε όλοι και να τον αντιμετωπίσουμε. Αν η Ευρώπη κηρύξει «πόλεμο» στο Ισλάμ, θα έχουμε τις εξής συνέπειες:

Πρώτον, θα αυξηθεί σημαντικά ο κίνδυνος της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Θα ξαναζήσουμε ένα νέο 2015 όταν καραδοκούσε το Ισλαμικό Κράτος και η Ευρώπη ζούσε με τον καθημερινό φόβο ενός τρομοκρατικού χτυπήματος. Η Γηραιά Ήπειρος έχει ήδη ανοιχτό ένα μέτωπο που της στοιχίζει ανθρώπινες ζωές, την πανδημία του κορωνοϊού. Θα αντέξει η κοινή γνώμη την αύξηση των νεκρών, αυτή την φορά από τρομοκράτες ; Και δεν συγκρίνονται οι δύο περιπτώσεις : Ο θάνατος από τον ιό είναι πολύ λιγότερο σοκαριστικός από έναν αποκεφαλισμό. Αυτός ο κίνδυνος αφορά και την Ελλάδα. Είμαστε κομμάτι της Δύσης και βρισκόμαστε σε σύγκρουση με την χώρα η οποία ισχυρίζεται ότι ηγείται του μουσουλμανικού κόσμου, την Τουρκία. Εξ' ου και οι προειδοποιήσεις του Αιγύπτιου προέδρου ελ-Σίσι αναφορικά με τον δυνητικό κίνδυνο της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Δεύτερον, έναν τέτοιος πόλεμος θα ενισχύσει σημαντικά το γόητρο του Ερντογάν ως ηγέτη των απανταχού μουσουλμάνων. Και αυτό θα ήταν πολύ επικίνδυνο για την  Ελλάδα, αλλά και για την περιφερειακή ειρήνη, σταθερότητα και ασφάλεια. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει προετοιμάσει το έδαφος για αυτή την στιγμή : Ενίσχυσε σημαντικά τις ακραίες ισλαμιστικές ένοπλες οργανώσεις σε Συρία, Λιβύη και Παλαιστίνη.

Στήριξε τους εκφραστές του πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή (την Μουσουλμανική Αδελφότητα, τους Σουνίτες στον Λίβανο), τα Βαλκάνια, την Αφρική και αλλού. Μετέτρεψε την Αγία Σοφία, τη Μονή της Χώρας και την Αγία Σοφία Τραπεζούντας σε τεμένη. Αρνείται να καταδικάσει τρομοκρατικές επιθέσεις, όπως αυτή κατά του Γάλλου καθηγητή Πατί – το έκανε με καθυστέρηση δέκα ημερών. Χρησιμοποιεί μια ακραία πανισλαμιστική, αντιδυτική και αντισημιτική ρητορική με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την φράση «Θα ελευθερώσουμε την Ιερουσαλήμ και το τέμενος Αλ-Ακσά».

Έχει δημιουργήσει έναν ισλαμικό άξονα με το Κατάρ, το Πακιστάν και την Μαλαισία και, τέλος, χρησιμοποιεί την αλληλεγγύη μεταξύ μουσουλμάνων (και Τούρκων) για να δικαιολογήσει τις πράξεις του (π.χ. στο Αρτσάχ). Η προσωπική κόντρα που έχει με τον Μακρόν τον καθιστά εν τοις πράγμασι ηγέτη του ισλαμικού κόσμου. Το πρόβλημα είναι ότι η κατάσταση αυτή αυξάνει το κύμα υποστήριξης προς το ακραίο Ισλάμ και τον Ερντογάν και στα φιλοδυτικά μουσουλμανικά κράτη αλλά και στην ίδια την Ευρώπη.

Τρίτον, ο «πόλεμος» αυτός έχει και γεωπολιτικές συνέπειες. Είμαστε πρόθυμοι ως Ευρωπαίοι και κυρίως ως Έλληνες να κηρύξουμε «πόλεμο» στο Ισλάμ; Αν ναι, τότε θα σταματήσουμε να επιδιώκουμε την δημιουργία συμπράξεων και συμμαχιών με μουσουλμανικά κράτη όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ή η Λιβύη του Χάφταρ; Υπάρχει ήδη κινητικότητα στον τομέα της αμυντικής συνεργασίας με ορισμένες από τις προαναφερθείσες χώρες. Το ίδιο ισχύει και για το κομμάτι των επενδύσεων και της ενέργειας. Το σημαντικότερο είναι ότι τα κράτη αυτά, αν και μουσουλμανικά, εναντιώνονται της τουρκικής επεκτατικής και αναθεωρητικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή. Πολύ περισσότερο από τους Ευρωπαίους μας εταίρους ή τους ομόδοξους Ρώσους! Τα κράτη αυτά είναι οι κύριοι πολέμιοι των ακραίων ισλαμιστών και των εκφραστών του πολιτικού Ισλάμ.

Η Αίγυπτος εναντίον της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και του ISIS (στο Σινά), τα Εμιράτα εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων και των τζιχαντιστών απανταχού (!) και ο Χάφταρ εναντίον της κυβέρνησης Σάρατζ στην οποία συμμετέχουν ριζοσπαστικά στοιχεία. Το ίδιο κάνουν η Τυνησία, το Μαρόκο, η Ιορδανία, ο Λίβανος και η Συρία. Το ίδιο κάνουν η Αλβανία και το Κόσοβο, η Ινδονησία και οι μουσουλμανικές χώρες της δυτικής Αφρικής. Μας συμφέρει να απομακρύνουμε τα κράτη αυτά από την Δύση; Η απάντηση είναι προφανής.

Είναι γεγονός ότι στον μουσουλμανικό κόσμο υπάρχει μια αυξανόμενη τάση ριζοσπαστικοποίησης η οποία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες (κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες και προβλήματα, αποικιακό παρελθόν, διαδικτυακή προπαγάνδα, κοσμικός αυταρχισμός κοκ.). Ωστόσο, η λύση δεν είναι να κηρύξουμε τον «πόλεμο» στο Ισλάμ συνολικά. Διότι αυτό ενέχει τους κινδύνους που αναφέρονται ανωτέρω : Την αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων και την επικράτηση ενός κλίματος τρομοκρατίας στην Ευρώπη, την συσπείρωση των μουσουλμάνων γύρω από τον φιλόδοξο και προκλητικό «ηγέτη» Ερντογάν και την ενδεχόμενη σταδιακή απώλεια των μουσουλμάνων συμμάχων μας.

Η λύση είναι η ουσιαστική σύμπραξη με τον μουσουλμανικό κόσμο με σκοπό την καταπολέμηση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Όμως να γίνει αυτό χωρίς να σταματήσουμε να προστατεύουμε τις αξίες μας, τιμωρώντας όποιον απειλεί την ασφάλεια των πολιτών, την δημοκρατία, τις αρχές και τις αξίες μας. Διότι χύσαμε πολύ αίμα στην Ευρώπη για να διασφαλίσουμε αυτές τις αξίες και γι’ αυτό και θα τις προστατεύσουμε.