Γιατί δεν αναγνωρίζουμε την πρόοδο;

Το 2015 τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ δεσμεύθηκαν σε 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ)  για την εξάλειψη της φτώχειας και των ανισοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος και την προαγωγή της ειρήνης και της ευημερίας, θέτοντας ως χρονικό ορόσημο επίτευξής τους το 2030. Με σημείο αναφοράς την Ατζέντα 2030 και τους 17 αυτούς Στόχους, όλες οι χώρες καταθέτουν στον ΟΗΕ εκθέσεις, εν είδει ήπιου απολογισμού, που αποτυπώνουν την πρόοδό τους σε επίπεδο πολιτικών αλλά και ορισμένων κοινώς αποδεκτών δεικτών μέτρησης. Οι εκθέσεις κατατίθενται εθελοντικά από τις χώρες, όποτε εκείνες επιλέξουν, και παρουσιάζονται στο High Level Political Forum που διοργανώνει ο ΟΗΕ.

Η Ελλάδα κατέθεσε την πρώτη έκθεση το 2018 και θα καταθέσει τη δεύτερη έκθεση που συνέταξε η Προεδρία της Κυβέρνησης με την ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού, στις αρχές Ιουνίου. Η κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει για πρώτη φορά σε δημόσια διαβούλευση την υπό κατάθεση Έκθεση Εθελοντικής Αξιολόγησης της Ελλάδας ως προς τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης προς ενημέρωση και σχολιασμό.

Όποιος λοιπόν διατρέξει αυτές τις 250 σελίδες, θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα καταγράφει βελτίωση σε σημαντικούς δείκτες όπως αυτόν της φτώχειας και των εισοδηματικών ανισοτήτων ή της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και της συμμετοχής των γυναικών στα ΔΣ των εταιρειών, καθώς και ότι έχει προχωρήσει σε πολλές, μικρές μεταρρυθμίσεις που έχουν «τραβήξει» προς τα πάνω όλους τους δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης. 

Αν και από τη στήλη προσπαθούμε να επισημαίνουμε και να σχολιάζουμε τις «μικρές μεγάλες μεταρρυθμίσεις» όπως τις λέμε, γνωρίζουμε καλά ότι ενδιαφέρουν ελάχιστους και περνάνε εν πολλοίς απαρατήρητες. Στο τέλος της τετραετίας όμως αυτά τα μικρά που όμως για κάποιους ευάλωτους συμπολίτες μας είναι μεγάλα και μάλιστα με τρόπο μετρήσιμο είναι που αν ενωθούν θα σκιαγραφήσουν την εικόνα της προόδου που έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια η χώρα, μετά τις πολυετείς της περιπέτειες που δείχνουν να μην έχουν τέλος.

Υπάρχει όμως ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε: Ενώ η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο φιλελεύθερα, δημοκρατικά και σύγχρονα Συντάγματα, ενώ εκσυγχρονίζει με ταχείς ρυθμούς το θεσμικό της πλαίσιο και ανακάμπτει οικονομικά σύμφωνα με τους δείκτες, έστω και αργά, γιατί οι πολίτες διατηρούμε ένα αίσθημα απογοήτευσης; Δεν αναφερόμαστε σε αυτούς που κάνουν λόγο για «Χούντα» εάν κι αυτοί χρήζουν σχολιασμού, θα επιστρέψουμε σε αυτούς κάποια στιγμή. Έχουμε κατά νου όλους εμάς που αισθανόμαστε ότι η χώρα είναι κολλημένη και δεν προχωράει τίποτα. Γιατί διατηρούμε αυτό το αίσθημα ενώ τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο;

Η αλήθεια είναι ότι οι δείκτες καταγράφουν πάντα την όποια πρόοδο ως προς το παρελθόν. Σήμερα είμαστε καλύτερα από το χθες κι αυτό το χθες μπορεί να ήταν πάρα πολύ κακό. Το βασικότερο όμως εμπόδιο που δεν μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε την πρόοδο όταν αυτή συμβαίνει είναι η πολιτική κουλτούρα της διαρκούς εξέγερσης που επικράτησε από το 1981 και μετά. Η Δεκαετία του '80 είναι μεν το σημείο που τέμνει τη σύγχρονη ιστορία της χώρας αλλά τα επιτεύγματά της διαμεσολαβήθηκαν με όρους ριζοσπαστικούς με στόχο να συνομιλήσουν με το θυμικό ώστε να κολακεύουν μια κατά φαντασίαν και μονίμως εξεγερμένη συνείδηση.

Είναι και κάτι ακόμα εξίσου βασικό: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα καταφέρει ποτέ να πείσει τους πολίτες για τα επιτεύγματά της όσο οι ίδιοι της οι Υπουργοί με τη συμπεριφορά τους υπονομεύουν τους θεσμούς που εποπτεύουν. Όταν ο κάθε Υπουργός διαφημίζει ότι επιλύει τα θέματα που απασχολούν τη δημοσιότητα με προσωπική του παρέμβαση, σηκώνοντας απλώς το τηλέφωνο, κανείς δεν θα πειστεί για την αξία και το εύρος των θεσμικών παρεμβάσεων που έχουν ψηφιστεί.

Είναι εντυπωσιακό και τρομακτικό συνάμα. Η χώρα παρ' όλες τις αλλεπάλληλες σοβαρές κρίσεις διαθέτει μια κυβέρνηση που προχωρά σε πολλές, μικρές μεταρρυθμίσεις αλλά οι ίδιοι της οι υπουργοί υπονομεύουν το σημαντικό αυτό έργο με τον τρόπο που πολιτεύονται.

Κάποια στιγμή αυτή η κυβέρνηση πρέπει να πιστέψει και να αγαπήσει το έργο της.