Της Άννας Λυδάκη*
Ποινή φυλάκισης 40 μηνών επέβαλε το Β΄ Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στον 23χρονο Ρομά. Είχε ήδη συλληφθεί ως βασικός ύποπτος για τον άδικο χαμό του εντεκάχρονου Μάριου από σφαίρα, την ώρα που παρακολουθούσε την γιορτή του σχολείου του.
Οι περισσότεροι από μας, θα συνδέσουν την ποινή με το τραγικό γεγονός. Κι όμως, η απόφαση του δικαστηρίου δεν αφορά την υπόθεση του θανάτου αλλά μόνο την κατηγορία των άσκοπων πυροβολισμών. Η είδηση όμως, της ποινής σε έναν Ρομά μπορεί να εκτονώσει την οργή που έχει ξεσπάσει στο Μενίδι εναντίον των Τσιγγάνων από την περασμένη Πέμπτη.
Προσωπικά, είχα την ευκαιρία να μελετήσω τη ζωή των Τσιγγάνων και μέσα από τα βιβλία μου, προσπάθησα να δώσω την εικόνα που ο κόσμος αγνοεί. Προσπάθησα να άρω πολλούς μύθους και προκαταλήψεις αλλά όπως καταλαβαίνει ο καθένας, η ενημέρωση δεν αρκεί. Εδώ χρειάζονται πολιτικές αποφάσεις που δυστυχώς δεν είναι ποτέ αρκετές για να δώσουν λύσεις στα προβλήματα των διαφόρων ομάδων.
Σήμερα οι Τσιγγάνοι, αδυνατώντας να ασκήσουν τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα στην ύπαιθρο, έχουν «αστικοποιηθεί» και ασχολούνται οι περισσότεροι με το γυρολογικό εμπόριο, που και αυτό φθίνει μέσα στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Όμως το ρομαντικό ή απαξιωτικό στερεότυπο του Τσιγγάνου εξακολουθεί να υφίσταται και να καταστρατηγείται έτσι το ανθρώπινο δικαίωμα να ορίσουν τον εαυτό τους σύμφωνα με τη συνείδησή τους, να επιλέξουν τον τρόπο ζωής και έκφρασής τους, να δημιουργήσουν ο καθένας τη δική του προσωπική ιστορία: Η Τσιγγάνα συνεχίζει να είναι η Κάρμεν ή η κακιά μάγισσα και ο Τσιγγάνος ο τραγουδιστής και ο μουσικός ή, συχνότερα, ο παραβάτης των νόμων, ο αφερέγγυος που πιστεύουμε ότι καλό είναι να προσέχουμε στις συναλλαγές μαζί του. Γνώριμες εικόνες και απόψεις που τους καθιστούν οικείους, αλλά συγχρόνως και ξένους αφού σχεδόν ποτέ δεν στεκόμαστε να αναλύσουμε το στερεότυπο και να δούμε πίσω από αυτό το πρόσωπό τους.
Έτσι οι Ρομά τοποθετούνται στην πλευρά του «διαφορετικού», τον οποίο το σύστημα δεν αποδέχεται, με αποτέλεσμα η φτώχια και οι διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού να τους αποστερούν βασικά αγαθά. Βεβαίως η διαφορά υπάρχει και πρέπει να γίνεται κατανοητή, αποτελώντας ένα αντίδοτο στον εθνοκεντρισμό από τον οποίο έχει στιγματιστεί η ανθρώπινη ιστορία και ο οποίος συνήθως θεωρεί τον «διαφορετικό», τον «άλλο» ως λιγότερο έξυπνο, ηθικό, αισθητικά και πολιτικά σωστό. Όμως η επικέντρωση στη διαφορά μας δεν μας επιτρέπει να δούμε τις ομοιότητες.
Η τσιγγάνικη κοινωνία εξακολουθεί ακόμα και σήμερα μέσα στον αστικό χώρο να διατηρεί πολλά στοιχεία από τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές: ο πολιτισμός τους είναι προφορικός και χαρακτηρίζεται από συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη, το άτομο ορίζεται κυρίως ως μέλος της οικογένειας –συνήθως διευρυμένης- παρά ως προσωπικότητα, η ενδογαμία εξακολουθεί να υφίσταται πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Καθώς εξελίσσονταν οι έρευνες μου με συμμετοχική παρατήρηση σε περιοχές που ζουν Ρομά, παρατηρούσα ότι πίσω από τις εμφανείς διαφορές υπήρχαν κρυφές ομοιότητες ανάμεσα σε ανθρώπους που επί αιώνες ζούσαν μαζί και χώρια, οι μεν ως κυρίαρχη κοινωνία οι δε ως εκ γενετής και διά βίου παρίες, χωρίς ποτέ να γίνονται αναφορές στα κοινά πολιτισμικά στοιχεία. Από αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς ότι έναντι των υπολοίπων ημών, υπάρχει μία μεγάλη απόσταση «πολιτισμικού χρόνου» η οποία είναι αποτέλεσμα του αποκλεισμού τους από βασικές δομές οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας (παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες, υγιής οικονομία κτλ).
Μία ακόμα ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι η διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Τις περισσότερες φορές οι ανάγκες και η μη-κατοχή καλλιεργήσιμης γης και ιδιοκτησίας γενικότερα ωθούσαν την Τσιγγάνα να βγει στον χώρο της αγοράς και να δουλέψει? ίσως αυτό να αποτέλεσε τη βάση για τον σχηματισμό της εικόνας της γυναίκας που δεν διστάζει να μιλήσει με άνδρες σε δημόσιους χώρους. Όμως η ταύτιση γυναικείας εργασίας και ελευθεριότητας γινόταν και για τις μη-τσιγγάνες που αποφάσιζαν να εργαστούν.
Θυμάμαι την ερώτηση του καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή, το λέω συχνά αυτό, όταν του εξέθετα τα δεδομένα των ερευνών: «Μα πού είναι ο «άλλος»; Οι Τσιγγάνοι είναι πιο Έλληνες από τους Έλληνες». Και είναι αλήθεια. Τους έχουμε ακούσει να φωνάζουν απεγνωσμένα στις τηλεοράσεις κάθε φορά που κάτι συμβαίνει στις περιοχές που μένουν και αισθάνονται έκθετοι μπροστά στην εξουσία της ευρύτερης κοινωνίας η οποία τους υποτιμά: «Είμαστε Έλληνες πολίτες». Μια διεκδίκηση που την αισθάνεται κάθε ομάδα που θέλει να διαπραγματευτεί την ενσωμάτωσή της αλλά δεν της δίνονται ποτέ οι ευκαιρίες για να το κάνει.
Σε κάθε περίπτωση, ο θάνατος του μικρού παιδιού στο Μενίδι, δεν πρέπει να δαιμονοποιήσει ακόμα περισσότερο τους Τσιγγάνους. Θα ήταν άδικο και για τους ίδιους αλλά και για τους υπόλοιπους της τοπικής κοινωνίας που μπορεί να εκτονωθούν, χωρίς να αποκαλυφθούν οι πραγματικές αιτίες του προβλήματος.
Πυροβολούν και σκοτώνονται και στην Κρήτη. Εμπόριο ναρκωτικών κάνουν όχι μόνο στο Ζεφύρι αλλά και στο Κολωνάκι! Παραβατικότητα και οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται όπου υπάρχουν δίκτυα αλλά και απομόνωση. Επομένως, εκείνο που θέλουμε ως κοινωνία βρίσκεται κάπου αλλού και όχι στους Τσιγάνους. Αρκεί να το αναζητήσουμε στην σωστή ενσωμάτωση, στις αρχές, στην αξιοκρατία, στους νόμους και κυρίως, στους κανόνες που οφείλουν όλοι να σέβονται εν όψει των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους.
Με λίγα λόγια, το πρόβλημα δεν έγκειται στους Ρομά και στην οποιαδήποτε φυλετική ή κοινωνική ομάδα. Το πρόβλημα βρίσκεται στη λειτουργία της Δημοκρατίας μας και στην διάθεση που έχουμε να την βελτιώσουμε.
*Η κ. Άννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, όπου διδάσκει ποιοτικές μεθόδους κοινωνικής έρευνας και κοινωνική λαογραφία. Έχει γράψει τα βιβλία: «Μπαλαμέ και Ρομά: οι τσιγγάνοι των Άνω Λιοσίων», «Οι τσιγγάνοι στην πόλη: μεγαλώνοντας στην Αγία Βαρβάρα», «Ποιοτικές μέθοδοι της κοινωνικής έρευνας», «Μέσα από την κάμερα. Κινηματογράφος και κοινωνική πραγματικότητα», «Ίσκιοι κι αλαφροϊσκιωτοι», «Λαϊκή τέχνη και κοινωνία», «Αναζητώτας το χαμένο παράδειγμα». Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε συλλογικούς τόμους, περιοδικά και εφημερίδες. Τα βιβλία της για τους Τσιγγάνους έχουν μεταφραστεί στα ουγγρικά.