Φάκελος: Η ανθρωποφαγία στα Γκουλάγκ (Β') - Ο επίμονος ανταποκριτής Βελιτσκό

Φάκελος: Η ανθρωποφαγία στα Γκουλάγκ (Β') - Ο επίμονος ανταποκριτής Βελιτσκό

Ο Βασίλι Βελιτσκό (1908 - 1987) γεννήθηκε στην περιοχή του Αλτάι. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Αργότερα, όταν θα κληθεί να περιγράψει τη ζωή του στα γνωστά ερωτηματολόγια, στο σημείο της κοινωνικής καταγωγής, θα γράψει: «Από αγρότες, οικογένεια κουλάκων». Σε ηλικία τριών ετών, έχασε τον πατέρα μου κι έτσι από μικρή ηλικία αναγκάστηκε να δουλέψει. Φοίτησε στο ενοριακό τριτάξιο σχολείο του χωριού του, πράγμα που το 1919 του επέτρεψε να πιάσει δουλειά στην δασική υπηρεσία. 

Κατά τη διάρκεια του ρωσικού Εμφυλίου πολέμου, δεν έλαβε μέρος, όταν όμως τα επαναστατημένα σοβιέτ αντικατέστησαν την κυβέρνηση του ναυάρχου Κολτσάκ, έφυγε από την δασική υπηρεσία και βρήκε δουλειά στην επαναστατική επιτροπή της περιοχής. 

Τον Μάρτιο του 1920 σε ηλικία μόλις 12 ετών, ο Βελιτσκό γίνεται μέλος της οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας και ταυτόχρονα της «κομμουνιστικής μαχητικής ομάδας κατά των συμμοριών των κουλάκων» με τον βαθμό του απλού στρατιώτης «δεύτερης κατηγορίας εκπαίδευσης». 

Βασική αποστολή της μονάδας είναι να αναζητά και να βρίσκει τα αποθέματα τροφίμων των χωρικών και στη συνέχεια να τα δημεύει στο «όνομα της επανάστασης». Η αντιπαράθεση των Μπολσεβίκων με τους χωρικούς ήταν ιδιαίτερη σκληρή και πολλές φορές οι δεύτεροι κατάφερναν να διώξουν, έστω πρόσκαιρα, αυτές τις κομματικές μονάδες. Τον Αύγουστο του 1920 σε μία μάχη στο πλαίσιο της γενικότερης εξέγερσης κατά των Μπολσεβίκων στη Σιβηρία, η μονάδα του Βελιτσκό έχασε 11 άντρες. 

Αν και σήμερα, είναι προφανές πως ένας 12χρονος με πέντε κολλυβογράμματα που είχε μάθει και μικρή εμπειρία ζωής, δύσκολα θα μπορούσε να καταλάβει τα βαθύτερα νοήματα της κομματικής ιδεολογίας, ο ίδιος επέμενε σε μεγάλη ηλικία, πως όλα τα έκανε συνειδητά. Το 1963 έγραψε στην Αυτοβιογραφία του ότι εκτός από τις κατασχέσεις και τις απαλλοτριώσεις οργάνωνε «κομματικές εβδομάδες», πυρήνες της οργάνωσης για την προσέλκυση νέων μελών, καθώς επίσης και συγκέντρωση τροφίμων για τους πεινασμένους της σοβιετικής Ρωσίας. 

Με σιγουριά μπορούμε να πούμε πως τότε ξεκίνησε την καριέρα του ως κομματικό στέλεχος. 

Το 1923 έληξε η θητεία του στην Μονάδα Ειδικών Αποστολών και ένα χρόνο αργότερα, έγινε δόκιμο μέλος του κόμματος. Νέος, δραστήριος, διψασμένος για μεγάλα έργα, πιστός στα κομμουνιστικά ιδεώδη. Ο νέος της εποχής.

Αμέσως, το κόμμα τον στέλνει να σπουδάσει στο Τμήμα Προπαγάνδας της Κομματικής Σχολής 2ας κατηγορίας της περιοχής του Σεμιπαλαντίνσκ. Δύο χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 1926 κάνει την «πρακτική» του ως εντεταλμένος για την συλλογή σιτηρών σε μία επαρχία, με στόχο την μεταφορά του πολύτιμου «χρυσού» από τα ιδιωτικές αποθήκες των καλλιεργητών, στις κρατικές.  Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το όπλο του, προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή του. 

Το 1931 το κόμμα τον παίρνει από τον Νότο της χώρας και τον στέλνει στον Βορρά, ως ινστρούχτορα - προπαγανδιστή στην περιοχή του Ναρίμ. Την εποχή εκείνη, αυτό ήταν το πιο χαμηλό σκαλοπάτι της κομματικής ιεραρχίας. Ωστόσο, το πεδίο δράσης του ήταν 400 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. 

Ωστόσο, ο νεαρός ορμητικός ινστρούχτορας, δεν φαίνεται να διακρίθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των κομματικών στελεχών, αφού μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, όταν έγιναν γνωστά τα φαινόμενα της ανθρωποφαγίας, κανείς δεν μπορούσε να τον θυμηθεί.

Η επιστολή, όμως, που έστειλε τον Αύγουστο του 1933 στα κομματικά όργανα για το νησί Ναζινό, τον διαιώνισε στην ιστορία. Όλοι γνώριζαν την τραγωδία, αλλά κανείς δεν μίλησε, όλοι οι τοπικοί αξιωματούχοι του κόμματος, της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, προσπάθησαν να καλύψουν το γεγονός και να μην το μάθει κανένας άλλος. 

Η τραγωδία στο νησί Ναζινό έχει τρομακτικές διαστάσεις και έχει αφήσει ανεξίτηλα ίχνη στην ανθρωπιστική καταστροφή των Γκουλάγκ. Η επιστολή του Βελιτσκό λειτούργησε ως θρυαλλίδα, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το κόμμα έστειλε ειδική επιτροπή, η οποία κατέθεσε το πόρισμά της στην Κεντρική Επιτροπή. Το «Νησί του θανάτου» έγινε διάσημο στους κομματικούς διαδρόμους, κανείς όμως εκτός των κτιρίων δεν έμαθε ποτέ τίποτα, παρά μόνο μετά το 1991. 

Ο ίδιος, στέλνοντας την επιστολή, ήξερε πως έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο την καριέρα του αλλά και την ίδια του την ζωή. Παραδίδοντας την επιστολή στα χέρια έμπιστού του ανθρώπου για να την πάει στην Μόσχα και στην Κεντρική Επιτροπή, ο ίδιος έφυγε από την πόλη και κρύφτηκε στην ταϊγκά για έξι περίπου μήνες. Στον κόμμα τον υποδέχτηκαν ψυχρά και του έδωσαν να υπογράψει μία δήλωση πως έλαβε γνώση των αποφάσεων της ηγεσίας για το σχετικό ζήτημα. 

Παραμένει άγνωστο, γιατί δεν τον συνέλαβαν προκειμένου να τον καταδικάσουν ως εχθρό του λαού και να τον στείλουν σε κάποιο παρόμοιο νησί του θανάτου. Εκατομμύρια άνθρωποι την εποχή εκείνη, πλήρωσαν με την ζωή τους, για πολύ μικρότερα αδικήματα ή λάθη.     

Σύμφωνα με την εκδοχή του γιου του, Αντρέι Βασίλιεβιτς Βελιτσκό, εκείνο που έσωσε τον πατέρα του, ήταν οι γνωριμίες που είχε με ανώτατα κομματικά στελέχη και ιδίως με τον πανίσχυρο κομματικό γραμματέα της Δυτικής Σιβηρίας Ρ. Ι. Έιχε. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ρ. Ι. Έιχε θα βασανιστεί σκληρά παρουσία του Μπέρια, πριν εκτελεστεί. Προηγουμένως, ο ίδιος ο Έιχε, ως μέλος της τρόικας της N.K.V.D. είχε υπογράψει διαταγές για βασανιστήρια και εκτελέσεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ο αέναος κύκλος της κόκκινης τρομοκρατίας.  Αυτό όμως φαίνεται, πως δεν επηρέασε την τύχη του προστατευόμενου του.

Η τόλμη του όμως να γράψει απευθείας στον Στάλιν, η φιλία του με υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος και η τυχοδιωκτικές του στάσεις, όπως ήταν φυσικό, προκαλούσαν επιφυλακτικότητα και πολλοί απέφευγαν την συναναστροφή μαζί του. Μετά από κάποιες εκκαθαριστές επιχειρήσεις του κομματικού μηχανισμού, ο Βελιτσκό μετατίθεται ακόμη πιο βόρεια, προκειμένου να προπαγανδίσει τα κομμουνιστικά ιδανικά στους νομαδικούς λαούς της περιοχής, στις όχθες του ποταμού Κετά. 

Ακολουθώντας την τακτική των Ορθόδοξων ιεραποστόλων, έδινε σε κάθε ενήλικα που παρακολουθούσε τα μαθήματα πολιτικής αγωγής τσάι και γλυκίσματα. Τα δεύτερα, τα μοίραζε στα παιδιά προκειμένου να μην παίζουν και ενοχλούν κατά την διάρκεια των «μαθημάτων». 

Ο πολυμήχανος προπαγανδιστής κατάφερε να μπορούν οι «μαθητές» του να ξεχωρίζουν τα πορτραίτα και να μάθουν τα ονόματα των ιδρυτών του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, με εξαίρεση εκείνο του Ένγκελς. 

Ο νεαρός, ενθουσιώδης προπαγανδιστής, αποφασίζει με ιδιαίτερη τόλμη, να ξαναγράψει στον Στάλιν και, αφού του περιγράψει την κατάσταση, να του ζητήσει βοήθεια προκειμένου να βελτιωθεί η ζωή των αυτοχθόνων πληθυσμών. Η επιστολή προκάλεσε ένα δεύτερο σοκ στον κομματικό μηχανισμό της Κεντρικής Επιτροπής, την οποία δεν υπέγραφε ο ίδιος αλλά μία «ομάδα συντρόφων από την φυλή Κέμο». Μαζί με την επιστολή, έστειλε και μία πίπα, την οποία έφτιαξαν οι γυναίκες της φυλής. Η αντίδραση δεν άργησε. Το κόμμα έχτισε ένα χωριό στις όχθες του ποταμού, προκειμένου να ξεκουράζονται οι νομάδες και να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. 

Ο κομματικός μηχανισμός της περιοχής, εκτίμησε τον ζήλο του νεαρού προπαγανδιστή και τον έστειλε ακόμη πιο βόρεια, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τις ιδέες του σε πληθυσμούς που ζούσαν στα όρια του πολικού κύκλου. Ο νεαρός Βελιτσκό, ανέλαβε με θέρμη την νέα αποστολή και αφού μελέτησε καλά την περιοχή και τους ανθρώπους της, αποφάσισε να στείλει και μία τρίτη επιστολή. Αυτή την φορά, όμως, όχι στον Στάλιν, αλλά στην περιφερειακή κομματική ηγεσία. Η επιστολή αυτή, είχε όλα τα χαρακτηριστικά των δύο προηγούμενων: πλήθος στοιχείων, επίθετα, νούμερα, γεωγραφικές ονομασίες κ.λπ. Βασικό της γνώρισμα: οι κατηγορίες κατά των εκτελεστικών οργάνων της περιοχής για αμέλεια, υπέρβαση καθήκοντος, αδιαφορία για την επίλυση προβλημάτων των αυτοχθόνων πληθυσμών. 

Το λάθος του ήταν ότι ακολούθησε την ιεραρχία. Η περιφερειακή ηγεσία του κόμματος είχε χάσει πια την υπομονή της με τον επίμονο αλληλογράφο που έβγαζε τα άπλυτα στην φόρα. Αντί για κάποια επιτροπή, αυτή την φορά ο Βελιτσκό υποδέχτηκε τον βοηθό του περιφερειακού εισαγγελέα και ένα στέλεχος της N.K.V.D. 

Κανείς δεν γνωρίζει τα αποτελέσματα της έρευνας των δύο αυτών αξιωματούχων, ο ίδιος όμως στις 19 Μαρτίου 1936 υπογράφει δήλωση, στην οποία αναφέρει: «Κατηγορηματικά απορρίπτω τις προαναφερθείσες επιστολές, καθώς επίσης καταδικάζω τις ίδιες και όσους συνδέονται με αυτές... Είναι αντικομματικά, ευθέως συκοφαντικά έγγραφα... τα οποία τρομακτικά διαστρεβλώνουν την αλήθεια...» Και συνεχίζει παρακάτω: «Όχι, δεν είμαι εχθρός σύντροφοι! Δεν είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Είμαι 28 χρονών. Έχω μπροστά μου πολλά χρόνια. Θα αποδείξω την αφοσίωσή μου στον κόμμα, θα εξιλεωθώ για τις αμαρτίες μου». 

Κάπως έτσι τελείωσε και η «εκστρατεία» του Δον Κιχώτη της ταϊγκάς. Προφανώς, το ένστικτο αυτοσυντήρησής του τού υπαγόρευσε πως πρέπει να σταματήσει να παλεύει με τους κομματικούς ανεμόμυλους. Αυτό τον βοήθησε να γλιτώσει από τις κομματικές εκκαθαρίσεις του 1937. 

Την επομένη της υπογραφής της επιστολής μετάνοιας, ο Βελιτσκό, πήρε άδεια ασθενείας δύο μηνών, λόγω υπερκόπωσης. Επιστρέφοντας, εργάστηκε για ένα διάστημα στην περιφερειακή οργάνωση και λαμβάνοντας 255 για οδοιπορικά, εγκαταλείπει για πάντα την περιοχή. 

Η επιστολογραφική του δραστηριότητα, έκρυβε τον μύχιο πόθο του να γίνει συγγραφέας. Το κόμμα τον έστειλε να δουλέψει στην εφημερίδα «Σοβιετική Σιβηρία», όπου δημοσίευε βουκολικά διηγήματα στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στα οποία αγράμματοι χωρικοί και νομάδες μιλούσαν μία υψιπετή, γεμάτη ιδεολογικά νοήματα γλώσσα. Στόχος του συγγραφέα Βελιτσκό ήταν να συμβάλει στην δημιουργία του «νέου ανθρώπου» που είχε εξαγγείλει ο Στάλιν. Εργάστηκε στην εφημερίδα αυτή μέχρι το 1941, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. 

Στις 22 Ιουνίου 1941 ως μέλος της 24ης στρατιάς ο Βελιτσκό φεύγει από το Νοβοσιμπίρσκ για το μέτωπο, όπου το πρώτο διάστημα αντί να δουλεύει ως πολεμικός ανταποκριτής, αναγκάστηκε, κατά τα λεγόμενά του, να διοικεί ένα λόχο τυφεκιοφόρων κατά την διάρκεια της υποχώρησης των σοβιετικών στρατευμάτων. 

Αρχίσει το δεύτερο στάδιο της συγγραφικής του δραστηριότητας, με μία σειρά πολεμικών διηγημάτων. Παρ’ όλο που ξεκίνησε την δημοσιογραφική του δραστηριότητα στην εφημερίδα «Για την τιμή της πατρίδας» της 24ης στρατιάς, το τέλος του πολέμου τον βρίσκει ανταποκριτή της εφημερίδας «Πράβντα» της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, ενώ τα διηγήματά του κυκλοφορούν σε τιράζ των 500.000 αντιτύπων. Μετά τον πόλεμο, τα διηγήματα αυτά εκδόθηκαν σε συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο «Για το μεγάλο και το αιώνιο» και άντεξαν πέντε εκδόσεις, ενώ μεταφράστηκαν σε πολλά γλώσσες.     

Στα μεταπολεμικά χρόνια, η κριτική αντιμετώπισε αρνητικά το έργο του Βελιτσκό, θεωρώντας τα διηγήματά του ιδιαίτερα σκληρά και αιμοβόρικα. Υπήρξε μάλιστα και μία συλλογική επιστολή συγγραφέων που ζητούσαν από το κόμμα να απαγορευτεί η δημοσίευση των διηγημάτων του στην «Πράβντα». Η επιστολή δεν είχε καμία τύχη, γιατί ο συγγραφέας ακολουθούσε πιστά την γραμμή του κόμματος, ενώ είχε φτάσει στον βαθμό του συνταγματάρχη. Στο μεταξύ είχε τιμηθεί με πέντε παράσημα και έξι μετάλλια. 

Ο Βελιτσκό εργάστηκε ως ειδικός ανταποκριτής της «Πράβντα» 12 χρόνια, από το 1944 μέχρι το 1956. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές, ορισμένες εκ των οποίων ήταν άκρως απόρρητες, όπως η δημιουργία αεροπορικών βάσεων στα όρια του αρκτικού κύκλου.

Δεν λησμόνησε, όμως, ποτέ την πρώτη, αγαπημένη του ασχολία: την αλληλογραφία με την κομματική καθοδήγηση. Έστειλε πλήθος επιστολών για όσα ζητήματα έπεφταν στην αντίληψή του, απευθυνόταν πότε στην Κεντρική Επιτροπή, πότε στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, πότε σε διάφορα άλλα υπουργεία.  

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διηγήματός του «Μετά την βροχή». Η ηρωίδα του κειμένου, είναι μία χήρα στρατιώτη, η οποία έπαιρνε από το στάβλο του κολχόζ όπου δούλευε, λίγο ξινισμένο γάλα κάθε μέρα για να το δώσει στο άρρωστο παιδί της. Κατά την διάρκεια του χειμώνα, υπολογίστηκε πως «έκλεψε» 10 λίτρα και οι αρχές την τιμώρησαν με 10 χρόνια στα στρατόπεδα. Η σύνταξη της «Πράβντα» αρνήθηκε να το δημοσιεύσει. Ο Βελιτσκό, τότε, έγραψε προσωπικά στον Χρουτσόφ τα παράπονά του. Ακολούθησε τηλεφώνημα από το γραφείο του πανίσχυρου γενικού γραμματέα στον διευθυντή της εφημερίδας και το διήγημα δημοσιεύτηκε. 

Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Βελιτσκό, είχε επιλεγεί ως ένας από εκείνους που στάθηκαν τιμητική φρουρά δίπλα στο φέρετρο του Στάλιν κατά την κηδεία του. 

Η επιδείνωση της υγείας του, λόγω των τραυμάτων από τον πόλεμο, δεν του επέτρεπαν πλέον να ταξιδεύει. Το 1962 φεύγει από την εφημερίδα και ένα χρόνο αργότερα, η υγειονομική επιτροπή τον έκρινε ανάπηρο. Συνέχισε να γράφει, δημοσίευσε δύο μεγάλα μυθιστορήματα και άλλα δύο τα κατέλειπε ως λογοτεχνική κληρονομιά στις επόμενες γενιές. 

Πέθανε στις 17 Απριλίου 1987 και ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο Βαγκάνκοφσκι στην Μόσχα. 

Ολόκληρη η επιστολή:

pdf


- Διαβάστε το Α' Μέρος εδώ