Είσαι χαμηλό ταβάνι, για το μπόι μου ουρανέ!

Είσαι χαμηλό ταβάνι, για το μπόι μου ουρανέ!

«Η ζωή είναι ένα παιχνίδι αγόρι μου. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να το παίζεις με τους κανόνες του».

Ο «Φύλακας στη σίκαλη» που αμφισβητούσε τους κανόνες, εκδόθηκε το 1951, μεταφράστηκε σε όλο τον κόσμο, λατρεύτηκε από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό, μεγάλωσε και μεγαλώνει γενιές εφήβων, έκανε τον συγγραφέα του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, διάσημο και ταυτοχρόνως ερημίτη, να πάρει των ομματιών του.

Ο ήρωάς του Χόλντεν Κόλφιλντ, σύμβολο πια της εφηβικής επανάστασης, δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Ούτε από τον συγγραφέα του, ούτε από την κριτική, αλλά ούτε και από το αναγνωστικό κοινό.

Πρόκειται για ένα «αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα» όπως λέγεται που ενώ αρχικά προοριζόταν για ενηλίκους, στη συνέχεια έγινε δημοφιλές στους ανήλικους αναγνώστες. Διαθέτει, εξάλλου, την απολυτότητα των εφήβων, την πείνα και δίψα τους για επικοινωνία και αλήθεια, την απέχθειά τους για οτιδήποτε κάλπικο, ανθρώπους, ζωή, συμπεριφορές.

Ο Σάλιντζερ έγραψε τον «Φύλακα στη Σίκαλη» με την επιστροφή του από το μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που τον σημάδεψε και τον στιγμάτισε μια για πάντα, επιθυμώντας να μη κάνει ένα κατά βάση αντιπολεμικό μυθιστόρημα με αυτό, αλλά μέσα από τον έφηβο επαναστατημένο ήρωά του, να μαζέψει τα κομματάκια του, να ξαναδεί τη ζωή, να ανασυνταχθεί, να βάλει στην ντουλάπα της ύπαρξής του τα ίδια του τα ρούχα, αλλιώς.

Ο ήρωάς του Χόλντεν Κόλφιλντ, πολυσύνθετη προσωπικότητα, σκληρός και τρυφερός, κυνικός και ευάλωτος εντελώς, είναι ένας πρωταγωνιστής που εμπεριέχει όλον τον σύνθετο ανόθευτο εσωτερικό κόσμο του Σάλιντζερ, γι’ αυτό και τον ακολουθεί κατά πόδας. Για να ξαναβρεί και το δικό του μονοπάτι. Αλλιώς.

Στους μεγάλους, λέμε τώρα, θυμίζει αλληγορία, ένα παραμύθι, μία ιστορία που θα αφηγούνταν κάποιος σε έναν φίλο του. Για τον συγγραφέα του, είναι η ανέμελη και αλήτικη ζωή ενός νεαρού που ακολουθεί σαν παυσίλυπο και φάρμακο για να απελευθερωθεί από την φρίκη του πολέμου, για να ξεχάσει ή να χλευάσει του κανόνες αυτής εδώ της ζωής, έστω κι αν επιμένει να την αποκαλεί ο εκάστοτε παίχτης, «παιχνίδι».

Στην ιστορία μας τώρα: Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, βρίσκεται κάπου όπου τον έφεραν οι γονείς του για να «ηρεμήσει» με τη βοήθεια κάποιου ψυχαναλυτή, ώστε να συμμορφωθεί και να ξαναπάει σχολείο τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, να επανενταχθεί. Και σ’ αυτήν, ακριβώς,  την κατάσταση αναπολεί τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την επιστροφή του στο σπίτι, όταν τον προηγούμενο χρόνο, πριν από τα Χριστούγεννα, εγκατέλειψε και το τρίτο σχολείο του.

Ο αδερφός του πρωταγωνιστή, ο Ντι Μπι, είναι στην πραγματικότητα η περιγραφή ενός ξακουστού συγγραφέα που χαίρει δόξας, αναγνωρισιμότητας, ένα πρόσωπο που όλοι σέβονται και εκτιμούν, ένας δημιουργός εγνωσμένης ποιότητας.

Με τον Χόλντεν Κόλφιλντ, ως αντίβαρο ουσιαστικά, ο Σάλιντζερ επιστρατεύει το ανέμελο και καθόλου επιμελημένο αφηγηματικό ύφος σκόπιμα, και πρωτοπρόσωπα μάλιστα, για να τα ξαναδεί όλα, έρωτα και ζωή, αληθινό και ψεύτικο, σημαντικό και ευτελές, αλλιώς. Και αφηγείται μέσω αυτού μια ζωή σε ένα αστικό περιβάλλον της αμερικανικής υπαίθρου, απολαμβάνοντας στιγμές δίχως σκοτούρες, σαρκάζεται, αστειεύεται, καυτηριάζει καταστάσεις, σατιρίζει πρόσωπα, μοιάζει να βρίσκεται προσγειωμένος σε έναν άλλο κόσμο, δικό του, προετοιμαζόμενος ταυτοχρόνως για τη μεγάλη φυγή.

Ήδη, στον «Φύλακα στη σίκαλη» και μέσα από τον Χόλντεν Κόλφιλντ, η δίψα του ερημίτη είναι ορατή. Μέσω του Κόλφιλντ, δηλαδή, εκφράζει την απέραντη επιθυμία του να αποκλειστεί, να απομονωθεί, να εξαφανιστεί από προσώπου γης κάπου όπου εκείνος θα επιλέγει ποιος και πότε θα τον επισκεφτεί, όπως επανειλημμένα έχει γραφτεί.

 Επιθυμεί να γίνει αυτό που εξομολογείται στην λογοτεχνική του αδερφή Φοίβη όταν της αναφέρει πως όνειρό του: ο φύλακας στη σίκαλη, να αποκτήσει το δικό του αγρόκτημα και να ζήσει μακριά από την βουή που τόσο τον τραυματίζει και τον απομακρύνει απ’ το κέντρο του. Δεν είναι  τυχαίο πως όσα περιγράφει εδώ τα έκανε πράξη, δεν ξαναεξέδωσε βιβλίο, αρνήθηκε συνεντεύξεις, δεν γύρισε στα εγκόσμια και αφοσιώθηκε στην αναζήτηση του εαυτού του.

Τον «Φύλακα στη Σίκαλη» μας τον σύστησε από τις εκδόσεις Επίκουρος το 1978 η Τζένη Μαστοράκη, τον ξαναδούλεψε και το έκανε «Ο Πιάστης στη Σίκαλη» στα Γράμματα το 2014 (εξάλλου αυτή τη θέση διεκδικεί, του αμυντικού και του προστατευτικού ο έφηβος αφηγητής), για να επανεκδοθεί πρόσφατα σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου από τον Πατάκη.

«Ο Φύλακας στη Σίκαλη», είναι ένα long seller βιβλίο με αναγνωρισμένη λογοτεχνική αξία και παρ' όλα αυτά δεν έχει μεταφερθεί ποτέ στον κινηματογράφο. Σκηνοθέτες και παραγωγοί δεν κατάφεραν να πείσουν τον Σάλιντζερ να τους παραχωρήσει τα δικαιώματα για μια κινηματογραφική εκδοχή.

Το 1957 ο Σάλιντζερ είχε γράψει σχετικά: «Για μένα η ουσία του βιβλίου βρίσκεται στη φωνή του αφηγητή, η οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πρώτο πρόσωπο. Κι έπειτα υπάρχει και ο ακαθόριστος παράγοντας του ηθοποιού που θα υποδυθεί τον Χόλντεν Κόλφηλντ. Θα πρέπει να φέρει αυτή την αύρα Χ, αλλά ακόμη κι αν βρεθεί ηθοποιός στη σωστή ηλικία, με αυτή την αύρα, το πιθανότερο είναι να μην ξέρει πώς να τη διαχειριστεί».

Αξεπέραστη ελεγεία της εκρηκτικής εφηβείας, ο «Φύλακας στη Σίκαλη» συλλαμβάνει μοναδικά τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να συνδεθεί με τους άλλους και το χαοτικό αίσθημα απώλειας της παιδικής ηλικίας. Κατ’ ουσίαν του Χαμένου του Κέντρου, του Νοήματος, δηλαδή, στη Ζωή.

Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ «Ο Φύλακας στη Σίκαλη»,

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου,

εκδ. Πατάκη, σελ. 310