Είναι λογικό να αντιστοιχεί μια επιχείρηση εστίασης, σε κάθε 100 πολίτες;

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται, οι πάσης φύσεως και μορφής επιχειρήσεις εστίασης στη χώρα μας, υπερβαίνουν σε αριθμό τις 100.000. Η επιχειρηματικότητα στην εστίαση, αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο αποκούμπι στο μυαλό των νέων που βρίσκονται στην ανεργία, ή των πολιτών που έχουν κάποιο χρηματικό απόθεμα στην άκρη και θέλουν να φτιάξουν μια μικρή επιχείρηση.

Πάρα πολλοί νέοι, που είναι άνεργοι ή δεν βρίσκουν μια θέση απασχόλησης που τους ενδιαφέρει, αποφασίζουν να κινηθούν επιχειρηματικά γύρω από τον κόσμο της εστίασης. Μετά από το ξέσπασμα της κρίσης του 2009 και τις ριζικές αλλαγές στις συνήθειες όλων μας, οι προτιμήσεις των καταναλωτών μετατοπίστηκαν προς τις επιλογές χαμηλού κόστους όταν γευματίζουν έξω ή όταν επιλέγουν να γευματίσουν στο σπίτι μέσω delivery. Δεν είναι τυχαίο ότι ψηφιακές εφαρμογές όπως είναι η e-food και ο deliveras, γιγαντώθηκαν λόγω ακριβώς αυτών των αλλαγών στις συνήθειες των Ελλήνων.

Αυτές οι 100.000 επιχειρήσεις εστίασης και café, ανταγωνίζονται σκληρά μεταξύ τους για ένα συγκεκριμένο μερίδιο αγοράς. Ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και δεν προσφέρει μεγάλα περιθώρια επιτυχίας, καθώς οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που ανοίγουν, βάζουν λουκέτο σε λιγότερο από τρία χρόνια. Άλλωστε οι επιχειρήσεις εστίασης και café ξεχωρίζουν από όλες τις άλλες, εμφανίζοντας τα μεγαλύτερα ποσοστά έναρξης και παύσης των εργασιών τους, έναντι οποιουδήποτε άλλου κλάδου.

Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις παρεμβάσεις των συνδικαλιστικών εκπροσώπων των επιχειρήσεων αυτών στον έντυπο και στον διαδικτυακό τύπο, το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε οδηγηθεί, είναι ότι οι περισσότερες από αυτές ανήκουν στην κατηγορία του “μεροδούλι - μεροφάι”. Δηλαδή λειτουργούν στο κόκκινο ή σχεδόν στο κόκκινο, με ελάχιστες θετικές αναλαμπές. 

Σε μια συνέντευξη εκπροσώπων της Πανελλήνιας Ένωσης Καταστημάτων Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης (ΠΑΣΚΕΔΙ), στην οποία γινόταν αναφορά στις επιπτώσεις από τη πανδημία, είχα διαβάσει ότι “το 95% των επιχειρηματιών (της εστίασης) δεν έχουν καν την πιστοληπτική ικανότητα να πάρουν ένα μικρό δάνειο”.

Αυτή η παραδοχή από μόνη της δείχνει το μέγεθος του προβλήματος των λανθασμένων επιχειρηματικών επιλογών. Αρκετοί νέοι και άνεργοι, ανοίγουν καταστήματα εστίασης με όσα λεφτά έχουν και δεν έχουν, πολλές φορές και με δανεικά από γνωστούς, συγγενείς και φίλους σε ένα χώρο που δεν γνωρίζουν, αλλά νομίζουν ή έχουν διαβάσει ή έχουν ακούσει, ότι είναι κερδοφόρος. 

Και όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό τι κάνουν; Είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις αυτές καταλήγουν να χρηματοδοτούνται μέσω της αναβολής πληρωμής των υποχρεώσεων τους προς τρίτους, όπως προμηθευτές, ιδιοκτήτες ακινήτων, εργαζόμενους και ΔΕΚΟ. Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης είναι αυτή που προκύπτει από τη παραβατικότητα, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή. Άλλωστε όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τη φοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία, που κατά κόρον κυριαρχεί σε αυτόν τον χώρο.

Με αφορμή τις σκληρές επιπτώσεις από την πανδημία, ο κλάδος της εστίασης είναι ένας από τους πρώτους που ζητάει βοήθεια και ενίσχυση, καθώς λειτουργεί με συσσωρευμένες υποχρεώσεις στις οποίες δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί. Με το κόστος εργασίας στο 30% με 40% και το κόστος φαγητού στο 30% με 35% στον κλασσικό χώρο εστίασης, μένει το ενοίκιο (μέχρι το 10% με 12% του κύκλου εργασιών είναι οριακά ανεκτό) και τα λοιπά έξοδα, οι φόροι και τα τέλη για να καθορίζουν την κερδοφορία ή μη του καταστήματος. Αν σε αυτά τα μεγέθη συνυπολογίσουμε και τη προμήθεια που εισπράττουν οι διαδικτυακές πλατφόρμες online παραγγελιών, τότε όλοι αντιλαμβανόμαστε το ύψος του τζίρου που απαιτείται για να παραμένει μια επιχείρηση εστίασης, όρθια στα πόδια της.

Και μια που μιλάμε για αριθμούς, δεν θα συμφωνούσαμε όλοι μας, ότι το κράτος απαιτείται να είναι ιδιαίτερα αυστηρό και ακριβοδίκαιο στον τρόπο που θα ενισχύσει τις εταιρείες; Δεν θα έπρεπε να “βοηθάει” τις επιχειρήσεις, ανάλογα με τα μεγέθη τα οποία απεικονίζονται στα λογιστικά τους βιβλία; Δεν θα έπρεπε να ενισχύει τις επιχειρήσεις, με βάση τις εισπράξεις που εμφάνιζαν, κατά τη διάρκεια των αντίστοιχων μηνών τα προηγούμενα χρόνια; Δεν θα έπρεπε να ελέγχει ποια ήταν τα διαφυγόντα κέρδη τους, κατά την περίοδο του lock down; Δεν θα έπρεπε οι επιχειρήσεις που αιτούνται των ενισχύσεων να καταθέτουν έναν υποτυπώδη φάκελο με τα στοιχεία τους;  

Φυσικά και θα έπρεπε, γιατί μόνο τότε θα φαινόταν αν το κρατικό χρήμα, δηλαδή το χρήμα των φορολογουμένων, αξίζει τον κόπο να διοχετευθεί στην Α ή στη Β επιχείρηση και να μην πάει χαμένο σε μια ιστορία που ήδη έχει τελειώσει. Μπορεί αυτά που γράφουμε να ακούγονται σκληρά και αντιδημοφιλή, όμως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι οι πόροι που πηγαίνουν για να ενισχύσουν μια ήδη πτωχευμένη επιχείρηση, είναι οι ίδιοι πόροι που θα λείψουν από μια άλλη επιχείρηση, που μπορεί να έχει κερδοφορία και προοπτικές. Διότι οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι. Διότι οι πόροι δεν πέφτουν από τον ουρανό. Είναι πόροι που προέρχονται είτε από τη φορολογία, είτε από κρατικό δανεισμό. 

Η κρίση από τον covid-19, φέρνει στην επιφάνεια ένα μεγάλο αριθμό από στρεβλώσεις. Και μια από αυτές είναι το δήθεν Eldorado του χώρου της εστίασης. Είναι δυνατόν η Ελληνική οικονομία να συντηρεί 100.000 επιχειρήσεις εστίασης; Ειδικά όταν από αυτές, “το 95% των επιχειρηματιών (της εστίασης) δεν έχουν καν την πιστοληπτική ικανότητα να πάρουν ένα μικρό δάνειο”. Ένα γεγονός, που αποδεικνύει και πιστοποιεί την μη βιωσιμότητα του μεγαλύτερου ποσοστού των επιχειρήσεων αυτού του κλάδου.

*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.