Εφτά δημιουργοί παρουσιάζουν ισάριθμα έργα από το Μουσείο Γουλανδρή

Εφτά δημιουργοί παρουσιάζουν ισάριθμα έργα από το Μουσείο Γουλανδρή

Του Γιώργου Μυλωνά

Αθανασιάδη, Βερούκας, Δασκαλάκης, Καγκλής, Ρόρρης, Φαμπρίς και Χειλά επιλέγουν ένα έργο από την περίφημη συλλογή του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή και μας προσφέρουν μια νοερή ξενάγηση στο νέο μουσείο της Αθήνας.

Αν μπορούσατε να φύγετε με ένα έργο από το νέο μουσείο του ιδρύματος Γουλανδρή, ποιο θα ήταν αυτό; Δύσκολο ερώτημα για να θέσεις σε δημιουργό και μάλιστα όταν βρίσκεται μπροστά σε μια τόσο σπουδαία συλλογή με καλλιτέχνες που για να χαρείς από κοντά, έπρεπε να ταξιδέψεις στο εξωτερικό. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά εκθέματα του μουσείου που στον πρώτο μήνα λειτουργίας δέχτηκε περισσότερους από 25.000 επισκέπτες, ρωτήσαμε έξι ζωγράφους και μια γλύπτρια από διαφορετικές γενιές, να μοιραστούν τις ιστορίες που τους είπαν τα έργα, τη συγκίνηση που ένιωσαν μπροστά στον αγαπημένο τους δημιουργό. «Ελεύθεροι» να επιλέξουν οποιοδήποτε έργο της επιλογής τους, κι όχι απαραιτήτως από τα highlights με τα «βαριά» ονόματα των μεγάλων της τέχνης, οι Έλληνες καλλιτέχνες συνθέτουν μια φανταστική περιήγηση στην ιστορία της τέχνης, βάζοντάς μας στο χώρο του μουσείου και δίνοντας, όχι το βλέμμα του «ειδικού», αλλά το ίχνος που τα ίδια τα έργα καταλαμβάνουν στη σκέψη, ακόμη και στην τέχνη τους.

Αλεξάνδρα Αθανασιάδη για τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι

Η συλλογή έργων του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή είναι μοναδική. Είναι ένα πολύτιμο δώρο στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας, αλλά και προσφορά στην τέχνη που θα επηρεάσει τις μελλοντικές γενιές.

Ανάμεσα στα πολλά και σπουδαία εκθέματα, συγκινήθηκα βαθιά από τη «Γυναίκα της Βενετίας V» του Τζιακομέτι. Παραφράζοντας τον David Sylvester, η μακρά, λεπταίσθητη γυναικεία μορφή που στέκεται εύθραυστη, μοιάζει να χάνεται στο χώρο και, όμως, κυριαρχεί. Η μοναξιά της είναι οδυνηρή, σε συντρίβει. Μοιάζει να τραβά το σώμα της και τον αέρα που την περιβάλλει, προς τα μέσα. Όπως την κοιτάζουμε, δείχνει να συστέλλεται και να διαστέλλεται στην ατμόσφαιρα ή να διαλύεται ανάλογα με το παιχνίδι του φωτός, σαν τα όρια της ύπαρξής της να είναι στιγμιαία.

Ποτέ δεν έχω συναντήσει μια πιο λαμπρή παρουσίαση του έργου του Τζιακομέτι, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, συγκεντρώνει όλες τις αγωνίες των καλλιτεχνών. Ο φωτισμός και η προοπτική άποψη του χώρου που κατασκευάζεται γύρω από την εικόνα, επιμηκύνει τον χώρο, εντείνει τις αποστάσεις και παράγει ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση της εγγύτητας και της απόστασης μαζί. Η αναζήτηση του Τζιακομέτι, ο επίμονος αγώνας του να συλλάβει τη ζωντάνια ή ακόμη κι αυτή την ουσία της ζωής, οι φευγαλέες μορφές που πάλλονται συνεχώς ανάμεσα στη ζωή και το επέκεινα και η αδυναμία να αγκαλιάσει μια πραγματικότητα ως οριστική, όλα αντηχούν σε αυτό το έργο.

Αλέξης Βερούκας για τον Πιέρ Σουλάζ

Μία επισκέπτρια στέκεται για πολλή ώρα μπροστά του. Παρατηρώ ότι μετακινείται για να το κοιτάξει από διαφορετική γωνία. Περίπου για 5 λεπτά. Πιστεύω ότι βλέπει αυτό που επιδιώκει ο ζωγράφος του: να εξαντλήσει όλες τις τονικότητες του ίδιου μαύρου με μοναδικό μέσο την χειρονομία του - ενώ πρόκειται για την ίδια ενιαία ύλη - και τις διαφορετικές στιλπνότητες στην επιφάνεια που καλύπτει. Έτσι το έργο που αβασάνιστα κάποιος το θεωρεί ανεικονική τέχνη, κατορθώνει να οπτικοποιήσει από το πιο βαθύ σκοτάδι έως το πιο εκτυφλωτικό φως, πιο λαμπερό από την λευκή προετοιμασία του καμβά. Να πάρει τη σκυτάλη της μεγάλης ζωγραφικής των παρελθόντων και να τολμήσει να την σωματοποιήσει μ' ένα χρώμα. Το μαύρο μόνο - όπως για παράδειγμα ο Ράιμαν το λευκό. Άλλη μια απόδειξη ότι, όπως η σφαίρα της γης, έτσι γυρίζει και η τέχνη. Και αν η εποχή μας προκρίνει τα έργα μιας εκζήτησης και υπερβολής μονάχα, είναι για να καθρεφτίζουν την φούσκα των διεθνών αγορών και των ψευδαισθήσεων ενός φαινομενικά ακυβέρνητου κόσμου. Έχει την ικανότητα όμως από την φύση της να διατρέξει άπειρες ακόμα περιστροφές και να ανανεώνει τις μορφές της. Στον Σουλάζ, το έργο το ίδιο μεταμορφώνεται σε αμέτρητα άλλα αν κινηθεί ο θεατής του. Επίγονος του Μανέ, σχεδιάζει τα μεταλασσόμενα φώτα του καλλιεργώντας την πάστα του μαύρου χρώματος. Σε μια επίσκεψή μου? στο εργαστήριό του για να εγκρίνει έναν κατάλογο που του σχεδίαζα, μου είχε πει με αφορμή τη δική του ζωγραφική: Στη σπηλιά του Ακρύ, βρέθηκαν γκράφιτι τριάντα χιλιάδων ετών. Εμείς βλέπουμε μια τέχνη είκοσι τριών αιώνων στα μουσεία, μέχρι την Πομπηία και τη Βεργίνα, και επιπλέον μαθαίνουμε για μια ζωγραφική άλλων δύο αιώνων περίπου πίσω από τον Πλίνιο. Και πριν;

Είναι περισσότεροι από τριακόσιοι αιώνες που μένουν σε μια μαύρη σπηλιά. Ο άνθρωπος ζωγράφισε και ξεχώρισε από όλο το ζωικό βασίλειο, που χτίζει, τραγουδάει, χορεύει, επικοινωνεί, οργανώνεται, αλλά δε γελάει και δε ζωγραφίζει. Αυτός είναι ένας απλοϊκός, ίσως, αλλά καλός λόγος να συνεχίσει ακόμη για πολλούς αιώνες.

Σ' αυτή τη σπηλιά της ζωγραφικής, μετά από τα μαμούθ και τους ταύρους, τα χέρια που μας αφήσανε τα δαχτυλικά τους χνάρια τι σχεδίαζαν επί τριάντα χιλιάδες χρόνια; Είναι σχεδόν ασύλληπτο το τι αγνοούμε σε σχέση μ'' αυτό που γνωρίζουμε. Ίσως τα μεγαλύτερα έργα να έχουν απορροφηθεί σ'' αυτό το σκοτάδι του χρόνου και εμείς να μένουμε αυτάρεσκα στον ορισμό του κλασικού και της αρμονίας που μπορέσαμε να συντάξουμε με ό,τι είδαμε. Κι αυτά που δεν είδαμε;

Στέφανος Δασκαλάκης για τον Κλωντ Μονέ

Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τον Ιμπρεσιονισμό στην ουσία του, θα πρέπει να απαλλαγούμε από την εικόνα που έχει δημιουργηθεί γι' αυτόν σαν μιας ζωγραφικής «εύκολης» και «χαρούμενης», σαν μιας ζωγραφικής που μας μιλάει για την αστική τάξη την ώρα της σχόλης. Το έργο αυτό «Ο καθεδρικός ναός της Ρουέν το πρωί (ροζ απόχρωση)» της συλλογής Γουλανδρή είναι ένα από την σειρά με πάνω από τριάντα έργα που ο Μονέ ζωγράφισε από το 1892 μέχρι το 1893 με θέμα τον καθεδρικό ναό της Ρουέν. Στα έργα αυτά ο Μονέ παρακολουθεί την πρόσοψη του ναού αυτού έτσι όπως μεταμορφώνεται από το φως στις διαφορετικές ώρες της ημέρας.

Ο Μονέ είναι ένα μεγάλο πνεύμα το οποίο μπόρεσε να ερμηνεύσει το θαύμα του κόσμου μέσα από εντελώς απρόσμενες αρμονίες. Η ιδιοφυΐα του συνίσταται ακριβώς στο ότι μπόρεσε να δει τον κόσμο χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς «σύστημα», χωρίς προκαθορισμένες ιδέες, ανοιχτός στο απρόοπτο. Η ζωγραφική γι' αυτόν ήταν μια εμπειρία μυστική. Μέσα από το εκστατικό του βλέμμα συνέλαβε τα πράγματα όχι σαν παγιωμένες οντότητες αλλά ως διαρκώς μεταβαλλόμενες ισορροπίες. Σαν μορφές που διαλύονται και ανασυντίθενται διαρκώς μέσα στο φως. Μπόρεσε να προσεγγίσει διαισθητικά ό,τι η θετική σκέψη του καιρού του αντελήφθη και διατύπωσε με τον δικό της τρόπο.

Τζουλιάνο Καγκλής για τον Άνσελμ Κίφερ

Την πρώτη φορά που είδα έργα του Κίφερ από κοντά με συνάρπασαν.Απέναντι μου έβλεπα έναν καλλιτέχνη που ήταν αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα για να αποσπάσει αυτό που έψαχνε.

Τα έργα του είναι φτιαγμένα σαν να έχουν πάει μία βόλτα στην κόλαση και όμως γύρισαν πίσω άθικτα. Σαν να αποζητούσαν τον βασανισμό αυτόν τα υλικά ώστε να γίνει δυνατή η απόσταξη του συναισθήματος. Ο Κίφερ χρησιμοποιεί υλικά με τα οποία συνδέεται συναισθηματικά, χρώμα από τούβλα, στρατιωτικές στολές, χώματα από το δάσος που έπαιζε μικρός, σπασμένα γυαλιά, αποξηραμένα λουλούδια. Δεν καμαρώνει όμως για αυτά του τα ευρήματα σαν να θέλει να δωρίσει απλά τη προσωπική του μυθολογία στον κόσμο. Σαν πραγματικός ζωγράφος που είναι, μεταμορφώνει όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία σε μοναδική γιγάντια ζωγραφιά, μέσα από μανιώδη επεξεργασία που τελικά τον δικαιώνει. Το «ατελιέ του καλλιτέχνη» είναι ένα έργο του Κίφερ που ισορροπεί σαν έμπειρος ακροβάτης στο τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στην ζωγραφική της εικόνας και τη ζωγραφική της ύλης, με την ύλη να χάνει το βάρος της και να μεταμορφώνεται σε ιδέα.

Γιώργος Ρόρρης για τον Πιερ Μπονάρ

Εξαρχής πρέπει να πω ότι είμαι θαυμαστής του Bonnard από τα φοιτητικά μου χρόνια στο Παρίσι. Δεν είναι ένας ζωγράφος που ήξερα από τις σπουδές στη σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ο Πικασό μονοπωλούσε το ενδιαφέρον μου κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου παράλληλα με την παλιά ζωγραφική. Έτσι, η περίπτωση Bonnard ήρθε αργότερα και σιγά - σιγά κατέκτησε τον θαυμασμό μου. Αυτός ο θαυμασμός ουδέποτε μετριάστηκε. Μάλλον αυξάνεται, θα έλεγα, κάθε φορά που θα βρεθώ μπροστά σ'' ένα έργο του. Η ζωγραφική του με αφήνει άφωνο δίκην αποκαλύψεως. Τι αποκαλύπτει; Μα την ομορφιά του κόσμου, την δονούμενη επέλαση του φωτός, τους λεπτούς ψιθυρισμούς που ηχούν γύρω μας και που αδυνατούμε να ακούσουμε.

Το «Βγαίνοντας από την μπανιέρα» κατέχει περίοπτη θέση μέσα στην ποιητική του Bonnard. Αποτελεί μέρος της περίφημης ομάδας έργων που ο μεγάλος ζωγράφος ζωγράφισε από τα μέσα της δεκαετίας του ''20 έως το τέλος της ζωής του το 1947. Σ'' αυτά τα έργα διατυπώνεται μια άκρως προσωπική προσέγγιση της θεματικής του γυμνού. Ένα σχεδόν παρείσακτο βλέμμα εισδύει στα άδυτα της ιδιωτικής ζωής, στο μπάνιο, και απεικονίζει την γυναίκα - μοντέλο, να βρίσκεται μέσα στην μπανιέρα ή να πλένεται. Τα έργα αυτά του Bonnard σχεδόν «σφράγισαν» το θέμα αυτό με την έννοια ότι δύσκολα κάποιος άλλος ζωγράφος μπορεί να επιχειρήσει να το προσεγγίσει, χωρίς την συντριπτική σύγκριση με την πρωτοτυπία των έργων του Bonnard.

Είδα τον πίνακα πριν από 20 χρόνια για πρώτη φορά στο Μουσείο Γουλανδρή στην Άνδρο. Σχεδόν δεν το πίστευα πως βρισκόμουν μπροστά του. Θυμόμουν ότι μια φωτογραφία του έργου ή μια παρεμφερής εκδοχή αυτού υπήρχε ανηρτημένη μαζί με λίγες φωτογραφίες άλλων πινάκων στο ατελιέ του Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο δάσκαλος είχε αυστηρά επιλέξει αυτές τις λίγες εικόνες για να τις βλέπουν και να εμπνέονται οι φοιτητές. Πρέπει να σκεφτούμε ότι ίντερνετ δεν υπήρχε, ούτε computers, ούτε smart phones. Έτσι αυτό το «εικόνισμα» εγχαράχθηκε βαθιά στη μνήμη μου. Το «Βγαίνοντας απ'' την μπανιέρα» είναι έξοχο δείγμα του ζωγραφικού οπλοστασίου του Bonnard. Πάνω σε φωτεινό, σχεδόν άσπρο καμβά, με ανεπιτήδευτο και, ας πούμε, «παιδικό» τρόπο, κηλίδες χρωμάτων απλώνονται η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς υπερβολική μέριμνα, και μετατρέπονται σε «πράγματα». Πράγματα διαφαίνονται, μαντεύονται, ανακαλύπτονται, χωρίς να λαμβάνεται μέριμνα για την ρεαλιστική του παρουσία. Ούτε έχουμε ρεαλιστικές σκιές, η δε φωτεινή πηγή - εν προκειμένω το παράθυρο δεξιά επάνω - υπάρχει εδώ σαν σχήμα, αλλά δεν δημιουργεί τις αναμενόμενες σκούρες σκιές γύρω της. Τα πράγματα ωσάν αυτόφωτα διαλύονται εν τω γενάσθαι ένεκα του τρόπον τινά φωτός που πηγάζει από αυτά. Διαλύονται επίσης κι από τον τρόπο που επιλέγει ο ζωγράφος για να καταγράψει τα τεκμήρια της αντίληψής του. «Η ζωγραφική είναι περιπέτεια του οπτικού νεύρου» έλεγε ο ίδιος. Μπαίνοντας στην «περιπέτεια» αυτή ο Bonnard, έμελλε να επιστρατεύσει όλη του την ευαισθησία, την φαντασία, την επινοητικότητα μέσων που διέθετε για να μιλήσει για την πολυσήμαντη και δύσκολα εποπτευόμενη πραγματικότητα που σαν μυστική μουσική εδονείτο γύρω του, μπροστά του, κοντά, μακρυά κι έτσι παλλόμενη ζητούσε ερμηνεία.

Μ΄ένα χέρι τρεμάμενο, μετεωριζόμενο, σε συνεχή αμφισβήτηση αυτού που μόλις έγραφε, ξέγραφε, έτριβε, έφθειρε, έσβηνε και ξανάγραφε προσπαθώντας να προσεγγίσει τον μεταλασσόμενο ρυθμό του κόσμου. Η αμφιβολία εδώ παίρνει διαστάσεις κανόνα. Ο πίνακας τέρπει το βλέμμα με την χρωματική του πανδαισία αλλά προτρέπει και στον στοχασμό περί του πόσο ο κόσμος γύρω μας έχει μια παθητική κοινότοπη όψη ή, αντιθέτως, είναι μια ανεξάντλητη πηγή ζωής και ομορφιάς.

Τζώρτζια Φαμπρίς για τον Φράνσις Μπέικον

Αίθουσες μουσείου, επισκέπτες, θεατές, μάτια και μάτια πίσω από κινητά. Είμαι και εγώ στο σωρό των περιέργων που επιθυμούν να δουν. Δύσκολη η εστίαση του βλέμματος. Μία υποτιθέμενη γνώση και περισσότερη προκατάληψη συνυπάρχουν. Σε μία τέτοια συνθήκη εύχεσαι το μάτι να παραμείνει αισθητικό όργανο. Υπάρχουν έργα τέχνης που καταφέρνουν να σε αιχμαλωτίζουν και να σε μεταφέρουν σε άτοπο σύμπαν. Αυτού του είδους τη γοητεία άσκησαν επάνω μου, περισσότερο απ'' όλα, τα έργα των Picasso και Bacon. Του τελευταίου εκτίθεται στο Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζα Γουλανδρή το «Τρεις σπουδές για αυτοπροσωπογραφία», ένα τρίπτυχο με αυτοπορτραίτα που ο Βρετανός ζωγράφος φιλοτέχνησε το 1972. Από μία μαύρη άβυσσο αναδύονται τα τρία πρόσωπα του Bacon.

Αυτές οι φιγούρες είναι τόσο τρυφερές ως αίσθηση όσο σκληρές μοιάζουν οι πιέσεις που το απόλυτο μαύρο φόντο ασκεί πάνω τους. Ο πόνος στην έκφραση του Bacon εδώ δεν είναι κραυγή αλλά σιωπή, απόσταση από την ωμότητα, παύση.

Ο ζωγράφος κλείνει τα μάτια σαν να μην αντέχει πλέον να δει και αφήνεται χωρίς αντίσταση στην μαύρη δύναμη της βαρύτητας που τον συνθλίβει. Το ακίνητο πρόσωπο του Bacon, παρόλη την έντονη εσωτερική μετατόπιση, βρίσκεται γλυκά στην αγκαλιά του oblio της όρασης, γίνεται αόρατος όπως αόρατες είναι οι δυνάμεις που τον χτυπάνε.

Η ασφυκτική σκιά διεισδύει στην σάρκα και την παραμορφώνει, είναι αντίθετη αλλά και συμπληρωματικά αναγκαία για το σώμα που ως φως καθιστά ορατό το σκοτάδι που το περιβάλλει. Αυτά τα κρανία δίχως όργανα, αυτές οι ψυχρο-θερμές παλλόμενες κηλίδες που γίνονται πρόσωπα είναι αβάσταχτα τρυφερά στην παθητική τους συνθήκη, ανήμπορα να αντιδράσουν, να είναι ή να μην είναι, παραδομένα σε ευπρόσδεκτη εγκατάλειψη. Και εμείς, ως αντανακλάσεις πάνω στο τζάμι που φιλτράρει την ζωγραφική του Bacon, γινόμαστε και είμαστε κομμάτι του δράματος.

Αυτά και άλλα είδα και δεν είδα που δεν μπορεί ο λόγος να πει.

Ανδρονίκη Χειλά για τον Ελ Γκρέκο

Αγγίζει το όνειρο το να στέκεσαι μπροστά στα αριστουργήματα της συλλογής του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Καλούμενη από τον Ιστορικό Τέχνης Γιώργο Μυλωνά, να περιπλανηθώ σε ένα από αυτά, θα επέλεγα με κριτήρια βιωματικά… διαφορετικά θα ήταν απίστευτα δύσκολο, λόγω της υπεροχής τους. Το Ιερόν Μανδήλιον του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, είναι εκείνο που αγγίζει την ψυχή μου μονομιάς. Το καθηλωτικό τούτο έργο αποτελεί πνοή για την Τέχνη, και όσο τα «ερωτήματα» απαντώνται μέσω της αλληλουχίας ψυχής και δουλειάς, τόσο περισσότερο κατανοώ το έργο του. Σ αυτό, όπως και σε όλα του τα έργα, τα στοιχεία που με συνεπαίρνουν είναι η χρωματικότητα, η πνευματικότητα που αποδίδει μέσα από την εξαΰλωση και δραματικότητα των μορφών, η θεματική του, ακόμη και η χαρακτηρισμένη για την εποχή του εκκεντρικότητα.

Ένα γλυκό φτερούγισμα με πιάνει πάντα αντικρίζοντας τα έργα του El Greco. Κάπου εδώ έγκειται το βίωμα… Έχοντας επισκεφθεί την έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη το 2000, και όντας 6 ώρες εντός - μη χορταίνοντας τις συγκινήσεις που μου προσέφεραν οι πίνακές του - αποχώρησα με κλάματα που δεν ζωγραφίζω! Εξ'' αφορμής, την επομένη ξεκίνησα μαθήματα σχεδίου και μερικούς μήνες αργότερα, έγινα δεκτή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών.

Έξι αιώνες μετά, το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου αποτελεί τεράστια έμπνευση.

Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που παραθέτουμε είναι «από χέρι», τραβηγμένες από το κινητό των ίδιων των δημιουργών. Τους ευχαριστούμε θερμά για τη συμμετοχή τους στο αφιέρωμα του Liberal.