Δύσκολα θα ριχνόμουν στη γραφή μιας ιστορίας, αν δεν είχα βεβαιωθεί για τη δύναμή της

Δύσκολα θα ριχνόμουν στη γραφή μιας ιστορίας, αν δεν είχα βεβαιωθεί για τη δύναμή της

«Μια παθιασμένη καρδιά, ένα υψηλό ιδανικό, ένα πραγματικό “ράγισμα”. πίστη βαθιά στη ζωή. και να “ακουμπάει”, συναισθηματικά, τα βιώματά μου – για να μπορεί να γεννηθεί αληθινός/αληθινή στο χαρτί.»

Είναι όσα απαιτεί από έναν ήρωα ή μια ηρωίδα για να γίνει ηρωίδα του, ήρωάς του, ο Γιώργος Μητάς.

Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις κατά νου, έγραψε τις «Ιστορίες του Χαλ» (εκδ. Κίχλη) το 2011 «Το σπίτι» (εκδ. Κίχλη) το 2014, «Τα δυο δώρα» (εκδ. Στερέωμα) το 2021.

Ο Γιώργος Μητάς που γεννήθηκε στη Λιβαδειά, μεγάλωσε στο Παγκράτι, σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο (M.Sc.) στην Αλιευτική Βιολογία από το Πανεπιστήμιο του Χαλ (Hull) της Μεγάλης Βρετανίας, έχει εργαστεί στον χώρο της έρευνας στον τομέα της βιολογικής ωκεανογραφίας (Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών), καθώς και στη φαρμακευτική βιομηχανία (διεθνείς κλινικές μελέτες), μιλώντας μας στο Liberal μοιράζεται τα λογοτεχνικά και αναγνωστικά του μυστικά, ανοίγοντας στους αναγνώστες μας συρτάρια, αποκαλύπτοντας εμμονές και προϋποθέσεις απαραίτητες για να κάνει μια ιστορία «ιστορία του»:

«Έως σήμερα, και στα τρία βιβλία που έχω γράψει, γνώριζα το τέλος (πρώτα), την αρχή και τη μέση της ιστορίας που θα αφηγηθώ, πριν ακουμπήσω την πένα στο χαρτί – ακόμα κι αν όλα είχαν αρχίσει από μία εικόνα που εμφανίστηκε απαιτητική στη φαντασία μου κάποια ανύποπτη στιγμή. Δεν ξέρω πως θα ξεκινήσει η επόμενη, αλλά δύσκολα θα ριχνόμουν στην περιπέτεια της γραφής μιας ιστορίας αν δεν είχα πρώτα βεβαιωθεί για τη δύναμή της – αν δεν είχα “δοκιμάσει” στο μυαλό μου ολόκληρη την πλοκή της, αλλά και τον τόνο της, την αίσθησή της, αφιερώνοντας μάλιστα  αρκετό χρόνο σ’ αυτή τη δοκιμή», ισχυρίζεται. Και η πολυπλοκότητα της αφήγησης τον δικαιώνει.

 Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Μητά, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Τα απαραίτητα, για μένα: ένα ήσυχο δωμάτιο, ένα γραφείο ή τραπέζι και ο φορητός μου υπολογιστής. κατά προτίμηση στο σπίτι, αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι κι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, σε έναν τόπο που έχω επιλέξει να ταξιδέψω γι’ αυτόν τον σκοπό. Πιο αποδοτική ώρα, η πρωινή – αλλά προσπαθώ να ενδίδω, στο μέτρο του δυνατού, στην ξαφνική επιθυμία ή την έμπνευση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας με ευνοήσουν με την παρουσία τους.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Έως σήμερα, και στα τρία βιβλία που έχω γράψει, γνώριζα το τέλος (πρώτα), την αρχή και τη μέση της ιστορίας που θα αφηγηθώ, πριν ακουμπήσω την πένα στο χαρτί – ακόμα κι αν όλα είχαν αρχίσει από μία εικόνα που εμφανίστηκε απαιτητική στη φαντασία μου κάποια ανύποπτη στιγμή. Δεν ξέρω πως θα ξεκινήσει η επόμενη, αλλά δύσκολα θα ριχνόμουν στην περιπέτεια της γραφής μιας ιστορίας αν δεν είχα πρώτα βεβαιωθεί για τη δύναμή της – αν δεν είχα «δοκιμάσει» στο μυαλό μου ολόκληρη την πλοκή της, αλλά και τον τόνο της, την αίσθησή της, αφιερώνοντας μάλιστα  αρκετό χρόνο σ’ αυτή τη δοκιμή.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Τα «Δύο δώρα», μία νουβέλα 100 σελίδων, χρειάστηκαν μία  τριετία για να γραφτούν λόγω των απαιτήσεων της πρωινής μου δουλειάς: γράφτηκαν σαββατοκύριακα, σε διακοπές, σε αργίες, σε απέλπιδες νυχτερινές απόπειρες, με μεγάλα «κενά» και διαστήματα αποχής από τη συγγραφή και εις βάρος του χρόνου που οφείλω στους ανθρώπους που αγαπώ. Στον αντίποδα, το «Ένα ποτήρι μπίρα» (η τρίτη ιστορία του Χαλ), γράφτηκε μέσα σε δύο μήνες στην Ίο, μπροστά σ’ ένα παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα, με αδιατάρακτο καθημερινό ρυθμό και τη Μίκα,  μια πανέμορφη γάτα του λιμανιού κουλουριασμένη στα γόνατά μου.   

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Εδώ φοβάμαι ότι δεν θα πρωτοτυπήσω: η μοναξιά, η δημιουργία, ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος είναι κατά τη γνώμη μου τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας – και της τέχνης γενικότερα. Στα επί μέρους: η προσδοκία, η απώλεια, η ομορφιά, η ανεπάρκεια του σώματος, η ατομική (ηθική) επιλογή, η προσωπική μυθολογία σαν όχημα βίου και δημιουργίας, η μνήμη, η συνέχεια (της ανθρώπινης περιπέτειας).

Εάν μου επιτρέπεται να σχολιάσω τη δική μου δουλειά: oι τεχνικές που πρωτοδοκίμασα στις Ιστορίες του Χαλ, ανακαλύπτοντάς τες, εμπλουτίστηκαν και εξελίχθηκαν περαιτέρω στα δύο επόμενα βιβλία, βοηθώντας με να αποκρυσταλλώσω τα κυριότερα χαρακτηριστικά της πεζογραφίας μου ως τώρα: την πυκνότητα της αφήγησης, την αρθρωμένη σε αλληλοδιάδοχες σκηνές πλοκή, την έντονη εικονοποιία, την τοπιογραφική εστίαση, τον θραυσματικό χαρακτήρα των ιστοριών (που αποσπώνται από ευρύτερες αφηγήσεις, οι οποίες αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη), τη δεξίωση λογοτεχνικών έργων απομακρυσμένων μεταξύ τους στον χρόνο, τα οποία βρίσκονται έτσι για λίγο καθισμένα γύρω από το ίδιο τραπέζι, με οικοδεσπότη το βιβλίο μου.  και χάρηκα που τα περισσότερα από αυτά επισημάνθηκαν σε μία από τις πρόσφατες κριτικές για τα «Δύο δώρα», βοηθώντας κι εμένα να τα συνειδητοποιήσω (να τα ονοματίσω), θυμίζοντάς μου πόσο χρήσιμη είναι για τη λογοτεχνία η  κριτική όταν γίνεται με σεβασμό, μέθοδο, συνέπεια και γνώση.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Μα… τι άλλο από το να μπορεί να υπηρετήσει – μέσα από τη δική μου γραφίδα - κάποιο από τα παραπάνω αναφερθέντα θέματα! Και να το κάνει γοητεύοντας, καθηλώνοντας τον αναγνώστη: η μαγεία της αφήγησης μας έκανε όλους, σε πρώτο χρόνο, αναγνώστες. (Και οι πιο ωραίες, οι πιο βαθιές ιστορίες που ξέρω - με την έννοια του βάθους όπως την πραγματεύεται ο  Αιζάϊα Μπερλίν στις Ρίζες του ρομαντισμού -, είναι αυτές που κρύβουν μέσα τους μια σκοτεινή καρδιά, τον άρρητο πυρήνα ενός μύθου που πρέπει να παραμείνει ανερμήνευτος – για να θυμηθούμε και τον μεγάλο Χένρυ Τζαίημς). 

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Μια παθιασμένη καρδιά, ένα υψηλό ιδανικό, ένα πραγματικό «ράγισμα». πίστη βαθιά στη ζωή.  και να «ακουμπάει», συναισθηματικά, τα βιώματά μου – για να μπορεί να γεννηθεί αληθινός/αληθινή στο χαρτί.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Κάλφογλου. Τον είδα πίσω από το βρώμικο τζάμι ενός διαδρόμου του «Ερυθρού Σταυρού», ξημερώματα, μετά από μια  νύχτα αγρύπνιας, να κοιτάζει τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο του Σπιτιού, ψηλά πάνω από το λιμάνι της Ύδρας, έμπλεος πάθους και σκοταδιού.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Διαβάζω από πολύ μικρός, από νηπιακή ηλικία, οπότε δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που με εντυπωσίασε. Ίσως το πρώτο «ενήλικο» βιβλίο που μου προξένησε τεράστια εντύπωση – έχοντας διαβάσει τον Δεκαπενταετή πλοίαρχο, τον Τομ Σώγερ, τον Ελ Σιντ, τον Κόμη Μοντεχρήστο και άλλα πολλά, όλα σε διασκευές για παιδιά, όπως κυκλοφορούσαν τότε αυτά τα κλασικά βιβλία – να ήταν το Κάτω απ’ το βλέμμα του Βούδα, της Περλ Μπακ, γύρω στα εννιά μου: η πορεία του φτωχού μα άξιου Ουάνγκ Λανγκ στη ζωή με είχε συνταράξει. Τότε κατάλαβα ότι μία αφήγηση μπορεί να είναι συγκλονιστική χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην μια περιπέτεια γεμάτη σασπένς, ηρωικά κατορθώματα, εντυπωσιακές ανατροπές κ.λπ..

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Ναι: ο Ντέιβιντ Κόππερφηλντ, ο Υπερίωνας, ο Δον Κιχώτης, ο Μάρτιν ‘Ηντεν, ο Θάνατος στη Βενετία, τα Εκατό χρόνια μοναξιά, η Εφεύρεση του Μωρέλ, ο Νιλς Λυν, τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα και η Θεωρία της ηδονής, όλα διαβασμένα σε πολύ νεαρή ηλικία, τότε που τα βιβλία μπορούν πραγματικά να σου αλλάξουν τη ζωή.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι πολλοί για να τους αναφέρω! Ενδεικτικά, και πρόσθετα στους δημιουργούς των παραπάνω έργων: ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, ο Λέων Τολστόι, η Έμιλυ Μπροντέ, ο Στέφαν Τσβάϊχ, ο Τσέζαρε Παβέζε, η ‘Αγκαθα Κρίστι, ο Μίλαν Κούντερα, ο Λέοναρντ Κόεν, ο Μαξ Ζέμπαλντ, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Τάσος Λειβαδίτης.   

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Την ώρα που γράφω έχω ανάγκη από απόλυτη σιωπή. Την περίοδο της συγγραφής διαβάζω κατά βούληση πεζογραφία ή ποίηση, όπως πάντα.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Μετά την τριετή κυοφορία των «Δύο δώρων» αρκούμαι στο να παρακολουθώ, να συζητώ και να χαίρομαι τον τρόπο που τα διαβάζουν οι αναγνώστες, όταν έχω την ευκαιρία. Το επόμενο βιβλίο  θα χρειαστεί να περιμένει λίγο ακόμα.