Του Θεόδωρου ΤόναΤο 2011 στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου και της συνδρομής των εταίρων μας για την βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης ήρθε στη χώρα μας η λεγόμενη task force. Ήταν ομάδα Γερμανών τεχνοκρατών, που θα παρείχαν την σχετική τεχνογνωσία στη χώρα μας. Στις συναντήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη υπουργείων οι πρώτες ερωτήσει, που τους έθεσαν, ήταν, αν γνωρίζουν, ποια είναι η προστιθέμενη αξία της υπηρεσίας τους, στην εθνική οικονομία.
Φυσικά τα στελέχη των υπουργείων τους κοιτούσαν λες και οι Γερμανοί άρχισαν να τους μιλούν κινέζικα. Αμέσως βέβαια τα μέλη της task force κατάλαβαν, ποιος ήταν ο πυρήνας του προβλήματος. Στην Ελλάδα δεν μετρούσαμε. Εξάλλου είναι γνωστή η φράση, που ακούγεται τακτικά από τα χείλη πολιτικών και ιδιαίτερα από στελέχη της παρούσας κυβέρνησης, ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς, που σημάνει ότι εμείς δίνουμε σημασία μόνο στους ανθρώπους και αδιαφορούμε για τους αριθμούς. Όπως αποδείχθηκε στη χώρα μας ειδικά όσοι διαχειρίζονταν δημόσιο χρήμα, δεν ήξεραν, αλλά κυρίως δεν ήθελαν να μετρούν.
Ένας μύθος, που επικράτησε στη χώρα ιδιαίτερα την περίοδο της μεταπολίτευσης, ήταν αυτός, που θέλει το κράτος, να μας παρέχει δωρεάν τις υπηρεσίες του. Έτσι μιλούσαμε για δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία, για κράτος πρόνοιας που μοίραζε δωρεάν επιδόματα κλπ. Δημιουργήθηκε έτσι η ψευδαίσθηση ότι το κράτος έχει δικά του λεφτά. Με το μέτρημα το πρώτο που αποκαλύφθηκε ήταν ότι δεν υπάρχουν δωρεάν “γεύματα”. Όλα έχουν κάποιο κόστος, το οποίο άλλες φορές είναι φανερό και άλλες φορές κρυφό. Έτσι μετρώντας μάθαμε πόσο μας κοστίζει το ασφαλιστικό σύστημα, πόσο μας κοστίζει η μισθοδοσία του δημοσίου, πόσο μας κοστίζει η κάθε υπηρεσία του δημοσίου, πόσο μας κοστίζει η υγεία, πόσο η παιδεία, η δικαιοσύνη, το κοινωνικό κράτος κλπ. Η αγαπημένη τακτική στη χώρα μας ήταν, το κόστος μιας υπηρεσίας να το αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος (αγαπημένη φράση της μεταπολίτευσης “που είναι το κράτος;”) δηλαδή ο άγνωστος φορολογούμενος.
Με το μέτρημα όμως δεν μαθαίνουμε μόνο τι μας κοστίζει η κάθε κρατική δραστηριότητα, αλλά και τι κερδίζουμε από αυτή. Το κέρδος αυτό σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι άμεσο, είναι όμως μετρήσιμο. Το όφελος από τις δαπάνες στην παιδεία ή στην υγεία και στο κοινωνικό κράτος είναι μετρήσιμο και μάλιστα κάποιες φορές με μεγάλη ακρίβεια.
Το ότι δεν μετρούσαμε, επέτρεπε βέβαια σε πολλούς σκοπίμως, να μεγεθύνουν τα κέρδη και να μειώνουν τα κόστη, προκειμένου να κρύψουν την ζημία, η οποία διογκώνονταν συνεχώς δημιουργώντας ελλείμματα, τα οποία καλύπτονταν με δάνεια.
Έτσι όταν αρχίσαμε να μετράμε μάθαμε, πόσοι ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι, πόσοι και ποιοι οι συνταξιούχοι και πόσο μας κοστίζουν. Εντυπωσιακά ήταν τα στοιχεία για το κόστος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης μάθαμε ποιος το πλήρωνε. Διακόσια δισεκατομμύρια ευρώ (200.000.000.000€) περίπου ήταν το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης επιπλέον των ασφαλιστικών εισφορών από το 2000 μέχρι το 2015, που κλήθηκαν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι. Τελικά μάθαμε ότι, το κράτος δεν έχει δικά του λεφτά, αλλά απλώς διαχειρίζεται τα δικά μας, που του δίνουμε με τους φόρους μας.
Αφού δεν ξέραμε βέβαια, ποσό κοστίζει μια υπηρεσία και τι κερδίζουμε από αυτή, δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε και την αποδοτικότητα αυτής και κατά πόσο είναι παραγωγική και ανταγωνιστική. Και θα αναρωτηθεί βέβαια κάποιος. Γιατί πρέπει να είναι ανταγωνιστικό το δημόσιο, αφού οι περισσότερες λειτουργίες του είναι μονοπωλιακές; Για παράδειγμα γιατί θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικές οι εφορίες ή οι πολεοδομίες ή τα δικαστήρια, ακόμη και τα σώματα ασφαλείας και η εθνική άμυνα;
Αυτό που διαφεύγει από πολλούς, είναι ότι, ο δημόσιος τομέας λειτουργεί συμπληρωματικά - υποστηρικτικά ως προς τον ιδιωτικό τομέα. Το κόστος των λειτουργιών και των υπηρεσιών του δημοσίου μετακυλίεται στον ιδιωτικό τομέα και καθορίζει το τελικό κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών, που αυτός παράγει. Για παράδειγμα το κόστος της δικαιοσύνης, στο οποίο συνυπολογίζεται το κόστος των νομικών υπηρεσιών, το κόστος λειτουργίας των δικαστηρίων, αλλά και το κόστος της καθυστέρησης επίλυση μιας υπόθεσης που οδηγείται στα δικαστήρια, επηρεάζει το κόστος προϊόντων και υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα, καθώς αυτός καλείται σε κάθε περίπτωση μέσω της φορολογίας, της δικαστικής δαπάνης, και των διαφυγόντων κερδών λόγω καθυστέρησης, να πληρώσει το κόστος αυτό.
Σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένο το κόστος λειτουργίας του δημόσιου τομέα μιας χώρας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της χώρας αυτής.
Η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κρατών εξηγεί και το φαινόμενο του ιδιότυπου ανταγωνισμού, που οδηγεί σε μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων. Προϋπόθεση όμως της μείωσης των φορολογικών συντελεστών αποτελεί η μείωση του λειτουργικού κόστους των κρατικών δομών και υπηρεσιών, γιατί διαφορετικά η μείωση των φορολογικών εσόδων θα δημιουργήσει δημοσιονομικά ελλείμματα.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό γιατί είναι απαραίτητη η κοστολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών, ώστε με τις κατάλληλες παρεμβάσεις να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα τους, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της οικονομίας στο σύνολό της.
Για να προλάβω όσους πιθανόν θεωρούν ότι, με όσα αναφέρω, βάζω τους αριθμούς πάνω από τους ανθρώπους, να επισημάνω, ότι παραγωγικές δαπάνες είναι και οι λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες. Όμως δυστυχώς στη χώρα μας κοινωνικές δαπάνες βαφτίσαμε τα προηγούμενα χρόνια την επιδότηση των υψηλών συντάξεων των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ και γενικότερα την λειτουργία ενός ασφαλιστικού συστήματος άδικου και σπάταλου. Μετρήσεις έχουν δείξει ότι, οι κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας αναλογικά συμβάλλουν πολύ λιγότερο σε σχέση με άλλες χώρες στην μείωση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο διατίθενται είναι αντιπαραγωγικός και αναποτελεσματικός, δηλαδή το αποτέλεσμα είναι κατώτερο του αναμενόμενου και σε σύγκριση με τις επιδόσεις άλλων χωρών.
Επιπλέον με το μέτρημα μπορούμε να γνωρίζουμε και ποιος πραγματικά πληρώνει το κόστος μιας υπηρεσίας. Πολλές φορές ο τρόπος κατανομής του ήταν άδικος, καθώς προνομιούχες ομάδες ωφελούνταν των υπηρεσιών του δημοσίου, ενώ το κόστος το πλήρωναν οι αδύναμοι.
Η κοστολόγηση της λειτουργίας του δημοσίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για να προχωρήσουμε και στην αξιολόγηση τόσο των δομών του και του προσωπικού του με στόχο ένα αποτελεσματικό και παραγωγικό δημόσιο, που θα είναι στήριγμα και όχι βαρίδι της εθνικής οικονομίας στο δύσκολο διεθνές παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Γιατί αλλιώς τι νόημα έχει, να έχεις άριστους υπαλλήλους σε μία υπηρεσία, που ο πολίτης την πληρώνει ακριβά για να του παρέχει χαμηλής ποιότητας ή περιττές υπηρεσίες. Ταυτόχρονα όμως είναι σημαντικό το κράτος να λειτουργεί με διαφάνεια και να γνωρίζουμε, ποιο είναι το κόστος του, ποιος πραγματικά το πληρώνει και ποιος ωφελείται από τις υπηρεσίες του.
*Ο κ. Θεόδωρος Τόνας είναι δικηγόρος.
