Χρύσα Φάντη: «Στη γραφή υπάρχει πάντα αυτή η αίσθηση του αλλόκοτου»

Χρύσα Φάντη: «Στη γραφή υπάρχει πάντα αυτή η αίσθηση του αλλόκοτου»

«Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές μου, και στο Δόντι του Λύκου και στα Θολά Νερά, προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τις καθημερινές τους συνήθειες και το ερωτικό και οικογενειακό παρελθόν τους, κατευθυνόμενοι προς τόπους άγνωστους ή επιστρέφοντας στη γη που γεννήθηκαν. Αλλά αυτή η γη, στο παρελθόν οικεία και προσφιλής, είναι συνήθως μια γη που πλέον δεν τους ανήκει. Κάποιοι πάλι, ανασύροντας παλιές ενοχές και φοβίες, προσπαθούν να βρουν ανακούφιση σε φανταστικά πρόσωπα, πιθανή αντανάκλαση των ονείρων τους. Λίγοι βρίσκουν ένα όραμα που να τους καλύψει τα κενά, μια ιδέα που δεν θα γυρίζει σε ιδεοληψία ή δεν θα καταλήγει σε φιάσκο.»

Η Χρύσα Φάντη, με τα καινούργια της διηγήματα «Σε θολά νερά» από τις εκδόσεις Σμίλη να βρίσκονται στις προθήκες και με το μυθιστόρημα «Ο Χορός του κάβουρα» στα συρτάρια της, ανοίγει στο Liberal.gr όλα της τα χαρτιά. Αποκωδικοποιώντας τίτλο, εξηγώντας όλες τις απαιτήσεις που έχει ένα διήγημα, τη δυσκολία του να γράφεις όντας ταυτοχρόνως και κριτικός. Αναγνωρίζοντας «Εμμονές (που) ασφαλώς και υπάρχουν. Και από αυτές, όσο κι αν αυτό ακούγεται “εγωιστικό”, οι πιο προσωπικές, αυτές που έχουν γίνει ένα με το πετσί μας, είναι και οι καλύτερες».

Όπως υπάρχουν, όπως μας εξηγεί και «Και πολλές τεχνικές και πολλά αινίγματα, που αν δεν μπορείς να τα λύσεις γράφοντας ένα βιβλίο, μπορείς ωστόσο να τα δεις και να τα περιγράψεις, να τα ονοματίσεις ή να τα θέσεις αλλιώς στις σελίδες του. Κι αυτό το “αλλιώς”, κατά κάποιον τρόπο, σε απελευθερώνει.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κυρία Φάντη, «Σε θολά νερά», να ξεκινήσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο; Κυριολεκτικός; Αλληγορικός;

Αλληγορικός περισσότερο, αν και το ένα στοιχείο (αυτό της αλληγορίας) δεν αναιρεί το άλλο, αντίθετα, το ισχυροποιεί. Η κυριολεξία φέρνει μια ιστορία πιο κοντά στα μέτρα μας, η αλληγορία όμως τη φωτίζει αλλιώς, προσδίδοντάς της άλλη διάσταση. Ένας δεύτερος τίτλος θα μπορούσε να είναι «Βουτιές στο ταβάνι», αφού και στα δεκατρία διηγήματα τα πρόσωπα και οι πράξεις τους δεν είναι τα αναμενόμενα. Σε κάθε περίπτωση τα περιβάλλοντα στα οποία κινούνται, ακόμη κι όταν είναι συγκεκριμένα, τυλίγονται από ένα πέπλο ομίχλης, ενώ και τα όρια ανάμεσα στην επικοινωνία και την παρανόηση παραμένουν ρευστά και ασαφή.

- Μετά το μυθιστόρημα «Η Ιστορία της Σ», «Το δόντι του λύκου», και το «Σε θολά νερά» διηγήματα, τι απαιτήσεις έχουν τα διηγήματα που δεν έχει το μυθιστόρημα, δηλαδή τι είναι εκείνο που πρέπει να έχει ή να προσέξει ο συγγραφέας τους;

Ωραία το τοποθετείτε. Συνήθως αναρωτιόμαστε τι απαιτήσεις έχει το μυθιστόρημα, που δεν τις έχει το διήγημα. Οι περισσότεροι άλλωστε υποστηρίζουν ότι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μαραθώνιος ενώ εκείνη ενός διηγήματος, (ακόμη και μιας ολόκληρης συλλογής), αγώνας δρόμου με τέρμα τα 100 μ. Και τα δύο είδη έχουν τα μυστικά, τους κανόνες, τις δυσκολίες τους. Η μικρή φόρμα εστιάζει συνήθως σε λίγα πρόσωπα (ένα, δύο, το πολύ τρία, με το τελευταίο να λειτουργεί πολλές φορές ως καταλύτης), και έχει περισσότερη ανάγκη από αρτιότητα, ενιαία δομή και εστίαση.

Πρωταρχική σημασία έχει και η κατάληξη, που απογειώνει το κείμενο όταν εκφέρεται με λόγο καίριο και αποκαλυπτικό, ακόμη και στην περίπτωση που, κατ’ αντιδιαστολή, τα θέματα που διαπραγματεύεται παραμένουν ανοιχτά και αμφίβολα. Επιπλέον, η σύντομη αφήγηση σπάνια ευνοεί μακροσκελείς παρενθέσεις και εγκιβωτισμούς. Τόσο τα περιγραφικά όσο και τα αφηγηματικά ή διαλογικά μέρη της, οφείλουν να έχουν ροή και συνέπεια, να είναι ευθύβολα, προπαντός όταν καλούνται να φλερτάρουν με τη ρευστότητα ή να αποδώσουν ατμόσφαιρες πιο αφαιρετικές, γεγονός που απαιτεί πείρα και μαεστρία.

Το καλό διήγημα απαιτεί λέξεις καλά επιλεγμένες ─ στοιχείο που θα το ξεχωρίσει από την εφήμερη και συχνά ακατέργαστη γλώσσα της δημοσιογραφίας και του χρονογραφήματος, αν και όχι σπάνια, υπάρχουν χρονογραφήματα που είναι υποδειγματικά. Αλλά και στα καλά μυθιστορήματα (όσο γειωμένα κι αν εμφανίζονται) όλα τα παραπάνω (αλληγορία, γραφή βασανιστικά επεξεργασμένη και ρήσεις που απαιτούν πολλές αναγνώσεις) θεωρούνται το ίδιο σημαντικά.

Όπως και να χει η γραφή είναι μία, ανεξάρτητα από το είδος του λόγου της. Άλλωστε, τα παραπάνω αποτελούν κανόνες που επιβεβαιώνονται μέσ’ από επιτυχείς εξαιρέσεις. Υπάρχουν μυθιστορήματα όπου παράλληλα με την κύρια αφήγηση ενυπάρχουν παρένθετες αυτοτελείς διηγήσεις ή παρεμβάλλονται κείμενα τόσο αυτόνομα που να μπορούν να διαβαστούν με όποια σειρά επιλέξει ο αναγνώστης, κεφάλαια που μπορούν να σταθούν και από μόνα τους και με γραφές εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, για να μη μιλήσουμε και για τα καθαρά «σπονδυλωτά» ή τα λεγόμενα «υβριδικά». Κατά συνέπεια, χαρακτηριστικά που συναντάμε στη μικρή φόρμα αποτελούν σημεία αναφοράς και στο μυθιστόρημα.

- Και πόσο εύκολο είναι να γράφεις λογοτεχνία ασκώντας παράλληλα και με εξαιρετικό τρόπο κριτική;

Δέχομαι τη γενναιόδωρη κρίση σας, κυρίως ως κέντρισμα για περαιτέρω σπουδή και βελτίωση. Όσο για το πόσο εύκολο ή πόσο δύσκολο είναι να συνταιριάζεις τα δύο είδη, κι εδώ η απάντηση είναι σχετική. Και εύκολο και δύσκολο ─ το νιώθετε και το βιώνετε πιστεύω και εσείς εδώ και δεκαετίες. Πρόκειται για δραστηριότητες διακριτές αλλά ταυτόχρονα αλληλοεξαρτώμενες και συγγενικές. Αναμφίβολα τροφοδοτούν και επηρεάζουν η μία την άλλη, και αν είναι γνήσιες αυτό γίνεται προς το καλό και των δύο.

Σε ιδανικές συνθήκες, θα μπορούσαν να συνομιλούν με ειλικρίνεια, να έχουν αυθεντικότητα και να μην καθορίζονται από στοιχεία εξωκειμενικά, μόδες και ρεύματα. Κινούνται άλλωστε στα ίδια πεδία, (η μια εκτίθεται γράφοντας πρωτογενώς και η άλλη κρίνοντας τα γραφόμενα της πρώτης), και ως εκ τούτου περικλείουν παρόμοιες προκλήσεις και τον ίδιο κίνδυνο έκθεσης, η κάθε μία από τη δική της σκοπιά, το δικό της συγγραφικό μετερίζι.

Τόσο το καλό βιβλίο όσο και η κριτική του, αναζητούν μοίρασμα και επικοινωνία. Η μυθοπλασία ποντάρει περισσότερο στην επινόηση, την προσωπική έκφραση και την ιδιοπροσωπεία του γράφοντος, ενώ η κριτική, λειτουργία πιο εγκεφαλική και αναλυτική, όταν δεν είναι πολυεπίπεδη και ανοιχτή στο καινούριο είναι καταδικασμένη να παραμείνει εφήμερη. Αν δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, πόσο μάλλον οραματική, ας αποφεύγει τουλάχιστον συμπεράσματα που εύκολα ξεπέφτουν σε ψόγο.

Μια καλή κριτική δεν είναι απαραίτητα επικριτική. Θέλει πολύ προσοχή όταν κρίνεις κείμενα, που ίσως ξενίζουν, αλλά στην πραγματικότητα κομίζουν κάτι διαφορετικό ή έχουν κάτι σπουδαίο να «δείξουν». Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι ο τρόπος που προσεγγίζει κάποιος ένα βιβλίο επηρεάζει και τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει την επομένη και τα δικά του γραφόμενα. Και αντίστροφα.

- Υπάρχει κοινή συνισταμένη στα διηγήματα; Ενδεχομένως η τύχη των ηρώων σε περίπτωση που απεγκλωβιστούν από την προστατευτική καθημερινότητά τους και βγουν στην αληθινή ζωή;

Πράγματι. Οι περισσότεροι πρωταγωνιστές μου, και στο Δόντι του Λύκου και στα Θολά Νερά, προσπαθούν να απεγκλωβιστούν από τις καθημερινές τους συνήθειες και το ερωτικό και οικογενειακό παρελθόν τους, κατευθυνόμενοι προς τόπους άγνωστους ή επιστρέφοντας στη γη που γεννήθηκαν.

Αλλά αυτή η γη, στο παρελθόν οικεία και προσφιλής, είναι συνήθως μια γη που πλέον δεν τους ανήκει. Κάποιοι πάλι, ανασύροντας παλιές ενοχές και φοβίες, προσπαθούν να βρουν ανακούφιση σε φανταστικά πρόσωπα, πιθανή αντανάκλαση των ονείρων τους. Λίγοι βρίσκουν ένα όραμα που να τους καλύψει τα κενά, μια ιδέα που δεν θα γυρίζει σε ιδεοληψία ή δεν θα καταλήγει σε φιάσκο.

Έτσι ή αλλιώς, η περιπέτεια, η διακινδύνευση και ότι πρόκειται να αντιμετωπίσουν, ξεκινά από τη στιγμή που αποφασίζουν να φύγουν, ή απλώς και μόνο να περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους αφήνοντας πίσω τούς τέσσερις τοίχους του δωματίου τους. Στην πραγματικότητα βέβαια, η διαδρομή είναι πολύ πιο σύνθετη και αρχίζει πολύ πριν την έξοδο. Και μιλώ για τα τραύματα που κουβαλούν από την πρώιμη παιδική ηλικία, τις πληγές που τα σημαδεύουν από τη γέννα τους.

Σε κάθε περίπτωση, αργά ή γρήγορα συνειδητοποιούν ότι αν δεν κοιτάξουν και δεν σκάψουν βαθιά μέσα τους, αν δεν ταξιδέψουν και δεν φύγουν έστω και νοερά, για να επιστρέψουν περισσότερο ώριμοι και αποστασιοποιημένοι, δεν θα μπορέσουν να βρουν απάντηση σε όσα τους ταλανίζουν.

- Κυρία Φάντη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Τα τελευταία χρόνια οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί, δεν αναγκάζομαι να τρέχω εδώ και εκεί σαν τον Βέγγο, δεν αναλώνομαι όσο στο παρελθόν. Έχω τον χώρο μου, το δωμάτιό μου, που έλεγε και η Βιρτζίνια, και μια σχετικά καλή φυσική κατάσταση. Από εκεί κι ύστερα, ένας υπολογιστής, μια γουλιά ντεκαφεϊνέ και το ατμιστιράκι μου, αρκούν.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Κάποτε κι ένας τίτλος. Στη συνέχεια η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη, τα πρόσωπα και οι ιστορίες αυτονομούνται, τα ίδια τα κείμενα σε πάνε εκεί που αυτά επιθυμούν, κι εσύ δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Στη γραφή υπάρχει πάντα αυτή η αίσθηση του αλλόκοτου, που σε κατέχει την ίδια στιγμή που σε ξεπερνά. Νομίζεις ότι περιγράφεις πράγματα επινοημένα και στην πορεία ανακαλύπτεις πως πρόκειται για δικά σου βιώματα. Άλλοτε πάλι, ενώ προσπαθείς να μιλήσεις για τον εαυτό σου, αναγκάζεσαι να μασκαρευτείς, τα πραγματικά στοιχεία αλλοιώνονται, πολλά παραλείπονται, αποδομούνται ή εκφράζονται αλλιώς. Ίσως αυτό να οφείλεται τη ίδια την πραγματικότητα, που συνήθως μας διαφεύγει, που δεν είναι ποτέ κτήμα μας, ίσως σ’ αυτό καθαυτό το μυστήριο που περικλείει την τέχνη, αλλά και την ίδια τη γλώσσα, που στην κάθε της φράση, στην μία και μόνο λέξη, στον φθόγγο, αποδεικνύεται οικεία μαζί και ανοίκεια.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Εμμονές ασφαλώς και υπάρχουν. Και από αυτές, όσο κι αν αυτό ακούγεται «εγωιστικό», οι πιο προσωπικές, αυτές που έχουν γίνει ένα με το πετσί μας, είναι και οι καλύτερες. Αλλά υπάρχουν και πολλές τεχνικές και πολλά αινίγματα, που αν δεν μπορείς να τα λύσεις γράφοντας ένα βιβλίο, μπορείς ωστόσο να τα δεις και να τα περιγράψεις, να τα ονοματίσεις ή να τα θέσεις αλλιώς στις σελίδες του. Κι αυτό το «αλλιώς», κατά κάποιον τρόπο, σε απελευθερώνει.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Αυθεντικότητα, και συγχρόνως πολλές αλλόκοτες όψεις και παραμέτρους, εικόνες πρωτότυπες, αναπάντητα ερωτήματα, απανωτές αντιφάσεις. Να έχει κάτι, που να δονεί επί μακρόν τις αισθήσεις μου, να κινητοποιεί τις σκέψεις μου ή το αντίθετο, να τις μπλοκάρει κάθε φορά που την ανακαλώ, κάτι σαν στοίχειωμα. Τότε, αρκεί μια εικόνα της για να μου δώσει το έναυσμα, μια αμφιλεγόμενη παρουσία ή μισοτελειωμένη στιχομυθία, κάποια φράση μετέωρη ή ένα αβέβαιο βίωμα που δεν διαφέρει και πολύ από φαντασίωση, αλλά και καταστάσεις και πρόσωπα που, ενώ εκ πρώτης όψεως έμοιαζαν γνώριμα, στην πραγματικότητα παρέμεναν ανεξιχνίαστα.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Εδώ χρειάζεται απόσταση. Σε περιόδους που ένιωθα αυτή την απόσταση, σκεφτόμουν τον καιρό που αυτό δεν μου ήταν δεδομένο και αναλογιζόμουν τις αιτίες εκείνου του εγκλωβισμού. Κάπως έτσι πιστεύω γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω την ιστορία της Σ.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Σ., που μόλις σας ανέφερα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήρθε με έναν τέτοιο τρόπο. Πρόκειται για ένα αμίλητο κορίτσι, με όλα τα τραύματα μιας κακοποίησης αλλά και τη γλύκα της άγνοιας και της αθωότητας. Στο βιβλίο μου, η Σ. καλείται να πάρει τη ζωή στα χέρια της, αφήνοντας πίσω της μια μάνα κατατονική κι ένα νοσηρό οικογενειακό περίγυρο.

Γόνος ξεπεσμένων γαιοκτημόνων, ξεκινάει από την Ερεσό της Λέσβου και φτάνει στην Αθήνα και στο Παρίσι, για να επιστρέψει μετά από πολλές δεκαετίες στον τόπο της, όταν πια το πρόσωπο που πρώτο την κακοποίησε πνέει τα λοίσθια. Πώς όμως, να δώσεις φωνή σε ένα πλάσμα που δεν μιλάει; Πώς να διαπραγματευτείς το αδικαίωτο έγκλημα, την πληγή που δεν πρόκειται να επουλωθεί; Για την πορεία της, έπρεπε να αφήσω να μιλήσουν τα ίδια τα πράγματα, μέσα από μια μνήμη λειψή, ελλειμματική. Να αφεθώ σε μια θρυμματισμένη αφήγηση, με πολλές φωνές, εκδοχές, τρύπες και χάσματα.

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

«Η Πείνα» του Νορβηγού Κνουτ Χάμσουν. Ήμουν δώδεκα χρονών, όχι παραπάνω. Θυμάμαι εκείνη τη θολή ατμόσφαιρα, κάτι σαν βουτιά στο ταβάνι... Με συνεπήρε ο αδιέξοδος σαρκασμός του ήρωα-συγγραφέα, ο οποίος, προκειμένου να συνεχίσει να ζει από το γράψιμο, αποστασιοποιείται από κάθε άλλη πίστη, και τελικά, μέσω της πείνας την οποία υφίσταται αλλά και υποδορίως αποδέχεται ή ακόμη και προκαλεί, φτάνει στην πλήρη εξαθλίωση, ένα βήμα πριν την παράνοια.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Και στη συνέχεια, «Η μητέρα του σκύλου», του Παύλου Μάτεσι.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Πολλοί, με κορυφαίους τον Κάφκα και τον Καβάφη.

- Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όταν γράφω προτιμώ τη σιωπή. Δύσκολο να συγκεντρωθείς και να αποδώσεις όταν κατακλύζεσαι από άλλους ρυθμούς, λόγια, εικόνες, πληροφορίες, θορύβους. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το διάβασμα. Το διάβασμα, παράλληλα με το γράψιμο, δεν σταματά ποτέ. Μου είναι απαραίτητο και δεν είναι λίγες οι φορές που μια καινούρια ανάγνωση μού άνοιξε ένα παράθυρο, έναν πρωτόγνωρο δίαυλο επικοινωνίας με αυτά που έγραφα, μια λύση διαφορετική για μια υπόθεση, ένα ζήτημα, που με τριβέλιζε, που κλωθογύριζε από καιρό στο μυαλό μου.

- Να κλείσουμε, όπως ανοίξαμε, με τα διηγήματα που θα εκδοθούν εντός των ημερών. Συνθήκες γραφής;

Συνθήκες… Καλές, θα έλεγα. Σίγουρα, λιγότερο βασανιστικές από τις προηγούμενες, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Γνώση; Εμπειρία; Ωριμότητα, για να βρω πιο εύκολα τη σωστή ροή, το ύφος, την εσωτερική φωνή; Θεωρώ ότι γράφτηκαν σχετικά γρήγορα, η μία μετά την άλλη, με πολλές βέβαια αναιρέσεις ή επεκτάσεις, και σε συνδυασμό με άλλα διαβάσματα και γραψίματα. Στη συνέχεια, ολοκλήρωσα και ένα αρκετά εκτενές μυθιστόρημα, με τίτλο «ο Χορός του κάβουρα», που ελπίζω να εκδοθεί σχετικά σύντομα.