Βγαίνουμε από την κρίση;

Βγαίνουμε από την κρίση;

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη

Στη γενική ευφορία των ημερών μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και την έκδοση του δεκαετούς ομολόγου, είναι χρήσιμο να τεθούν και ορισμένοι καλόπιστοι προβληματισμοί. Σκεφτείτε μια επιχείρηση που δανείζεται με υψηλότερο επιτόκιο στην αγορά από την απόδοση των χρημάτων του δανεισμού της. Αυτή η επιχείρηση δεν είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμη. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική οικονομία? το Δημόσιο δανείζεται με επιτόκιο 3,9% στις αγορές και ο ρυθμός ανάπτυξής της δεν ξεπερνά το 2%.

Αν δεν προσέξουμε, ο κίνδυνος της χρεοκοπίας της χώρας θα επανέλθει. Είναι γνωστό ότι η δυναμική του δημόσιου χρέους, εκτός από το ύψος του χρέους αυτού καθαυτού, εξαρτάται κυρίως από τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Σε μια οικονομία στην οποία δεν επενδύονται κεφάλαια, όπως είναι η ελληνική οικονομία σήμερα, αργά ή γρήγορα η παραγωγή και οι εξαγωγές συρρικνώνονται, καθώς απομειώνονται σταδιακά και το φυσικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο.

Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατόν να δημιουργούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς σημαντικές παρενέργειες στην παραγωγική οικονομία. Τα επιθυμητά πρωτογενή πλεονάσματα που σταθεροποιούν το δημόσιο χρέος είναι όσα προέρχονται από την ανάπτυξη της οικονομίας κι όχι εκείνα που προκύπτουν από την υπέρμετρη φορολόγηση των πολιτών. Η κυβέρνηση προτίμησε συνειδητά τη δεύτερη επιλογή.

Όμως, από τις εκθέσεις και τις συστάσεις των παγκόσμιων οργανισμών και διεθνών φορέων προς την Ελλάδα, προκύπτει ότι κάθε μέρα που περνάει εξαιτίας της εξάντλησης της παραγωγικής οικονομίας από τη δυσβάστακτη φορολογία η χώρα βυθίζεται όλο και περισσότερο στα οικονομικά της προβλήματα. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αντανακλώνται -παρά τους πανηγυρισμούς- και στο επιτόκιο δανεισμού της από τις διεθνείς αγορές.

Εάν κανείς έχει αμφιβολίες γι' αυτό δεν έχει παρά να συγκρίνει τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας με αυτά των χωρών της ευρωζώνης που βγήκαν από μνημόνια. Η Ιρλανδία δανείζεται με 0,8% (με ρυθμό ανάπτυξης 4,2%), η Πορτογαλία με 1,5% (με ρυθμό ανάπτυξης 2,2%) και η Κύπρος με 1,9% (με ρυθμό ανάπτυξης 3,8%). Εκτός από το ύψος του χρέους, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας καθορίζονται επίσης από παράγοντες, όπως:

? ο κίνδυνος της αστάθειας να γίνει το χρέος αυτοτροφοδοτούμενο,

? η προ φόρων βέβαιη ισοδύναμη απόδοση των κεφαλαίων που επενδύονται,

? το ύψος της φορολογίας, το οποίο προσδιορίζει την καθαρή απόδοση των κεφαλαίων,

? ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, ο οποίος προσδιορίζει με τη σειρά του τη δυνατότητά της να δανείζεται και

? το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η ανάπτυξη είναι αναιμική, καθώς η παραγωγικότητα φθίνει, οι επενδύσεις στην οικονομία βρίσκονται στο μισό περίπου του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σε καθοδική τάση, με αποτέλεσμα το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας να μην ανανεώνεται και η φοροδοτική ικανότητα των παραγωγικών και χρήσιμων πολιτών της έχει ήδη εξαντληθεί από την εξοντωτική υπερφορολόγηση.

Εάν ισχύουν όλα αυτά, γιατί μας δάνεισαν οι αγορές; Εκτός από τη διεθνή ευνοϊκή συγκυρία, το πιθανότερο είναι ότι προεξόφλησαν, όπως άλλωστε δήλωσε και ο κ. Μπαρόζο, την επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα και την εφαρμογή μιας φιλελεύθερης αναπτυξιακής πολιτικής.

Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 8 Μαρτίου