Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: «De profundis βγαίνουν όλα»

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: «De profundis βγαίνουν όλα»

«Εμμονές δεν θα το έλεγα· αν βέβαια δεν θεωρήσουμε εμμονή το ότι πάντα ξεκινώ,  τριγυρνώ και καταλήγω μέσα μου· στον πάτο της ύπαρξης. Από εκεί συνάγονται και όλα μου τα θέματα, που έχουν να κάνουν με το πεπερασμένο της ανθρώπινης μοίρας· είτε είναι θέματα δημόσια, είτε ατομικά. Γενικά δεν μού αρέσει να επαναλαμβάνομαι, και σ’ αυτό μάλλον μ’ έχει βοηθήσει πολύ το γεγονός ότι έχω γράψει τελείως διαφορετικά πράγματα: Και πεζά, διηγήματα, και ένα «ηθιστόρημα», αλλά και θεατρικά έργα, που μάλιστα -δεν ξέρω γιατί- είναι ποιητικά γραμμένα, με ρίμα και με στίχους αυστηρά μετρημένους. Πάντα ωστόσο ξέρω τι θέλω να πω. Δεν μού αρέσει να κρύβομαι και να φορτώνω στον αναγνώστη δικά μου αδιέξοδα.»

Υποστηρίζει ο συγγραφέας και μεταφραστής Αλέξανδρος Αδαμόπουλος. «Αν κάτι έχει απ’ την αρχή μια δική του ζωή, μού τη λέει μόνο του· κι όσο εγώ το ακούω προσεκτικά», θα μας πει στο Liberal.gr ανοίγοντας το δικό του εργαστήρι γραφής. Εξάλλου, ως «ο καλός μαραγκός» κυριολεκτικά το κατασκεύασε μόνος του. Όπως έχει κάνει και άλλα πολλά: Ίδρυσε την "Εταιρεία Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου", με σκοπό τη διάσωση και διάδοση του έργου του συνθέτη. Συνεργάστηκε με το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων από την ίδρυση του το '91, ως γενικός γραμματέας και ως πρόεδρος του Σωματείου Φίλων του Μουσείου. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου,

Και μεταξύ άλλων έγραψε τα «Δώδεκα και ένα ψέματα» (Ίκαρος 1992 που έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα τούρκικα), το "Ψέματα πάλι" (που έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και τα γερμανικά), τον «Σιμιγδαλένιο» (που έχει κυκλοφορήσει στην Αυστραλία και την Τουρκία και έχει παρουσιαστεί σε περισσότερες από πενήντα διαφορετικές παραγωγές σε όλη τη χώρα).

«Αυτές τις μέρες – θα μας ανακοινώσει- εκδόθηκαν οι ‘Δαιμονισμένοι’. Ασχολούμαι πάρα πολλά χρόνια μ’ αυτούς -πάνω από τριάντα- κι έπρεπε να φύγουν πια από μέσα μου· πολύ περισσότερο που φέτος είναι τα διακόσια χρόνια απ’ τη γέννηση του Ντοστογιέφσκι. Άρα όλοι εκείνοι οι ήρωες κι όλος εκείνος ο μηδενιστικός, αρνητικός ζοφερός κόσμος -ο τόσο επίκαιρος πάντα· δυστυχώς- δεν έχουν καταλαγιάσει εντελώς μέσα μου κι ασχολούμαι ακόμη μ’ αυτούς, θέλοντας και μη.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Αδαμόπουλε, υπάρχει τελετουργία γραφής (συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες) ή εσείς μπορείτε να γράψετε παντού;

Ναι μάλλον υπάρχει: Όταν με απασχολεί κάτι, το σκέφτομαι συνέχεια -κυριολεκτικά συνέχεια- όπου και να 'μαι ό,τι κι αν κάνω. Ζω μ’ αυτό, ζω γι’ αυτό, μα δεν μπορώ να κάτσω να γράψω όπου να ’ναι· και σε καμία περίπτωση σ’ έναν δημόσιο χώρο, σ’ ένα καφενείο ας πούμε, όπου άλλωστε δεν πάω ποτέ: Ναι μεν κουβαλάω συνέχεια, παντού, τις σκέψεις, τις ιδέες κι όλη τη μάχη που γίνεται μέσα μου, μα έχω ανάγκη να βρεθώ σε συγκεκριμένο χώρο -στο σπίτι, στο γραφείο μου- για να του δώσω τη μορφή που μού έχει επιβληθεί και θέλω να του δώσω.

Εδώ όμως τα πράγματα κάπως μπλέκουν· καθώς δεν είναι μόνο ο καφές, το τσιγάρο, ο καπνός και οι πίπες μου, η πράσινη λάμπα, τα στυλό μελάνης και τα καλά χαρτιά μου άλλοτε, τα χέρια μου που πλένω άπειρες φορές και τ’ ανοιχτά παράθυρα που δεν κλείνουν ποτέ όσο κρύο κι αν κάνει, μα κυρίως το γεγονός ότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τους χώρους όπου ζω και δουλεύω, τους φτιάχνω εγώ μόνος μου. Και δεν εννοώ τους διακοσμώ, αλλά τους κατασκευάζω.

Δεν λέω βέβαια πως είμαι αρχιτέκτων μηχανικός, ούτε χτίστης, αλλά σίγουρα είμαι μαραγκός. Και το λέω αυτό δίχως καμιά τσαχπινιά και χωρίς κανένα δήθεν: Βιβλιοθήκες, τραπέζια, ντιβάνια, ράφια, κορνίζες, κρεβάτια, καθίσματα, είναι όλα σχεδόν φτιαγμένα από εμένα τον ίδιο. Δεν ξέρω τι σόι λόξα είναι αυτή που έχω από πολύ μικρός -και μάλιστα χωρίς καμιάν απολύτως άμεση επιρροή- αλλά έτσι είναι.

Και να μού χάριζαν τώρα ένα πολυτελές καινούργιο σπίτι με όλους τους χώρους τακτοποιημένους κι όλα τα έπιπλα φτιαγμένα στην εντέλεια, εγώ δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω φυσιολογικά εκεί μέσα, αν δεν το ξαναέφτιαχνα μόνος μου, για να το κάνω να μού ταιριάζει. Τώρα ως προς τον χρόνο: Θα έλεγα πως γενικά συμβαδίζω με τον ήλιο μέσα στο εικοσιτετράωρο: Εργάζομαι απ’ το πρωί ως αργά το απόγευμα και μετά ξεδίνω, ξεκουράζομαι και κοιμάμαι.     

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Θα σας έλεγα και ναι και όχι. Γιατί ενώ μ’ ενδιαφέρει πάντα ό,τι βλέπω γύρω μου, δεν μού αρκεί ποτέ μια σκέτη εικόνα ή μια φράση μόνο, έτσι ξεκάρφωτα. Κάπου πρέπει ν’ ανήκουν, κάπου ν’ αναφέρονται κάτι σημαντικό ν’ αντιπροσωπεύουν. Μού χρειάζεται πάντα να είναι ατόφια κομμάτια ζωής ζωντανά· με σάρκα και οστά, με ψυχή.

Απ’ την άλλη μεριά δεν είμαι καθόλου ο τύπος που κάθεται και οργανώνει λεπτομερειακά το υλικό του και φτιάχνει πλήρες πλάνο που το ακολουθεί κατά γράμμα. Αν κάτι έχει απ’ την αρχή μια δική του ζωή, μού τη λέει μόνο του· κι όσο εγώ το ακούω προσεκτικά, τόσο περισσότερο εκείνο μού λέει όλα τα μυστικά του.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Λίγο πολύ όλα. Δεν υπερβάλλω ούτε θέλω να παραστήσω πως ζω με παράξενο κι αλλόκοτο τρόπο· μα σίγουρα δεν είμαι καθόλου ο ήσυχος και οργανωμένος γραφιάς που ξέρει πολύ καλά τι θέλει και τι κάνει, ζυγίζει τις καταστάσεις, μετρά τις κινήσεις του και πορεύεται ανάλογα. De profundis βγαίνουν όλα. Ωστόσο είναι αλήθεια πως κάτι πολύ παράξενο κι ολότελα μοναδικό μού συνέβη με τον ‘Σιμιγδαλένιο’:  Βρέθηκα να διδάσκω ιστορία θεάτρου και λογοτεχνίας σε μια τάξη με καμιά εικοσαριά ενηλίκους γύρω στα τριάντα (φοιτητές, ηθοποιούς, δασκάλους) και ξαφνικά -τέτοιες μέρες ακριβώς· αρχές Νοεμβρίου του 1991- άρχισα να γράφω ένα θεατρικό έργο που έπρεπε οπωσδήποτε να το τελειώσω στις αρχές Δεκεμβρίου!

Ήταν κάτι τελείως τρελό, εξοντωτικό, μα και υπέροχο συνάμα. Έγραφα απ’ τα χαράματα όλο το πρωί μέχρι το απόγευμα· μετά έβγαζα τριάντα φωτοτυπίες με ό,τι είχα γράψει, τις μοίραζα στους μαθητές μου και μέχρι το βράδυ σκηνοθετούσα μαζί τους ένα έργο που ακόμη δεν υπήρχε μα σχηματιζότανε σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα. Κάθε μέρα έτσι. Δίχως σταματημό, δίχως ανάσα, για τριάντα περίπου μέρες. Υπέροχο! Έτσι γράφτηκε ο ‘Σιμιγδαλένιος’ που φέτος γιορτάζει τα τριάντα του.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Εμμονές δεν θα το έλεγα· αν βέβαια δεν θεωρήσουμε εμμονή το ότι πάντα ξεκινώ,  τριγυρνώ και καταλήγω μέσα μου· στον πάτο της ύπαρξης. Από εκεί συνάγονται και όλα μου τα θέματα, που έχουν να κάνουν με το πεπερασμένο της ανθρώπινης μοίρας· είτε είναι θέματα δημόσια, είτε ατομικά.

Γενικά δεν μού αρέσει να επαναλαμβάνομαι, και σ’ αυτό μάλλον μ’ έχει βοηθήσει πολύ το γεγονός ότι έχω γράψει τελείως διαφορετικά πράγματα: Και πεζά, διηγήματα, και ένα «ηθιστόρημα», αλλά και θεατρικά έργα, που μάλιστα -δεν ξέρω γιατί- είναι ποιητικά γραμμένα, με ρίμα και με στίχους αυστηρά μετρημένους.

Πάντα ωστόσο ξέρω τι θέλω να πω. Δεν μού αρέσει να κρύβομαι και να φορτώνω στον αναγνώστη δικά μου αδιέξοδα. Αυτό μπορεί να το κάνω σε πράγματα που δεν έχω δημοσιεύσει. Υπάρχουν αφημένα στα συρτάρια μου, τρία τέσσερα τέτοιου είδους γραπτά.  

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Σίγουρα θα πρέπει να μού λέει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να πει! Αυτό όσο κι αν μοιάζει σόφισμα, δεν είναι καθόλου έτσι· το πιστεύω. Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό μια ιστορία -μια μουσική, ένα γλυπτό, ένας πίνακας- να λέει κάτι ακριβώς. Αυτό ισχύει πάντα. Αυτό είναι που κάνει κάποια δημιουργήματα να ξεχωρίζουν κι όλοι οι αληθινοί δημιουργοί το ξέρουν καλά. Φλυαρίες, διάφορα ‘δήθεν’ και αρκετά ‘περίπου’ δεν δημιουργούν ποτέ κάτι σημαντικό· όσες παρουσιάσεις κι αν γίνουν, όσο κι αν είναι ‘ευπώλητο’ -τι φριχτή λέξη.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα· για να γίνει ήρωάς ή ηρωίδα σας;

Γενικά δεν δημιουργώ αυτό που λέμε ‘λογοτεχνικούς ήρωες’. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν καν όνομα τα πρόσωπα που χρησιμοποιώ· κι αν έχουν, είναι εντελώς ενδεικτικό. Στα ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ δεν υπάρχουν ονόματα. Αυτό είναι που είχε εντυπωσιάσει άλλοτε τους διάφορους ξένους μεταφραστές και εκδότες, οι οποίοι έλεγαν πως ασχολούνται με ένα βιβλίο κατ’ εξοχήν ελληνικού ήθους, ελληνικού πνεύματος, που όμως δεν έχει καμία συγκεκριμένη αναφορά ονόματος, τόπου, χρόνου, γεγονότος.

Το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει στα ‘Ψέματα πάλι’ μα και στο πολύ πρόσφατο ‘Ο Αδάμ και το μήλο’. Πάντως θα έλεγα πως όλα τα πρόσωπα, όλες οι υπάρξεις, που εμφανίζονται και που χρησιμοποιώ κατά καιρούς στα έργα μου θα πρέπει σίγουρα να έχουν κάποιο πολύ ισχυρό ψυχικό στίγμα· θετικό ή αρνητικό, ή και τα δυο μαζί.  

Θα πρέπει όμως να πω δυο λόγια για τους ‘Δαιμονισμένους’ που κυκλοφόρησαν μόλις τώρα· γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά: Όλα τα πρόσωπα εκεί είναι πολύ συγκεκριμένα, έχουν όνομα, έχουν ταυτότητα, έχουν τον δικό τους χαρακτήρα και καθένα κουβαλάει έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν είναι δικοί μου ήρωες όμως· είναι ήρωες του Ντοστογιέφσκι.

Εγώ, ασχολούμενος εδώ και πολλά χρόνια μ’ αυτό το αριστούργημα και γράφοντας το δικό μου θεατρικό έργο τώρα, προσπάθησα με όλον μου τον σεβασμό στον Ντοστογιέφσκι, μα και στον Καμύ -που εκείνος πρώτος έκανε τη θεατρική προσαρμογή- να είμαι όσο γίνεται πιο πιστός στο ήθος και στο ύφος του πρωτοτύπου.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω, σε συνάρτηση μ’ αυτά που έλεγα προηγουμένως, πως όλα τα πρόσωπα και οι καταστάσεις βρίσκονται λίγο-πολύ μέσα μου. Οπότε θα πρέπει να δούμε τι ήταν αυτό το ξαφνικό κι αλλόκοτο που σε κάποια δεδομένη στιγμή τα έκανε ν’ αναδυθούν από εκεί και να ξεφυτρώσουν μπροστά μου. Με αυτήν την έννοια θα έλεγα πως η ηρωίδα που ψάχνουμε είναι σίγουρα η Α΄ Βασιλοπούλα στον ‘Σιμιγδαλένιο’: Μόλις είχαμε χωρίσει με τη γυναίκα μου τότε· όλα είχαν διαλυθεί γύρω και μέσα μου κι εγώ, έτσι όπως ψαχνόμουν για να συνεχίσω με κάποιο τρόπο τη ζωή μου, ξαφνικά συνειδητοποίησα πως μες απ’ αυτήν κυρίως, αλλά και μες απ’ όλο εκείνο το «παιδικό παραμύθι» -που δεν είναι διόλου παιδικό, ούτε παραμύθι- μπορούσα να πω πράγματα για την αγάπη, που θα μού ήταν εντελώς αδύνατο να τα πω αλλιώς.  

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Πολύ μικρός, ένα βιβλίο με ιστορίες που μού διάβαζαν -το ‘Όλα στον κόσμο αλλάζουν’· αν θυμάμαι καλά- όπου δεν υπήρχε πουθενά η έννοια του happy end μα κυριαρχούσε παντού η έννοια του θανάτου και της απώλειας. Πολύ τρυφερά σκληρό βιβλίο, μα και πολύ αληθινό. Λίγο μετά, μόλις έμαθα τα γράμματα και μπορούσα να διαβάζω μόνος, μού άρεσαν τα ‘Ψηλά βουνά’ του Ζ. Παπαντωνίου και κυρίως ‘Οι Ελβετοί Ροβινσώνες’· δεν θυμάμαι τώρα ποιανού.

Με ταξίδευαν έξω στη φύση, πέρ' απ’ το αστικό περιβάλλον όπου ζούσα και μού έδιναν αφορμές -μαζί με την ξυλουργική- να εκτονώσω τη μεγάλη ενέργεια που είχα μικρός. Όλα ήσαν εκεί: Περιπέτειες, φωτιές, σκοινιά, δίχτυα, μαχαίρια, τσεκούρια, σφεντόνες, ντουφέκια κι όλα όσα ήσαν τότε τα κύρια χαρακτηριστικά μου· μέχρι τα δώδεκα.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δύσκολο. Δεν νομίζω πως ένα βιβλίο μόνο του, μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή. Εμένα δεν μού την άλλαξε ούτε ο θάνατος του πατέρα μου το καλοκαίρι της Τρίτης Δημοτικού. Συνέχισα να τρώω όπως έτρωγα, να κοιμάμαι όπως κοιμόμουν και το φθινόπωρο πήγα στην Τετάρτη. Ίσως λίγο πιο θλιμμένος και σίγουρα έχοντας βιώσει πολύ βαθιά, από τότε, την έννοια του ‘ποτέ πια’.

Δεν επιστρέφω συχνά σε βιβλία. Αντίθετα, κάθε μέρα επιστρέφω στις μουσικές μου: Έχω πολύ βαθιά και έντονη σχέση με τη μουσική· αυτήν που σχηματικά ονομάζουμε ‘κλασική’ μουσική. Ακόμα και τώρα, ακούγοντας, το σώμα μου θυμάται πόσο πολύ ήθελα να γίνω μαέστρος, μα δεν το έκανα γιατί ήταν αργά όταν το συνειδητοποίησα.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι αρκετά ονόματα που τα μηρυκάζω από παλιά, μα δεν ξέρω αν και πόσο ισχύουν ακόμα και σήμερα. Ρεμπώ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Καμύ, Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Σεφέρης, είναι μερικά απ’ αυτά, που σίγουρα ισχύουν. Αγαπημένοι μου πάντως είναι και όλοι οι Έλληνες της Αρχαίας μας γραμματείας· μαζί με τον Μάρκο Αυρήλιο βέβαια, που τον θεωρώ Έλληνα. Σ’ αυτούς πράγματι επιστρέφω συχνά.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Σίγουρα όταν γράφω δεν διαβάζω διόλου, τίποτα και δεν ασχολούμαι καθόλου με κανέναν. Κατά τη διάρκεια της πράξης της γραφής -που είναι μιας μορφής χειρωναξία· μην το ξεχνάμε αυτό- συμβαίνουν διάφορα: Πριν απ’ όλα θέλω να είμαι μόνος. Σηκώνομαι συχνά, περπατάω, τριγυρίζω, ταΐζω τα κοτσύφια στο κηπάκι μου, ξανακάθομαι, ξανασηκώνομαι. Ακούω μουσική· αυτό που είπαμε, κλασική μουσική.

Είμαι ευτυχής μάλιστα τα τελευταία χρόνια, που με τον υπολογιστή μου (ο οποίος είναι συνδεδεμένος με τον ενισχυτή και με καλά εξωτερικά ηχεία) έχω επισημάνει δυο τρεις διαδικτυακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς που μεταδίδουν συνέχεια -χωρίς διαφημίσεις, ούτε διακοπές- κλασική μουσική. Που όμως· όταν ο ήχος μιας φράσης, μιας λέξης, μιας σιωπής είναι μέσα στο μυαλό μου πιο σημαντικός, μπορώ να τη σταματήσω αμέσως με το πάτημα ενός πλήκτρου.

Ξέρω βέβαια πως αυτό είν' έγκλημα γιατί σκοτώνω το κομμάτι που ακούγετ' εκείνη τη στιγμή, μα κλείνω το μάτι στον όποιον συνθέτη, ευχαριστώντας τον για την πολύτιμη συντροφιά του. Δεν με ενδιαφέρει όμως κάτι άλλο εκείνη την περίοδο και μάλλον αποφεύγω να καταφεύγω σε εικαστικά έργα· δεν πηγαίνω σινεμά, ούτε θέατρο.    

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Αυτές τις μέρες όπως σας είπα, εκδόθηκαν οι ‘Δαιμονισμένοι’. Ασχολούμαι πάρα πολλά χρόνια μ’ αυτούς -πάνω από τριάντα- κι έπρεπε να φύγουν πια από μέσα μου· πολύ περισσότερο που φέτος είναι τα διακόσια χρόνια απ’ τη γέννηση του Ντοστογιέφσκι. Άρα όλοι εκείνοι οι ήρωες κι όλος εκείνος ο μηδενιστικός, αρνητικός ζοφερός κόσμος -ο τόσο επίκαιρος πάντα· δυστυχώς- δεν έχουν καταλαγιάσει εντελώς μέσα μου κι ασχολούμαι ακόμη μ’ αυτούς, θέλοντας και μη.