© Richard Clemence
«Η Βυζαντινή Τέχνη είναι πιο υψηλή απ' όλες τις άλλες», τονίζει ο Γιάννης Πετσόπουλος, ο Έλληνας αντικέρ που έχει να επιδείξει ένα πλούσιο εμπορικό και πολιτιστικό έργο στην παραδοσιακή πρωτεύουσα της αγοράς της τέχνης, το Λονδίνο. Το 1975 ιδρύει τον εμπορικό οίκο AXIA (ΑΞΙΑ) που βρίσκεται στον αριθμό 121 της Ledbury Road. Στην AXIA φιλοξενούνται αντικείμενα βυζαντινής και μουσουλμανικής τέχνης, αντικείμενα που αναδεικνύουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο πολιτισμών και τις πολύ σημαντικές αλληλεπιδράσεις που δέχτηκε ο ένας απ' τον άλλον. Το 1979 ιδρύει τον εκδοτικό οίκο ALEXANDRIA PRESS και το πρώτο βιβλίο που κυκλοφορεί είναι για το Άγιο Όρος. Μέχρι τώρα, απ' την ALEXANDRIA PRESS έχουν εκδοθεί 15 τίτλοι, ενώ άλλοι 20 περίπου εκδόθηκαν σε συνεργασία με γνωστούς μεγάλους οίκους του εξωτερικού (π.χ. Rizzoli). Όλοι οι τίτλοι εξετάζουν και ρίχνουν φως στα πολυάριθμα αριστουργήματα της βυζαντινής και μουσουλμανικής τέχνης από την πρώιμη Χριστιανική Τέχνη μέχρι τα κιλίμια της Ανατολής. Αρκετές από αυτές τις εκδόσεις έχουν τιμηθεί με διεθνή βραβεία, ενώ άλλες αποτέλεσαν καταλόγους σημαντικών εκθέσεων.
Τέλος, αξίζει ν' αναφέρουμε ότι εδώ και 11 χρόνια καταγράφει όλες τις ελληνικές εικόνες που βρίσκονται στη Ρωσία, σε μοναστήρια, σε μουσεία, μια δουλειά που απαιτεί άλλα τρία ή τέσσερα χρόνια για την ολοκλήρωση και έκδοσή της.
Τα Νέα της Τέχνης, με την ευκαιρία της επίσκεψής του κ. Γ. Πετσόπουλου στην έκθεση των Ελλήνων αντικέρ το Νοέμβριο, είχαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του για το εμπόριο και την αγορά έργων τέχνης στην Ελλάδα, για το Βυζάντιο και το Ισλάμ και γενικότερα για μια σειρά θεμάτων που άπτονται των δραστηριοτήτων του.
Συνέντευξη στον Παύλο Βυσανλή
Εδώ και 20 σχεδόν χρόνια εμπορεύεστε έργα βυζαντινής και μουσουλμανικής τέχνης στην καρδιά της διεθνούς αγοράς. Ποια τα πλεονεκτήματα του Λονδίνου;
Αν ξεχάσουμε την τέχνη του 20ού αιώνα και δούμε την τέχνη από την αρχαιότητα μέχρι το 19ο αιώνα, το κυρίως κέντρο εμπορίου και διακίνησης είναι το Λονδίνο. Στον 20ό αιώνα τα πρωτεία παίρνει η Νέα Υόρκη. Το Λονδίνο είναι ενδιάμεσα της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης, της Αμερικής και της Μέσης Ανατολής, σαν εμπορικό κέντρο είναι πολύ σημαντικό και οι 2 μεγαλύτεροι δημοπρατικοί οίκοι έχουν ως έδρα τους την πόλη. Επίσης, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εμπόρων, ειδικών, πανεπιστημιακών, φωτογράφων, μεταφορέων, δηλαδή μια συγκεκριμένη υποδομή που προσελκύει πάρα πολλούς ανθρώπους της τέχνης απ' όλο τον κόσμο.
Η δική μου πελατεία είναι σε πολύ μικρό βαθμό οι ίδιοι οι Εγγλέζοι. Σε μια πόλη καλύπτω τους Αμερικάνους, τους Γερμανούς, τους Ισπανούς. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος θα συναλλασσόμουν μόνο με τοπική αγορά και θα ήμουν απομακρυσμένος από τους υπόλοιπους.
Όσον αφορά το θέμα του εμπορίου της τέχνης, ακόμα και το Παρίσι είναι επαρχία. Αν δεις τον τζίρο που γίνεται για έργα τέχνης στην Αγγλία με αυτόν της Γαλλίας, είναι πολύ μεγαλύτερος. Αναφέρομαι σε αντικείμενα που αγοράζονται από τον παλιατζή των 100 δρχ. μέχρι τον Ιμπερσιονιστή των 50 εκατ. δολαρίων. Ο πολύς τζίρος, περιέργως, δεν είναι στα πολύ ακριβά έργα, αλλά στις μυριάδες μικροαντικείμενα που διακινούνται: το ασημένιο τασάκι, ένα πόμολο πόρτας, ένα μπουκάλι για άρωμα του 19ου αιώνα, όλα αυτά.
Δηλαδή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο μεγαλύτερος τζίρος στην αγορά γίνεται από τους χιλιάδες ανθρώπους που αγοράζουν κάποιο αντικείμενο τέχνης για το σπίτι τους και όχι από τους συλλέκτες;
Ο συλλέκτης είναι μια έννοια λίγο περίεργη. Έχω έναν πελάτη που είναι διευθυντής μουσείου και το μουσείο του αγοράζει πολύ σημαντικά έργα μουσουλμανικής τέχνης. Για τον εαυτό του έχει τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ευρώπη με παλιά τσίγκινα κουτιά τσιγάρων, αντικείμενα απ' όλο τον κόσμο. Κάποιος άλλος μαζεύει επαρχιακά αγγλικά κεραμικά του περασμένου αιώνα που ήταν καραφάκια για το γάλα. Αντικείμενα τελείως φθηνά τον καιρό που έγιναν, αλλά που σήμερα έχουν σπανίσει. Συλλέκτης ήταν και ο μακαρίτης ο Πεντζίκης, ο οποίος άνοιγε τα συρτάρια του και κάθε φορά ανέλυε στους επισκέπτες του τι υπήρχε στο εσωτερικό τους, από την καρφίτσα μέχρι το κάθε τι.
Ο συλλέκτης είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται πέρα απ' την καθημερινή του ζωή, που δημιουργεί ένα δικό του κόσμο. Κατ' επέκταση, ένας άνθρωπος που δεν είναι ικανοποιημένος από το τι κάνει επαγγελματικά και μπορεί να εκφράσει την προσωπικότητά του μέσω της συλλογής του. Ακόμα, μπορεί να είναι ένας πολύ χυδαίος άνθρωπος που θέλει να επιδείξει τον πλούτο του.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τον κ. Barnes. Θα λέγαμε ότι ο συλλέκτης έχει τις δικές του ιδιοτροπίες, καθώς στη διαθήκη του είχε αφήσει όρο να μη φύγουν έργα της συλλογής του προς ιδρύματα και μουσεία, αλλά να διατηρηθεί η, ας πούμε, κάπως άναρχη τοποθέτηση των έργων στους τοίχους...
Θα διαφωνήσω, δεν ήταν καθόλου άναρχη η τοποθέτησή τους. Ο Barnes συνέλεξε τα έργα του με αυστηρότατα προσωπικά κριτήρια ποιότητας και απόλυτη άποψη για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να βλέπονται. Η εντυπωσιακή επιτυχία της έκθεσής του στο Musee d'Orsay και το γεγονός ότι ο κατάλογος της συλλογής αποτελεί το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς, δικαιώνουν τη διορατικότητα των επιλογών του και τεκμηριώνουν ότι, ως σύνολο, η συλλογή του είναι πιο σημαντική από τα μέρη που την αποτελούν.
Αντιθέτως, νομίζω ότι η ερώτησή σας εντοπίζει ακριβώς το πρόβλημα της εποχής μας ως προς την αντιμετώπιση της τέχνης του παρελθόντος. Έχουμε ξεχάσει ή θέλουμε ν' αγνοούμε ότι το επιζών έργο ενός καλλιτέχνη αποτελείται ουσιαστικά από παραγγελίες συγκεκριμένων πελατών και πόσο καθοριστική επομένως είναι η σχέση του καλλιτέχνη με τον πάτρονά του.
Μοιάζει να έχει επικρατήσει γενικά και μάλιστα με ιδιαίτερη οξύτητα στην Ελλάδα, μια μαρξιστική αντίληψη ότι τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του παρελθόντος ανήκουν στο κοινό, στο «λαό», με αποτέλεσμα να θεωρούμε «άναρχες» τις απόψεις του κάθε Barnes και να επικροτούμε την παράβαση των επιθυμιών του.
Αυτή η πρακτική, όμως, στα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης, έχει αρχίζει ν' αλλάζει. Η έκθεση των έργων γίνεται με βάση ορισμένα δεδομένα της εποχής στην οποία φτιάχτηκε, π.χ. το χρώμα στους τοίχους.
Σίγουρα αυτό είναι ένα θετικό βήμα. Τα έργα πριν το 19ο αιώνα δε δημιουργήθηκαν για δημόσια έκθεση και το κλίμα με το οποίο τ' αντιμετώπισαν ήταν τελείως διαφορετικό. Δεν τα έβλεπες καθώς περπατούσες σ' ένα μουσείο, αλλά σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο με κεριά, με λίγο φως. Υπήρχε μια πιο οικεία σχέση με την τέχνη.
Είναι δεκτό το επιχείρημα ότι μόνο αυτοί που είχαν τα μέσα μπορούσαν να χαρούν την τέχνη. Αλλά πρέπει να δεχτούμε συγχρόνως ότι σήμερα βλέπουμε την τέχνη με διαφορετικό τρόπο.
Αυτό σημαίνει ότι οι αντικέρ προτιμούν ένα συγκεκριμένο είδος αγοραστών, ιδιώτες ή μουσεία;
Ο αντικέρ δεν μπορεί να πει δεν πουλάω. Βέβαια άλλοι προτιμούν να πουλούν σε μουσεία και άλλοι σε ιδιώτες, γιατί στο μουσείο το αντικείμενο θα χαθεί, ενώ στον ιδιώτη μετά από 20 χρόνια μπορεί να ξαναεμφανιστεί στην αγορά. Εγώ έχω πουλήσει ένα συγκεκριμένο κομμάτι επτά φορές στην καριέρα μου. Την πρώτη το πούλησα 70 λίρες και την τελευταία 220.000 λίρες.
Ποιοι αγοράζουν στο Λονδίνο;
Ο Εγγλέζος μεσοαστός έχει περιορισμένο ρευστό. Σήμερα οι τιμές των καλών αντικειμένων έχουν ανέβει τόσο πολύ που δεν έχει τις δυνατότητες να τ' αγοράσει. Οι αγοραστές είναι κυρίως οι Αμερικάνοι, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες, αλλά υπάρχουν και πέντε – δέκα Εγγλέζοι που αγοράζουν.
Το εμπόριο της τέχνης, μέσα στην ιστορία περνάει από φάσεις. Στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα, υπήρξε ο εγγλεζοεβραίος έμπορος λόρδος Duveen που έκανε μια απλή παρατήρηση: η Αγγλία έχει τέχνη, η Αμερική έχει λεφτά. Φρόντισε να καλύψει το χάσμα. Αγόραζε απ' τους ξεχασμένους εγγλέζους αριστοκράτες και πουλούσε στους αμερικανούς μεγιστάνες.
Σήμερα το πράγμα έχει μετακινηθεί. Πουλάνε οι Αμερικάνοι και αγοράζουν οι Γιαπωνέζοι. Το ίδιο με τη σειρά τους είχαν κάνει και οι Εγγλέζοι στην Ιταλία τον 18ο αιώνα, όταν αγόραζαν έργα των Καραβάτζιο, Καναλέτο, κ.ά.
Αλλά το φαινόμενο αυτό έχει μακριές καταβολές. Οι πρώτοι που συνέλεξαν αντίκες συστηματικά ήταν οι Ρωμαίοι που πήραν στον τόπο τους τα σημαντικότερα δείγματα της τέχνης μας και βάσισαν όλον τον πολιτισμό τους στην αντιγραφή τους. Με την επικράτηση της Χριστιανοσύνης και του Βυζαντίου που ήθελε τα πράγματα πιο πνευματικά, έγινε ένα διάλειμμα 1.000 ετών, μετά το οποίοι οι Ιταλοί, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ξανααναδειχθεί οικονομικά, ξαναστράφηκαν προς τις αρχαιότητες και τα ελληνικά πρότυπα και το είπανε Αναγέννηση. Όπως βλέπετε, η τέχνη έχει μακρά παράδοση να έλκεται από το χρήμα. Φυσικά, η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος είναι ότι η τέχνη επηρεάζει βαθιά κάθε μέρος στο οποίο πηγαίνει. Τελικά ίσως αυτό να έχει παίξει το μεγαλύτερο ρόλο στην εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού.
Εσείς από που αγοράζετε; Αγοράζετε από την Ελλάδα;
Από την Ελλάδα δεν αγοράζω ποτέ, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν επιτρέπεται η ελεύθερη εμπορία και η εξαγωγή των ειδών που μ' ενδιαφέρουν, όπως οι εικόνες. Επομένως, ως έμπορο με διεθνή πελατεία, αγορές αντικειμένων στην Ελλάδα μου είναι τελείως άχρηστες.
Γενικώς επικρατεί στην Ελλάδα η αντίληψη ότι οτιδήποτε ελληνικό ανήκει ή θα έπρεπε ν' ανήκει στο «λαό». Ως απόρροια, οποιοσδήποτε εμπορεύεται ή συλλέγει ελληνική τέχνη, ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα, αντιμετωπίζεται με καχυποψία σα να κάνει κάτι το επιλήψιμο.
Σαν παρένθεση αναφέρω ότι όταν ήκμαζε το Βυζάντιο, εξαιρουμένης της Μακεδονίας, ο χώρος της σημερινής Ελλάδας ήταν μια από τις φτωχότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Επομένως, σχετικά λίγοι από τους βυζαντινούς θησαυρούς που επιζούν σήμερα έχουν ελληνική προέλευση. Η ουσιαστική πηγή του εμπορίου βυζαντινών και άλλων αρχαιοτήτων που γίνεται διεθνώς είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Τα περισσότερα αντικείμενα που έχουν βγει στην αγορά σχετικά πρόσφατα, προέρχονται από την Αίγυπτο, τη Συρία, το Λίβανο και την Τουρκία -χώρος όπου επεκράτησε ο ελληνικός πολιτισμός στη Μεσόγειο.
Ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησης, οι πηγές μου ποικίλουν. Ουσιαστικά δεν επιζητώ την ανεύρεση νέων αντικειμένων. Πολλές εικόνες τις αγοράζω από δημοπρασίες ή μαθαίνω ότι υπάρχουν σε κάποια συλλογή και έρχομαι σ' επαφή με το συλλέκτη. Ήξερα, φερ' ειπείν, ότι στη συλλογή του Δούκα του Νόρφολκ υπήρχε ένα πολύ σημαντικό βυζαντινό χειρόγραφο που ενδιέφερε έναν πελάτη μου. Πήγα, ρώτησα το Δούκα αν ενδιαφέρεται να το πουλήσει. Η απάντησή του ήταν θετική, εγώ πήρα την προμήθειά μου και σήμερα το χειρόγραφο βρίσκεται σ' ένα αμερικανικό μουσείο.
Επειδή αναφέρατε τις αρχαιότητες γενικότερα, εκτός από το ενδιαφέρον σας για τον βυζαντινό πολιτισμό και την εμπορία έργων βυζαντινής αναφοράς, ποια είναι η σχέση σας με τα αρχαία;
Ο όρος είναι πολύ ευρύς. Αν τον εννοείτε με τη στενή έννοια που καλύπτει τις κατ' εξοχήν ελληνικές αρχαιότητες από την αρχαϊκή ως και την ελληνιστική περίοδο, δεν έχω καμία εμπορική δραστηριότητα στο χώρο αυτό, ούτε και τις ιδιαίτερες γνώσεις που απαιτούνται για τέτοιου είδους ενασχόληση. Ο χώρος μου είναι ο βυζαντινός και ο μουσουλμανικός πολιτισμός, τα κεραμικά, τα υφάσματα, τα μπρούτζινα αντικείμενα, τα χειρόγραφα και οι εικόνες.
Άλλωστε, ο ρόλος μου στο χώρο αυτό δεν περιορίζεται μόνο στο εμπόριο. Πέρα από την εκδοτική μου δραστηριότητα έχω κάνει ντοκυμαντέρ για την τηλεόραση και δίνω τακτικά διαλέξεις. Ως γενικό στόχο έχω τη διεύρυνση της αναγνώρισης αυτών των μορφών τέχνης και την αποδοχή τους από το ευρύτερο κοινό. Η δυσκολία είναι ότι ως τέχνες ουσιαστικά δεν εντάσσονται στο κλασικό καλούπι της ιστορίας της τέχνης. Αυτό βασίζεται στο αναγεννησιακό μοντέλο που θέλει να βλέπει τον καλλιτέχνη ως άτομο. Δεν μπορεί να εκφράσει, επομένως, το βυζαντινό ή τον ανατολίτη καλλιτέχνη του οποίου το δημιούργημα πηγάζει από αυστηρούς πατροπαράδοτους κανόνες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ίδιος έβλεπε το ρόλο του περισσότερο ως ερμηνευτής και όχι ως ανεξάρτητος δημιουργός.
Και επειδή αναφερθήκαμε στην Ελλάδα, σήμερα μοιάζει ότι το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να τονίσουμε το ρόλο μας στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού και το πόσο αναπόσπαστα δεμένοι είμαστε με την Ευρώπη. Ξεχνάμε πόσο βαθιές ρίζες έχουμε στην Ανατολή, τι μας είχε δώσει η Ανατολή και τι είχε πάρει από εμάς. Οι βυζαντινοί μας πρόγονοι είχαν διαφορετική άποψη. Λίγο πριν την Άλωση είπαν: «κάλιο το σαρίκι του Τούρκου απ' τη μίτρα του καρδινάλιου». Δεν είναι τυχαίο ότι απ' τα παράλια του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι τις Ινδίες και το Αφγανιστάν μας αποκαλούν «Γιουνάν», δηλαδή Ίωνες. Σ' όλα αυτά τα μέρη οι ελληνικές αναφορές είναι πανταχού παρούσες και βλέπεις βαθύτατες επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού.
Παίρνετε μέρος σε εκθέσεις του εξωτερικού;
Σπανιότατα. Το 70% με 80% των συναλλαγών μου είναι με μουσεία. Δεν επεδίωξα ποτέ τη βιτρίνα. Η ρεκλάμα μου είναι τ' αντικείμενα που έχω πουλήσει. Δεν εμπορεύομαι το είδος του αντικειμένου που θα ενδιέφερε τον περαστικό ή τον παρατηρητή της βιτρίνας.
Πώς κρίνετε την αγορά τέχνης στην Ελλάδα του '90;
Η Ελλάδα του '90 είναι τελείως διαφορετική απ' αυτήν που ήξερα το '60. Δημιουργήθηκαν πολλές αλλεπάλληλες κοινωνικές αλλαγές στην Ελλάδα. Οι σημερινοί εύποροι είναι σχετικά σύγχρονο φαινόμενο. Τώρα αρχίζουν να νιώθουν κάποια κοινωνική ασφάλεια και αγοράζουν έργα τέχνης. Σε πρώτη φάση πάνε σε πολύ ασφαλή πράγματα, σε σημείο που ένας Βολανάκης αγοράστηκε περίπου 85 εκατομμύρια στη δημοπρασία του Μιχαλαριά. Αν έβλεπε ένα καταπληκτικό ανυπόγραφο έργο δε θα το αγόραζε. Νιώθει ασφάλεια στην υπογραφή. Δεν έχει πίστη στα δικά του κριτήρια και στις γνώσεις του. Δεν ποντάρει σ' ένα νέο καλλιτέχνη που μετά από 20 χρόνια η αξία του έργου του θ' ανέβει. Πιστεύω, όμως, ότι τα παιδιά τους θα το κάνουν.
Ποια είναι η εντύπωση που αποκομίσατε από την έκθεση των Ελλήνων αντικέρ;
Ήταν ασφαλώς πιο αναβαθμισμένη από πέρυσι. Πέρυσι δεν υπήρχε εμπειρία και εμφανίστηκαν πολλές ανισότητες. Φέτος η διαφορά με την πρώτη διάγνωση ήταν εντυπωσιακή. Ήταν ασυγκρίτως καλύτερη από την αντίστοιχη φετινή της Κωνσταντινούπολης, όπου εκεί υπάρχει και μια μεγαλύτερη αγορά.
Ποιες τάσεις βλέπετε να διαγράφονται για την αγορά αντίκας ως αποτέλεσμα των δύο πετυχημένων εκθέσεων;
Θα πρέπει να περιμένουμε λίγο για να δούμε τ' αποτελέσματα -αν αρχίζουν να χαράζονται κάποιες γραμμές. Αξιόλογα τα στοιχεία που έχω και επλίζω τον επόμενο χρόνο η έκθεση να είναι ακόμα καλύτερη.
Μια τελευταία ερώτηση: στην Ευρώπη υπάρχει μια μεγάλη φιλολογία γύρω από την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πώς προσεγγίζετε εσείς αυτή τη συζήτηση ως ένας Έλληνας που δραστηριοποιείται, εδώ και χρόνια επαγγελματικά σ' ένα κέντρο της διεθνούς αγοράς τέχνης;
Δε ζω στην Ελλάδα, αλλά ξέρω ότι εδώ αυτό είναι ένα πολύ επίμαχο θέμα. Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη περί ιδιαιτερότητας της χώρας μας στον τομέα αυτό, δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που έχει αναντικατάστατους πολιτιστικούς θησαυρούς που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας στα πλαίσια του ευρωπαϊκού νόμου.
Για μένα πολιτιστική κληρονομιά είναι μια έννοια ηθική και αφηρημένη. Διαφωνώ επομένως με τη μαρξιστική άποψη ότι πολιτιστική κληρονομιά ίσον εθνική ιδιοκτησία. Λυπάμαι ιδιαίτερα όταν ακούω ότι η πιο σωστή προστασία του πολιτισμού μας είναι το κλείδωμά του και η αστυνόμευσή του από δημόσιους υπαλλήλους.
Με τη λογική που σήμερα προστατεύουμε μια βυζαντινή εικόνα του 17ου αιώνα, αύριο θα προστατεύουμε έναν Τσαρούχη. Η φυσική κατάληξη αυτής της άποψης είναι ότι ο μεν Τσαρούχης να μην πρέπει να πωλείται καθόλου και κατ' επέκταση, ο Γάλλος ιμπρεσσιονιστής να μη βρίσκεται στην Αμερική.
Όταν η νομοθεσία γίνεται τόσο απαγορευτική ως προς τη νόμιμη διάθεση, μεταβίβαση και διακίνηση παλαιών αντικειμένων που ορίζονται ως μέλη της πολιτιστικής κληρονομιάς, οι μόνοι που ευνοούνται είναι οι αρχαιοκάπηλοι. Όσο πιο δρακόντειος ο νόμος, τόσο ευνοείται η παραβίασή του.
Η τέχνη πάντοτε έχτιζε γεφύρια ανάμεσα στους λαούς και ποτέ αμυντικά τείχη. Ποτέ οι καλλιτέχνες δε δούλεψαν μέσα από τις επάλξεις των φρουρίων. Ο βασικός λόγος που θεωρούμαστε η κοιτίδα του πολιτισμού είναι ότι τον κάναμε γνωστό στους απ' έξω. Για τον ίδιο λόγο, η παρουσία σήμερα ενός ελληνικού αριστουργήματος σ' ένα μουσείο της Γερμανίας ή της Αμερικής είναι μια συνεχής υπενθύμιση του καθοριστικού ρόλου μας στην εξέλιξη του Πολιτισμού και της Ιστορίας. Η ελληνικότητα του αντικειμένου δεν είναι θέμα ιδιοκτησίας, αλλά έγκειται στη δημιουργία του. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που δεν μπορεί ποτέ να απαλλοτριωθεί.
Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 24 των Νέων της Τέχνης (Ιανουάριος 1994).