Η άνευ ορίων σύγκρουση εξ αποστάσεως του Ισραήλ με το Ιράν δημιουργεί νέες ισορροπίες και νέες προκλήσεις για χώρες με περιφερειακές φιλοδοξίες, όπως η Τουρκία, η οποία έχει πάρει το μέρος της Τεχεράνης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιθυμεί μια «νίκη» των Ιρανών.
Η Μέση Ανατολή, αλλά και ολόκληρη η περιοχή, τα τελευταία χρόνια ετεροκαθορίζεται από τις εξελίξεις στην αντιπαράθεση του Ιράν με το Ισραήλ. Και τώρα που έφτασε η ώρα της ανοιχτής σύγκρουσης, οι περιφερειακοί παίκτες παρακολουθούν τις εξελίξεις και κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς.
Με δεδομένη την πλήρη ρήξη των σχέσεων της Άγκυρας με το Ισραήλ και τον πρωθυπουργό Μπ. Νετανιάχου, η τοποθέτηση της Τουρκίας υπέρ του Ιράν ήταν αναμενόμενη. Έτσι, η Τουρκία είναι συνεπής στο αντιισραηλινό μέτωπο που προσπαθεί να δημιουργήσει και να ηγηθεί με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα, στοχοποιώντας ακόμη περισσότερο το Ισραήλ ως τον «περιφερειακό ταραξία».
Μάλιστα, επιχειρεί, όπως έκανε και στην τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πρόεδρο Τραμπ ο Τ. Ερντογάν, να καταδείξει ότι η πηγή της αποσταθεροποίησης και η απειλή για την ειρήνη σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, που υπονομεύει τα σχέδια του Αμερικανού προέδρου, είναι ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ, το Ισραήλ.
Αυτή η μεγάλη περιφερειακή κρίση, όμως, είναι ίσως η μοναδική στην οποία η Τουρκία, λόγω των εχθρικών σχέσεων με το Ισραήλ, δεν μπορεί να διεκδικήσει ρόλο «μεσολαβητή» και να επιχειρήσει έτσι να ανταλλάξει αυτή τη «μεσολάβηση» στις συνομιλίες με τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους.
Η Τουρκία δείχνει να παρακολουθεί από απόσταση τις εξελίξεις, να καταγγέλλει το Ισραήλ, ελπίζοντας όμως ότι αυτή η αντιπαράθεση θα οδηγήσει τελικά σε αλληλοεξόντωση των δύο ισχυρότερων περιφερειακών δυνάμεων και αντιπάλων, ώστε να μπορέσει να καλύψει η ίδια το κενό που θα δημιουργηθεί.
Η προσδοκία είναι ότι το μεν Ιράν θα απωλέσει τη στρατιωτική ισχύ και θα υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα στην οικονομία του, που θα περιορίσει την παρεμβατικότητα του εκτός συνόρων και την επιρροή του στη Μέση Ανατολή. Έτσι, θα αφήσει χώρο στην Τουρκία να δράσει προς την πλευρά του Ιρανικού Κουρδιστάν, αλλά κυρίως να εμφανιστεί η ίδια ως η χώρα που μπορεί να εγγυηθεί, αντί του Ιράν, τη συνέχιση του αντιισραηλινού μετώπου σε χώρες όπως η Συρία, ο Λίβανος και το Ιράκ, παρότι τα κινήματα στις χώρες αυτές είναι σιιτικά.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράν στηρίζονται τα τελευταία χρόνια σε μια συναλλακτική αντίληψη, με μεγάλη καχυποψία εκατέρωθεν. Η αποκάλυψη το 2013 (η υπόθεση έφτασε στα αμερικανικά δικαστήρια το 2021) του μεγάλου σκανδάλου της HalkBank έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την Τουρκία και τον Τ. Ερντογάν. Καθώς, εν μέσω οικονομικών κυρώσεων στο Ιράν, η Τεχεράνη, με τις ευλογίες του Ερντογάν, κατόρθωσε να παρακάμπτει τις κυρώσεις και να ξεπλένει χρυσό και έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω της τουρκικής τράπεζας.
Η Συρία πάντοτε αποτελούσε σημείο σύγκρουσης μεταξύ της Άγκυρας και της Τεχεράνης, η οποία δε θα συγχωρήσει βεβαίως ποτέ ότι η Άγκυρα και ο ίδιος ο Ερντογάν, με τον ανένδοτο αγώνα του εναντίον του Άσαντ, υπονόμευσαν την ιρανική επιρροή και παρουσία στη χώρα. Η ανατροπή του Άσαντ και η ανάληψη της εξουσίας από τον Αλ Σαράα με την υποστήριξη της Τουρκίας έχει ρίξει βαριά τη σκιά της στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις.
Η Τεχεράνη, με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, έχασε τον στενότερο σύμμαχό της στη Μέση Ανατολή και ένα σημαντικό προπύργιο που, σε συνδυασμό με τη Χεζμπολάχ, της προσέφερε πρόσβαση σε έναν διάδρομο προς την Ανατολική Μεσόγειο και στα σύνορα του Ισραήλ. Ένα σχέδιο στο οποίο έχει διαθέσει δισεκατομμύρια δολάρια και τεράστιο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο.
Ένα ακόμη σημείο αντιπαράθεσης είναι η στενή σχέση της Τουρκίας με το Αζερμπαϊτζάν, που επεκτείνει την επιρροή της Άγκυρας και στην περιοχή της Κασπίας και του Καυκάσου. Μόλις πριν μερικές ημέρες, η Τεχεράνη καυχήθηκε ότι μπόρεσε να αποτρέψει τις προσπάθειες για τη δημιουργία του Διαδρόμου Ζαγκεζούρ. Ένα έργο στρατηγικής σημασίας για την Άγκυρα και το Μπακού, καθώς συνδέει το Αζερμπαϊτζάν και τον θύλακα του Ναχιτσεβάν μέσω Αρμενίας με την Τουρκία. Ο διάδρομος αυτός παρακάμπτει το Ιράν, το οποίο θεωρεί ότι είναι μια κίνηση της Τουρκίας για τον αποκλεισμό του και την περιθωριοποίησή του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία ελπίζει ότι η τρέχουσα σύγκρουση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη απονομιμοποίηση του Ισραήλ, θα το φέρει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και, τελικά, ο συνεχής πόλεμος, ειδικά με μια ισχυρή στρατιωτική μηχανή όπως η ιρανική, θα το φθείρει και θα το αποδυναμώσει στρατιωτικά. Έτσι, η Άγκυρα προσδοκά ότι θα απαλλαγεί από αυτό που είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την απόκτηση ενός ηγεμονικού περιφερειακού ρόλου και θα την προβάλλει στα μάτια της νέας αμερικανικής διοίκησης ως τη δύναμη στην οποία μπορεί να στηριχθεί για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή και για την εμπέδωση της στρατηγικής του Ντ. Τραμπ για επίλυση των κρίσεων και αποφυγή «άχρηστων πολέμων».
Για την Ελλάδα, η σύγκρουση που εξελίσσεται στη Μέση Ανατολή προκαλεί ανησυχία, τόσο για τις συνέπειες που θα έχει σε οικονομικό επίπεδο όσο και για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και για το ενδεχόμενο να οδηγήσει σε μεγάλη αναδιαμόρφωση των συσχετισμών και ισορροπιών στην περιοχή. Η Ελλάδα έχει επενδύσει στρατηγικά στη σχέση με το Ισραήλ, και κάθε αποδυνάμωσή του θα έχει σοβαρές επιπτώσεις σε αυτή τη στρατηγική επιλογή.
Μέχρι τώρα, με δύσκολους και λεπτούς χειρισμούς, η Αθήνα έχει καταφέρει να διασώσει τη σχέση με το Τελ Αβίβ, παρά τις ανησυχίες και την αποδοκιμασία που είχε εκφράσει για τη συνέχιση της ανθρωπιστικής τραγωδίας στη Γάζα. Έχει κερδίσει τη δυνατότητα να ασκεί κριτική στο Ισραήλ χωρίς να διαταράσσονται οι σχέσεις, οι οποίες και για το Ισραήλ έχουν κρίσιμη σημασία.
Η τελευταία πολεμική σύγκρουση αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα του Ισραήλ, αλλά και τη σημασία των σχέσεων με την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς η μοναδική στρατηγική έξοδος για τη χώρα παραμένει η Μεσόγειος.
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι η Τουρκία επιδιώκει να στοχοποιήσει σε αυτό το περιβάλλον τη σχέση Αθήνας - Τελ Αβίβ. Όταν προσγειώθηκε στην Αθήνα το κυβερνητικό αεροσκάφος του Ισραήλ, στα τουρκικά ΜΜΕ η είδηση κυκλοφόρησε μέσα σε λίγα λεπτά με πρωτοσέλιδα προκειμένου να υπονοηθεί κάποια «εμπλοκή» της Ελλάδας και να καταδειχθεί η …συμμετοχή της Ελλάδας στα στρατιωτικά εγχειρήματα του Ισραήλ.
Όμως, η κλιμάκωση της κρίσης έχει και άλλες συνέπειες, καθώς τίθενται υπό αμφισβήτηση και, πάντως, μετατίθενται στο μέλλον τα μεγάλα σχέδια, όπως ο IMEC, που θα συνδέει την Ινδία με τις χώρες του Κόλπου, το Ισραήλ, και θα καταλήγει στην Ευρώπη μέσω της Κύπρου, της Ελλάδας και πιθανόν της Ιταλίας.
Σε ενδεχόμενη κλιμάκωση και με πλήγματα σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Ιράν, δεν μπορεί να αποκλειστεί όχι απλώς το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ, αλλά και πλήγματα είτε από το Ιράν είτε από τους Χούθι στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας ή και των Εμιράτων, που θα οδηγήσουν όχι μόνο σε μείζονα ενεργειακή κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σε ένα σημαντικό πισωγύρισμα στην προσπάθεια των δύο χωρών του Κόλπου να απομακρυνθούν από το παρελθόν, να συνδεθούν με τη Δύση και να αποκτήσουν περιφερειακό ρόλο.
Για την Ελλάδα, όπως και για όλες τις χώρες της περιοχής, μία ακόμη μεγάλη πρόκληση είναι το ενδεχόμενο αυτή η σύγκρουση να καταλήξει με την κατάρρευση του θεοκρατικού καθεστώτος στην Τεχεράνη, καθώς είναι προφανές ότι η περιοχή δε θα αντέξει την πτώση του Ιράν και τη μετατροπή του σε μια δεύτερη Λιβύη ή Συρία, καθώς πρόκειται για μια χώρα 90 εκατομμυρίων ανθρώπων, με κρίσιμη στρατηγική θέση και με μείζονα ρόλο στην εξασφάλιση της σταθερότητας στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει με μια σύγκρουση η οποία αναμενόταν εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Μια σύγκρουση η οποία, εάν δεν περιοριστεί, θα δώσει την ευκαιρία σε νέους επικίνδυνους ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις για τον ανασχεδιασμό της αρχιτεκτονικής της περιοχής.