Η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών της πρωτοβουλίας Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, έλαβε χώρα στην Αθήνα, προς ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας, ανασκόπηση και αξιολόγηση των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και τέλος την εκπομπή ισχυρών μηνυμάτων προς διεύρυνση και εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ τους.
Αποφασίσθηκε, η ενεργοποίηση Μόνιμης Γραμματείας, για τον καλύτερο συντονισμό του τριμερούς σχήματος, με έδρα τη Λευκωσία, το οποίο αποδεικνύει ότι η συνεργασία έχει εδραιωθεί και πλέον αποσκοπεί στην ενεργή συμμετοχή και παρέμβασή της στα τεκταινόμενα στην περιοχή. Επίσης, έγινε αναφορά στη διεύρυνση της πρωτοβουλίας με την επανενεργοποίηση της σχήματος 3+1 με τη συμμετοχή των ΗΠΑ. Παρότι η ανταπόκριση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών είναι επί της αρχής θετική, αυτό θα εξαρτηθεί από τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής αλλά και των στρατηγικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, τα οποία βρίσκονται εν εξελίξει. Η παρουσία του Ισραήλ σε ένα σχήμα το οποίο δείχνει να αποκτά σταθερότητα, δίνει πιθανότητες συμμετοχής των ΗΠΑ καθώς έχει εκφρασθεί η αταλάντευτη υποστήριξή τους προς το Ισραήλ.
Καταδικάσθηκαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο η τραγικές φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα προσφάτως στη Συρία σε βάρος αμάχων, κατεξοχήν χριστιανών και αλαουιτών και χαιρετίστηκε κάθε προσπάθεια προς εθνική συμφιλίωση και συγκρότηση συμπεριληπτικής κυβερνήσεως. Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν ζητήσει λήψη αποφάσεως από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ώστε η άρση των κυρώσεων προς τη Συρία να είναι σταδιακή, υπό προϋποθέσεις και αν απαιτηθεί αναστρέψιμη. Δηλαδή δεν δίνεται προς την τρέχουσα ηγεσία της Συρίας, λευκή επιταγή, αλλά εκπέμπεται το μήνυμα ότι είναι υπό παρακολούθηση και η στάση και η συμπεριφορά της ΕΕ και των χωρών της, θα εξαρτηθεί από την πρόοδο που θα πραγματοποιείται προς την κατεύθυνση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και του εκδημοκρατισμού της χώρας.
Το Κυπριακό, για την Ελλάδα αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα και εκφράζεται με τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας για εξεύρεση δίκαιης λύσεως εντός του πλαισίου του ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενόψει της Πενταμερούς, που έχει συγκαλέσει τις προσεχείς ημέρες στη Γενεύη, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ. Σε ότι αφορά στη Γάζα η ελληνική πλευρά τόνισε την ανάγκη της αξιοποιήσεως της εκεχειρίας για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, στη βάση των δύο κρατών, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και παράλληλη αναγνώριση του δικαιώματος του Ισραήλ για ειρήνη και ασφάλεια.
Ανακοινώθηκε η ενίσχυση της συνεργασίας στα πεδία του εμπορίου της οικονομίας του περιβάλλοντος, της πολιτικής προστασίας και της κυβερνοασφάλειας. Ενώ τονίσθηκε η «Ιδιαίτερη σημασία [που αποδίδεται] στην …. ενεργειακή συνεργασία και διασυνδεσιμότητα, η οποία αναγνωρίζεται και ενθαρρύνεται από το Διεθνές Δίκαιο».
Πίσω από αυτή τη διατύπωση κρύβεται ένα από τα πλέον καυτά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η ελληνική διπλωματία, αυτό της ηλεκτρικής διασυνδέσεως Ελλάδος – Κύπρου η οποία θα συνεχίσει προς το Ισραήλ και έχει διακοπεί λόγω των τουρκικών αντιδράσεων (Κάσος κτλ) οι οποίες βασίζονται στις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις του Ερντογάν, στις αυθαίρετες θέσεις της Τουρκίας, εκτός Διεθνούς Δίκαιου και Δικαίου της Θαλάσσης και στο επιθετικό – επεκτατικό «Δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας». Όλα αυτά προβλήθηκαν εκ νέου σε υψηλούς τόνους από τον υπουργό Αμύνης της Τουρκίας, την παραμονή της συναντήσεως των Αθηνών.
Δυστυχώς, η Ελλάδα υποτίμησε το γεωπολιτικό κίνδυνο, παρασυρμένη ίσως από τη «Διακήρυξη των Αθηνών» και την όποια βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το έργο εσφαλμένα κατατμήθηκε στα δύο, Ελλάδα – Κύπρος και Κύπρος – Ισραήλ, ενώ θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενιαίο, δηλαδή Ελλάδα – Ισραήλ, καθώς το δεύτερο δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς το πρώτο.
Έτσι αποδυναμώθηκε η στρατηγική σημασία του, καθώς δεν προβλήθηκε ο τελικός αποδέκτης, το Ισραήλ, δηλαδή ένας κορυφαίος παίκτης της εξισώσεως της ασφάλειας και σταθερότητας στην Αν. Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, το οποίο έμεινε έξω από την πολιτική και διπλωματική δράση για την προώθηση και επίτευξη της διασυνδέσεως, η οποία θα του εξασφάλιζε ενεργειακή αυτονομία.Η προσπάθεια να εξευρεθεί λύση μέσω άτυπων επαφών με την Τουρκία, υποβάθμισε ένα διεθνές ζήτημα σε διμερές και το οδήγησε σε αδιέξοδο. Έτσι δεν κατέστη δυνατό να γίνουν οι έρευνες στον βυθό διεθνών υδάτων, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την πόντιση του καλωδίου και τη διασύνδεση.
Η σημερινή συνάντηση ανοίγει το δρόμο ώστε έργο να τεθεί σε νέα βάση με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους. Φυσικά, αυτό δεν είναι εύκολο λόγω της αλλαγής των στρατηγικών συνθηκών στην περιοχή αλλά και ευρύτερα, οι οποίες έχουν ενισχύσει και ίσως υπερτονίσει το ρόλο του Ερντογάν και της Τουρκίας ακόμη και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Επιβάλλεται η αλλαγή στρατηγικής και του τρόπου προσεγγίσεως της Τουρκίας από την Ελλάδα αλλά και το Ισραήλ. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι έργο πρέπει να γίνει και θα γίνει και να υποστηριχθεί με συναντήσεις - διακηρύξεις ανώτερου επιπέδου (αρχηγοί κυβερνήσεων κτλ), από διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ κτλ) αλλά και ισχυρούς δρώντες στην περιοχή (π.χ. ΗΠΑ). Μόνο με μια νέα και ενιαία στρατηγική και των τριών κρατών, με διαυγείς στόχους, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, αποφασιστικότητα, αξιοποίηση του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και της ισχύος τους, είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν οι αυθαίρετες θέσεις του Ερντογάν και της Τουρκίας και η ολοκλήρωση του έργου.
Για την Ελλάδα αυτό είναι επιβεβλημένο, καθώς στον πίσω μέρος του μυαλού της πρέπει να έχει, ότι αν αφεθούν αναπάντητες οι παράνομες τουρκικές επιδιώξεις, προκύπτει ορατός και άμεσος κίνδυνος και για το Αιγαίο. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι οποιαδήποτε ενέργεια στο χώρο του Αιγαίου και της Αν. Μεσόγειου από την Ελλάδα, όσο σύννομη και αν είναι, αποτελεί βεβαιότητα ότι θα βρεθεί μπροστά στην τουρκική επιθετικότητα, ως εκ τούτου απαιτείται συνεχής επαγρύπνηση, εγρήγορση και ετοιμότητα και αν απαιτείται και αλλαγή στρατηγικής, καθώς υπεραπλουστεύσεις όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε αδιέξοδα και κινδύνους για τα εθνικά μας συμφέροντα.
*Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Α/ΓΕΣ