Τα ελληνοτουρκικά επί διακυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη

Τα ελληνοτουρκικά επί διακυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη

Ο τερματισμός των εορτασμών για το Πάσχα σηματοδοτεί και την έναρξη του προεκλογικού αγώνα στην Ελλάδα, την ιδία ώρα που κορυφώνεται η προεκλογική αντιπαράθεση στην Τουρκία.

Τον τελευταίο καιρό, έχουν τεθεί διάφορα ερωτήματα σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, ιδίως την επαύριο του φονικού σεισμού της 6ης Φεβρουαρίου, που έπληξε τις ΝΑ περιοχές της γειτονικής χώρας. Στο παρόν σύντομο άρθρο, θα καταβληθεί προσπάθεια να απαντηθούν ορισμένα εκ των ερωτημάτων αυτών με βάση τα υπάρχοντα διαθέσιμα στοιχεία, που έχουν δει το φως της δημοσιότητος.

Η περίοδος της διακυβερνήσεως της Ελλάδος από τον κ. Κυρ. Μητσοτάκη μπορεί να χωριστεί σε δύο ευδιάκριτες υπο-περιόδους ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πρώτη ξεκίνησε με την επιδείνωση της καταστάσεως, που άρχισε με την υπογραφή του παράνομου, άκυρου και ανυπόστατου τουρκολιβυκού μνημονίου στην Κωνσταντινούπολη, την 27η Νοεμβρίου 2019.

Αυτό συνέβη λίγους μόλις μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τον κ. Μητσοτάκη. Σταδιακά, η επιδείνωση των διμερών σχέσεων εξέλαβε τη μορφή κρίσεως με την έμπρακτη εκδήλωση της ασύμμετρης απειλής των μεταναστευτικών (και όχι μόνον) ροών στον Έβρο, κατά τους πρώτους μήνες του 2020.

Πιο συγκεκριμένα, την 28η Φεβρουαρίου του έτους εκείνου, η τουρκική κυβέρνηση ανεκοίνωσε ότι θα προχωρούσε μονομερώς στο άνοιγμα των συνόρων της με την Ελλάδα για να περάσουν όσοι πρόσφυγες και μετανάστες ήθελαν να φτάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.).

Το μέτρο αυτό θα λαμβανόταν υποτίθεται ως αντίδραση για τον θάνατο 33 Τούρκων στρατιωτών στο Ιντλίμπ. Αμέσως μετά, τουρκικά ταξί και λεωφορεία μετέφεραν δεκάδες χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες, πρόσφυγες αλλά και (αποδεδειγμένα πλέον) άνδρες της ΜΙΤ στα ελληνοτουρκικά σύνορα κατά μήκος του Έβρου. Επηκολούθησαν δηλώσεις από τον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο αλλά και υπουργούς του, που καλούσαν σε διάβαση των συνόρων από σημεία όπου η στάθμη του ποταμού είχε κατέβει, δίνοντας μία ψευδή εικόνα για την όλη κατάσταση.  

Η στιγμή ήταν κρίσιμη, καθώς η πίεση που ασκήθηκε στην Ελλάδα ήταν πρωτοφανής. Η Αθήνα αντέδρασε με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, θωρακίζοντας τα σύνορά της, ενώ έφερε το θέμα στα όργανα της Ε.Ε., διεθνοποιώντας το και καθιστώντας το μέρος των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Στις αρχές Μαρτίου, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Commission) κα. Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Σαρλ Μισέλ και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (αείμνηστος πλέον) Νταβίντ Σασόλι έφθασαν στην περιοχή του Έβρου, υποδηλώνοντας την έμπρακτη υποστήριξη της Ε.Ε. προς την Αθήνα.

Η διαφορά με το τότε πρόσφατο παρελθόν των ανεξέλεγκτων μεταναστευτικών ροών, που διαπερνούσαν τα σύνορα και κινούνταν ελεύθερα στην ελληνική επικράτεια ήταν προφανής και τα περισσότερα κράτη-μέλη  της Ε.Ε. στάθηκαν αλληλέγγυα στην Ελλάδα, αντιλαμβανόμενα το μέγεθος του κινδύνου για τη σταθερότητα στο εσωτερικό τους.

Η σθεναρή στάση της ελληνικής κυβερνήσεως προκάλεσε νέα ένταση στο Αιγαίο. Υπενθυμίζεται, απολύτως ενδεικτικά, το επεισόδιο που σημειώθηκε στη θαλάσσια περιοχή της Λέσβου, όταν ένα σκάφος της τουρκικής ακτοφυλακής επεχείρησε να εμβολίσει ένα αντίστοιχο ελληνικό με προφανή τον κίνδυνο σύγκρουσης.

Η κρίση κλιμακωνόταν επικίνδυνα, καθώς η ένταση επικεντρώθηκε στο Αιγαίο, μετά την αποτυχία των τουρκικών σχεδίων στον Έβρο. Η Δύση άσκησε ασφυκτικές πιέσεις για την αποτροπή του χείριστου σεναρίου και οι δύο χώρες επεχείρησαν να ελέγξουν την κατάσταση σε ανώτατο επίπεδο.

Ευτυχώς, την περίοδο εκείνη, οι δίαυλοι επικοινωνίας παρέμεναν ακόμη ανοικτοί και οργανώθηκε μία επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν, στα μέσα Μαρτίου του 2022. Σε αυτές, ο Τούρκος ηγέτης πίεσε τον κ. Μητσοτάκη να αποδεχθεί την έναρξη ενός διμερούς διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών επί μίας σειράς ζητημάτων, δίχως την παρέμβαση τρίτων, αγνοώντας ηθελημένα ότι η Ελλάδα είναι μέλος διαφόρων ισχυρών διεθνών οργανισμών, όπως η Ε.Ε. 

Αν και είναι άγνωστο το ακριβές περιεχόμενο του διαλόγου μεταξύ των δύο ηγετών, είναι πλέον βέβαιη η έμπρακτη «απάντηση» του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος επεσκέφθη την Ουάσινγκτον, δύο μήνες αργότερα. Το τελευταίο γεγονός έχει χαρακτηριστεί από μελετητές της ιστορίας των ελληνοαμερικανικών σχέσεων «η πλέον επιτυχημένη επίσκεψη Έλληνα ηγέτη στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Οι επαφές του κ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών κ. Νικ. Δένδια με Αμερικανούς αξιωματούχους και κυρίως η ομιλία του πρώτου ενώπιον των μελών του Κογκρέσου, όπου εξέθεσε σαφώς τόσο τις ελληνικές θέσεις όσο και το μέγεθος του τουρκικού αναθεωρητισμού, προκάλεσαν αρχικώς έκδηλη αμηχανία στην ‘Άγκυρα.

Η θερμή υποδοχή και το συνεχές χειροκρότημα των Αμερικανών βουλευτών και γερουσιαστών, που αποτελούν διαχρονικά τον έναν από τους τρεις πυλώνες διαχάραξης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους (σ.σ. οι άλλοι δύο είναι ο Πρόεδρος και το Υπουργείο Εξωτερικών-State Department), ακόμη και όταν ο κ. Μητσοτάκης έκανε αναφορά στην τουρκική προκλητικότητα στην Κύπρο, σηματοδότησαν την έναρξη της δεύτερης και πιο κρίσιμης φάσης στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Τουρκία εξεδήλωσε πλέον φανερά τη δυσαρέσκεια και την οργή της. Ξεκίνησε, λοιπόν, να αμφισβητεί σε όλους τόνους την ελληνική κυριαρχία επί διαφόρων νησίδων αλλά ακόμη και μεγάλων νήσων του Αιγαίου, προβαίνοντας σε πρωτοφανείς νομικές αυθαιρεσίες και ακροβατισμούς, Η Άγκυρα δεν δίστασε να φθάσει μέχρι του σημείου όπως συνδέσει το θέμα της αποστρατικοποιήσεως ορισμένων εξ αυτών με την κυριαρχία της Ελλάδος, δίχως να διαθέτει το παραμικρό νομικό έρεισμα.

Οι προκλήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και εκδηλώνονταν όχι μόνο λεκτικώς στα διεθνή fora αλλά και πρακτικώς στο Αιγαίο, τόσο με τη συνεχή δράση της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας και του τουρκικού Λιμενικού Σώματος όσο και με τη συνεχή έκδοση NAVTEX και NOTAM από τουρκικής πλευράς. 

Ταυτόχρονα, πολλοί Τούρκοι αξιωματούχοι ξεκίνησαν μία σειρά εμπρηστικών και προσβλητικών δηλώσεων, στοχοποιώντας την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κα. Κατ. Σακελλαροπούλου, τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών, άλλους υπουργούς (π.χ. Εθν. Αμύνης  κ. Νικ. Παναγιωτόπουλο, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Ιωαν. Πλακιωτάκη) αλλά και τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Στρατηγό Κων. Φλώρο.

Η Άγκυρα αμφισβήτησε το αυτονόητο δικαίωμα όλων των προαναφερθέντων να επισκέπτονται τμήματα της ελληνικής επικράτειας, ενώ προχώρησε σε νέες απειλητικές δηλώσεις, επιδεικνύοντας τα όποια επιτεύγματα της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας της. Επρόκειτο για μία επανάληψη της λεγομένης «διπλωματίας της κανονιοφόρου» του 19ου αιώνα, που συνιστούσε ένα ανεπίτρεπτο bullying εναντίον ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους. Αρκετοί Τούρκοι πολιτικοί έφθασαν μέχρι του σημείου να «εκτοξεύουν» ακόμη και ύβρεις εναντίον του ελληνικού λαού, παραχαράσσοντας απροκάλυπτα και την ιστορία.    

Επιπλέον, ο Πρόεδρος Έρντογαν καταφέρθηκε με προσωπικούς χαρακτηρισμούς εις βάρος του Έλληνα πρωθυπουργού, αποκλείοντας κάθε μελλοντική μεταξύ τους συνάντηση. Στο σημείο αυτό, επανέλαβε απλώς την πρακτική που είχε εφαρμόσει και με τον προηγούμενο Έλληνα πρωθυπουργό κ. Αλ. Τσίπρα, τον οποίο κατηγόρησε ότι δεν είχε τηρήσει τον λόγο του και τις αναληφθείσες εκ μέρους του δεσμεύσεις για το θέμα της σύλληψης και επιστροφής στην Τουρκία 8 Τούρκων αξιωματικών.

Υπενθυμίζεται ότι οι τελευταίοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά την αποτυχία της απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία, τον Ιούλιο του 2016. Ταυτόχρονα, η Τουρκία κατηγορούσε την Ελλάδα για την πολιτική της έναντι των οικονομικών μεταναστών, την ιδία ώρα που στην επικράτειά της διαβιούν (συχνά υπό άθλιες συνθήκες) εκατομμύρια πρόσφυγες από τη γειτονική Συρία, που χρήζουν προστασίας βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Αντιθέτως, η Αθήνα έχει λάβει πολλά μέτρα για την ομαλή ένταξη, σίτιση και στέγαση όσων βρει καταφύγιο στη χώρα μας και διαθέτουν τα σχετικά έγγραφα με πρωτοβουλία της Υφυπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου κας Σοφ. Βούλτεψη. 

Τέλος, η Άγκυρα απεδύθη σε μία διπλωματική εκστρατεία πλήρους παραποίησης της πραγματικότητος στο Αιγαίο αλλά και απροκάλυπτης διαστρέβλωσης των νομικών κειμένων, που διέπουν το καθεστώς του. Το αποκορύφωμα αυτής της εκστρατείας ήταν η αποστολή στον γενικό γραμματέα του Ο.Η.Ε. δύο κειμένων του τότε μόνιμου αντιπροσώπου της στον διεθνή οργανισμό κ. Φεριντούν Σινιρλίογλου.

Αν και τα κείμενα αυτά έλαβαν την κατάλληλη απάντηση από ελληνικής πλευράς, μέσω της μόνιμης αντιπροσώπου της Ελλάδος στον Ο.Η.Ε. κας Μαρίας Θεοφίλη, η ένταση συνεχίστηκε, καθώς όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας είχαν κοπεί, με απόλυτη ευθύνη της τουρκικής πλευράς. Ελλόχευε, λοιπόν, ο κίνδυνος ένα τυχαίο περιστατικό ή ένα ατύχημα στο Αιγαίο να μην καταστεί δυνατόν όπως ελεγχθεί αλλά αντιθέτως να εξελιχθεί σε διμερές επεισόδιο, προσλαμβάνοντας ανεξέλεγκτες διαστάσεις. 

Την 6η Φεβρουαρίου τ.ε., ένας καταστροφικός σεισμός έπληξε τη γειτονική χώρα. Η Ελλάδα έστειλε αμέσως ανθρωπιστική βοήθεια και πρωταγωνίστησε στην Ε.Ε. για να δοθεί πάσης φύσεως αρωγή (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής) στην Τουρκία. Οι ενέργειες της ελληνικής κυβερνήσεως και η στάση του ελληνικού λαού προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση στη διεθνή κοινότητα, όπου το κύρος της χώρας μας ανέβηκε κατακόρυφα. Όλοι οι ξένοι ενεθυμούντο τα προαναφερθέντα πρόσφατα γεγονότα και τις δηλώσεις των Τούρκων αλλά ελάχιστοι εγνώριζαν την ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού αλλά και τις πάγιες αρχές που διέπουν την εξωτερική πολιτική της χώρας μας.

Η Τουρκία, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη», έδειξε ότι ανταποκρίνεται θετικά και περιόρισε τις προκλήσεις στο Αιγαίο, δίχως όμως να πάψει την έκδοση NAVTEX  και NOTAM, που αμφισβητούσαν το status στην περιοχή. Άλλωστε, ήταν αδήριτη ανάγκη να στρέψει όλη την προσοχή της στις σεισμόπληκτες επαρχίες και δη εν όψει της προεκλογικής περιόδου.

Επιπλέον, η Άγκυρα έχει επείγουσα ανάγκη τα 6.000.000.000 ευρώ της Ε.Ε., ενώ επιθυμεί διακαώς να παρακάμψει τις αντιρρήσεις του αμερικανικού Κογκρέσου για να προμηθευτεί τα  πολεμικά αεροσκάφη F-16, την ιδία ώρα που η Αθήνα, όχι μόνον εκσυγχρονίζει τα δικά της F-16, αλλά έχει ενταχθεί και στο πρόγραμμα αγοράς πολεμικών αεροσκαφών F-35. Οι δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων αποτελούν πολύτιμο όπλο στη φαρέτρα της τουρκικής διπλωματίας προκειμένου να επιτύχει τον τελευταίο στόχο της στο Κογκρέσο.

Κατ’ ουσίαν, η Άγκυρα επιχειρεί μία διπλωματική ρελάνς, γνωρίζοντας καλώς ότι η Αθήνα δεν μπορεί να αρνηθεί τον διάλογο, όταν όλοι οι Έλληνες αξιωματούχοι ισχυρίζονται διαχρονικά ότι επιθυμούν τη μείωση της έντασης και την εμπέδωση του αλληλοσεβασμού και των αρχών καλής γειτονίας στις διμερείς σχέσεις. 

Προφανώς, στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η πρόθεση της Τουρκίας να υποστηρίξει την ελληνική υποψηφιότητα για κατάληψη μίας εκ των 10 θέσεων των μη μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Βεβαίως, πολλοί έσπευσαν να σημειώσουν ότι η Ελλάδα έχει ούτως ή άλλως πάρα πολλές πιθανότητες να επιτύχει τον στόχο της και δίχως την τουρκική ψήφο χάρη στις διπλωματικές προσπάθειες του κ. Δένδια, ο οποίος έχει επισκεφθεί μία πλειάδα κρατών ανά την υφήλιο.

Οι ίδιοι σημείωσαν ότι η ανταποδοτική υποστήριξη των Αθηνών στην τουρκική υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), αν και προκάλεσε ποικίλα σχόλια στη Λευκωσία, μάλλον δεν θα συνεισφέρει ουσιαστικά στην επικράτηση του Τούρκου Σουάτ Χαϊρί Ακά, καθώς αυτός δεν θεωρείται ένας εκ των δύο επικρατέστερων μεταξύ των επτά υποψηφίων, αυτή τη στιγμή.

Ασχέτως του βάσιμου ή μη των προαναφερθέντων ισχυρισμών, η αλλαγή του κλίματος στις διμερείς σχέσεις είναι εμφανής. Αρκεί, όμως, αυτό; Εάν η αλλαγή του κλίματος δεν συνοδευτεί από συγκεκριμένες πράξεις, για πόσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσει; Είναι αξιοσημείωτο ότι τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Δένδιας τόνισαν επανειλημμένως ότι «δεν είμαστε αφελείς». Ως γνωστόν, η στρατηγική μίας χώρας χαράσσεται σε μακροχρόνια βάση και δεν επηρεάζεται από τυχαία γεγονότα (όπως π.χ. ο σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου) όσο σημαντικά και αν είναι αυτά. Έχει γραφεί ότι απαιτούνται δύο και πλέον δεκαετίες για να ξεδιπλωθούν όλες οι πτυχές μίας στρατηγικής. Πράγματι, η τουρκική στρατηγική, τα αποτελέσματα της οποίας έγιναν ευρέως αντιληπτά την τελευταία τετραετία, άρχισε να διαμορφώνεται από τον τότε υπουργό Εξωτερικών (μακαρίτη σήμερα) Ισμαήλ Τζεμ, την εποχή της λεγομένης «διπλωματίας των σεισμών», στα τέλη της δεκαετίας του 1990.

Άλλωστε, και η τουρκική πρόταση περί moratorium στο Αιγαίο από την 15η Ιουνίου έως την 15η Σεπτεμβρίου ήταν κατ’ ουσίαν κενή περιεχομένου. Είναι ελάχιστα γνωστόν σε όσους δεν ασχολούνται επισταμένως με τα στρατιωτικά ζητήματα ότι οι μεγάλες ασκήσεις της Τουρκίας διεξάγονται πριν και μετά από τις προαναφερθείσες ημερομηνίες. Πιο συγκεκριμένα, η άσκηση Mavi Vatan (Γαλάζια Πατρίδα) πραγματοποιήθηκε από 11 έως 21 Απριλίου του 2022, η άσκηση Efes 2022 έλαβε χώρα από 9 Μαΐου έως 9 Ιουνίου, η άσκηση Denizkurdu (Θαλασσόλυκος) πραγματοποιήθηκε από 25 Μαΐου έως 6 Ιουνίου 2022, η αεροναυτική άσκηση Kararlilik 2022 (Αποφασιστικότητα) έλαβε χώρα από 13 έως 18 Οκτωβρίου, ενώ το ίδιο ίσχυσε και για τις ασκήσεις έρευνας και διάσωσης, όπως την Deniz Aslani (Θαλάσσιος Λέοντας). 

Η Αθήνα φάνηκε πρόθυμη για την έναρξη συνομιλιών, που θα αφορούν μόνον στον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδος και θα εδράζονται επί του Διεθνούς Δικαίου, μετεκλογικά. Έως τότε, ουδεμία σοβαρή συζήτηση μπορεί να γίνει, καθώς είναι λίαν πιθανή η εκ νέου εργαλειοποίηση των διμερών σχέσεων, εάν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ευνοϊκές για τον Τούρκο Πρόεδρο.

Σημειωτέον ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο υπουργός Αμύνης κ. Χουλουσί Ακάρ είχαν ευχαριστήσει ονομαστικά τους Έλληνες για τη βοήθειά τους την επομένη των σεισμών. Εντούτοις, αυτή η αναφορά υπήρξε στο πρόγραμμα του ΑΚΡ, όπου όμως γίνεται σαφής μνεία και στη μετατροπή του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως σε τζαμί, θέμα που ενοχλεί όλον τον ελληνισμό.

Πάντως, τις τελευταίες ημέρες πληθαίνουν οι δηλώσεις από τουρκικής πλευράς για νήσους τους Αιγαίου οι οποίες δήθεν τελούν υπό «γκρίζο» καθεστώς, για την προάσπιση των υποτιθέμενων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, καθώς και για την «ανάγκη» ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών εκ μέρους της Ελλάδος προκειμένου να μην χαθεί το momentum και να μην επιστρέψει η ένταση.

Σημειώνεται ότι υπάρχουν πράξεις που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην ουσιαστική «αλλαγή σελίδος» στις διμερείς σχέσεις και στην παγίωση του κλίματος που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους δύο μήνες. Αυτές ξεκινούν από τη μη έκδοση νέων NAVTEX και NOTAM, την παύση της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας επί των νήσων του Αιγαίου, την αναγνώριση από την Άγκυρα της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, την απόσυρση της επιστολής Σινιρλίογλου από τον Ο.Η.Ε. και φθάνουν μέχρι την κατάργηση του casus belli και την υπογραφή ενός συνυποσχετικού για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προς επίλυση της μίας και μόνης διαφοράς, που υπάρχει μεταξύ των δύο κρατών και δεν είναι άλλη από τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδος.

Ειδάλλως, αργά ή γρήγορα, θα γίνει αντιληπτόν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στην πράξη, πέραν των χαμόγελων, των ωραίων λόγων και των χαμηλών τόνων. 

 *Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών.