Ελληνική αμυντική βιομηχανία: Απαιτείται μια επείγουσα επανάσταση

Ελληνική αμυντική βιομηχανία: Απαιτείται μια επείγουσα επανάσταση

Η Ελλάδα, ως χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να περιοριστεί, στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, στην συνεργασία μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ, όπως κάνει με το πρόγραμμα PESCO που υποστηρίζει διακυβερνητικές συνεργασίες κρατών-μελών της ΕΕ ή του European Defence Fund (EDF), όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδοτεί την συμμέτοχή σε πανευρωπαϊκά consortia.

Σε αυτές τις πρωτοβουλίες θα πρέπει, μετ’ επιτάσεως, η χώρα να προσθέσει τεχνογνωσία και χρηματοδοτικά εργαλεία της ΕΕ ώστε να υποστηρίξει την βιομηχανική καινοτομία σε αμιγώς ή κυρίως εθνικό επίπεδο, στον αμυντικό τομέα. 

Η πρόταση αυτή του γράφοντος βασίζεται σε τρεις αλληλένδετες παραδοχές:

1. H δυνατότητα συν-δημιουργίας μεταξύ ενόπλων δυνάμεων, εταιρειών του αμυντικού τομέα και ερευνητικών οργανισμών (ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα) είναι κατά κύριο λόγο προσδιορισμένη στον εθνικό χώρο: εξαιτίας της γεωγραφικής και πολιτισμικής εγγύτητας των δρώντων, της εξοικείωσης με την συγκεκριμένη πρόκληση εθνικής ασφάλειας και των συστατικών της στοιχείων (όπως η εθνική γεωγραφία, η φύση και έκταση της εθνικής απειλής, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των εθνικών ενόπλων δυνάμεων κλπ.). 

Σχετικώς γνωρίζουμε ότι όλα τα πετυχημένα οικοσυστήματα καινοτομίας είναι χωρικά προσδιορισμένα εξαιτίας της διάδρασης ερευνητών, επιχειρηματιών και πελατών και η καινοτομία της άμυνας δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ίδια η Silicon Valley δεν αιωρείται στην ατμόσφαιρα αλλά είναι μια συγκεκριμένη περιοχή νοτίως του Σαν Φρανσίσκο.

Το γεγονός αυτό μάλιστα έχει να κάνει με τις τεράστιες επενδύσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ στην αμυντική βιομηχανία της Πολιτείας της Καλιφόρνιας κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ και του Ψυχρού Πολέμου, επενδύσεις που έθεσαν τα καινοτομικά θεμέλια της  Silicon Valley.

2. Πάρα ταύτα όταν καθίσταται εκμεταλλεύσιμη αυτή η χωρικά και άρα εθνικά προσδιορισμένη καινοτομική ικανότητα στην άμυνα είναι σε θέση να εξαχθεί πέρα των εθνικών συνόρων. Στην περίπτωση της Ελλάδας δύο ενδεικτικά και μόνο παραδείγματα όπου η αμυντική βιομηχανία μπορεί να παραγάγει διεθνούς βεληνεκούς καινοτομίας είναι η άμυνα ενός αρχιπελάγους (σχετική για τις χώρες της  Βαλτικής και της Νότιας Σινικής Θάλασσας) και η διαχείριση της πολυτυπίας σε στόλους μαχητικών αεροσκαφών (σχετική με συμμάχους της ΕΕ στην Μέση Ανατολή αλλά και την Ινδία που προμηθεύετε μαχητικά αεροσκάφη  και από την Γαλλία και τις ΗΠΑ). 

3. Για τις περισσότερες χώρες μέλη της ΕΕ στην πρώτη γραμμή (front line states) όπως η Ελλάδα και η Πολωνία, η εθνική άμυνα αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα εξαιτίας της έντασης της απειλής στην εθνική τους ασφάλεια, και άρα εξοπλίζουν με σύγχρονα μέσα τις ένοπλες δυνάμεις τους, και επίσης έχουν μια σοβαρή ερευνητική υποδομή (ΑΕΙ και ερευνητικά ιδρύματα).

Πάρα ταύτα σε αυτές τις χώρες πρώτης γραμμής οι υψηλές καινοτομικές δυνατότητες στον τομέα της άμυνας   παραμένουν απραγματοποίητες, εξαιτίας αλληλένδετων περιορισμών, όπως: ξεπερασμένα συστήματα αμυντικών προμηθειών, πολιτικές παρεμβάσεις στην ιεραρχία των ένστολών και μη ένστολών στελεχών του αμυντικού μηχανισμού τους, απροθυμία να δεσμεύσουν σημαντικούς δημοσιονομικούς πόρους στην έρευνα και καινοτομία διότι η οικονομική ωφέλεια  μιας τέτοιας επένδυσης κείται πέραν του εκλογικού κύκλου.

Η Ουκρανία, που ναι μεν δεν είναι χώρα μέλος της ΕΕ έχει όμως ανάλογα τέτοια χαρακτηριστικά με την Ελλάδα και Πολωνία, και που έχει καταστεί σε διεθνές επίπεδο καινοτόμα στον τομέα της άμυνας, ξεπερνώντας υπό την πίεση του πολέμου τους αλληλένδετους περιορισμούς που προαναφέραμε, αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα των σημαντικότατων, εγγενών καινοτομικών δυνατοτήτων των χωρών μελών πρώτης γραμμής της ΕΕ.

Σημειώνουμε σχετικώς ότι σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση του European Innovation Scoreboard, του 2022, η Ουκρανία ήταν  τελευταία στην κατάταξη χωρών μελών της ΕΕ και γειτονικών χωρών, αναφορικά με τις γενικές καινοτομικές τις επιδόσεις, 38η για την ακρίβεια, με την Πολωνία να κατέχει την 29η θέση και την Ελλάδα την 24η.  

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν ώστε η ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και άλλοι ευρωπαϊκοί οργανισμοί σε συνεργασία με κράτη μέλη όπως η Ελλάδα, να συντονιστούν ώστε να λειτουργήσουν καταλυτικά στην δημιουργία καινοτομίας σχετική με την άμυνα σε αυτές τις χώρες της πρώτης γραμμής όπως η Ελλάδα;

Καταρχήν το πλέον πρόσφορο πλαίσιο αυτών που θα προτείνουμε  εντάσσεται στην βιομηχανική πολιτική της ΕΕ, όπου δηλαδή η ΕΕ μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς, υπό την ηγεσία του Επίτροπου Θιερύ Μπρετόν, αποσκοπεί στο να ενισχύσει τόσο την καινοτομική δυνατότητα όσο και την συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ, και των χωρών μελών της, της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας.

Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε,  οι ενέργειες που θα προτείνουμε, έχουν σχέση ισχυρής συνέργειας είτε με υφιστάμενα εργαλεία πολιτικής της ΕΕ, όπως το EUDIS του EDF, που υποστηρίζει με 2 δισεκατομμύρια υρώ καινοτόμες Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στον χώρο της άμυνας, το EIC του European Innovation Council, που με 10 δις ευρώ αναλαμβάνει  συμμετοχές σε εταιρείες υψηλού ρίσκου και υψηλής τεχνολογίας (deep tech) και την εκκολαπτόμενη στρατηγική της ΕΕ για την Ευρωπαϊκή οικονομική ασφάλεια η οποία θα κινητοποιήσει πρόσθετους οικονομικούς πόρους. Οι ενέργειες αυτές είναι οι παρακάτω τρείς:  

1. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Πολωνία θα πρέπει να ζητήσουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και συγκεκριμένα από τη Γενική Διεύθυνση Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, να τους προσφέρει τεχνική βοήθεια ώστε να εκσυγχρονίσουν και να εναρμονίσουν τις διαδικασίες προμηθειών των Υπουργείων Άμυνας τους, και άλλων Υπηρεσιών με συναφείς προμήθειες (λιμενικό, αστυνομία, πολιτική προστασία).

Και έτσι να μπορέσουν να αναβαθμίσουν την ικανότητα τους να αξιολογήσουν και άρα και να επιλέξουν καινοτόμα αμυντικά προϊόντα και υπηρεσίες γηγενούς επινόησης και να ιδρύσουν αποτελεσματικούς αμυντικούς επιταχυντές που υποστηρίζουν την ανάπτυξη γηγενών νεοφυών επιχειρήσεων στον τομέα της άμυνας.

Συγκεκριμένα, μιλούμε για μια επανάσταση που πρέπει να συντελεστεί στην Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Επενδύσεων και Τεχνολογικών Ερευνών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ώστε α) από εκεί που αγοράζει κυρίως διεθνώς καταξιωμένα, ώριμα οπλικά συστήματα, από βιομηχανικούς κολοσσούς χωρών όπως οι ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία, δηλαδή εξαρτήματα (hardware) που έχουν ήδη ενσωματωμένο λογισμικό (software) β) να μπορεί, μαζί με στελέχη και μονάδες των Ενόπλων Δυνάμεων  στο πεδίο, να αξιολογεί π.χ. λογισμικό που παράγει το γηγενές οικοσύστημα (ερευνητικά κέντρα, ΑΕΙ, νεοφυείς και άλλες επιχειρήσεις), και που δεν παραμένει στάσιμο με την υιοθέτηση του, αλλά συνεχώς εξελίσσεται μέσω αναβαθμίσεων, και που είτε αυξάνει την αποτελεσματικότητα υφιστάμενων οπλικών συστημάτων αλλοδαπής κατασκευής, είτε ενισχύει επιχειρησιακές λειτουργίες όπως ο ηλεκτρονικός πόλεμος ή η διοίκηση και ο έλεγχος (Command and Control – C2).   

2. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες πρώτης γραμμής,  θα πρέπει να κάνει χρήση, αν και όταν οριστικοποιηθεί, του υπό διαπραγμάτευση χρηματοδοτικού εργαλείου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Strategic Technologies for Europe Platform (STEP), να μεγιστοποιήσει τον σχεδιασμό για αξιοποίηση δυνατοτήτων από το EUDIS (EU Defence Innovation Scheme – συμπεριλαμβάνει προκλήσεις καινοτομίας, ασκήσεις ελέγχου καινοτομίας, αναβαθμίσεις εμπορικών σε στρατιωτικές εφαρμογές) καθώς και μελλοντικά προγράμματα ταμείων συνοχής ώστε να κατευθύνει σημαντικούς πόρους στην έρευνα και ανάπτυξη στον χώρο της άμυνας.

Αυτοί οι Ευρωπαϊκοί πόροι θα πρέπει να συμπληρωθούν από αμιγώς εθνικούς πόρους στην έρευνα και ανάπτυξη  στην άμυνα ώστε να αναπτυχθεί πρόσθετη δυναμική.

Λαμβανομένου υπόψη τις εγγενώς υψηλές αν και ακόμη απραγματοποίητες καινοτομικές δυνατότητες των χωρών πρώτης γραμμής, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω, μια τέτοια στοχευμένη Ευρωπαϊκή και εθνική χρηματοδότηση δύναται να αντισταθμίσει εδραιωμένες σχέσεις αμυντικών προμήθειών.

Σχέσεις που ακόμη χαρακτηρίζονται από το δίπολο  περιφέρειας και μητρόπολης, όπου χώρες όπως  η Ελλάδα και η Πολωνία, μέσω των αμυντικών τους προμηθειών χρηματοδοτούν τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης των αμυντικών βιομηχανιών του μητροπολιτικού κέντρου της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία), μια που οι προμήθειες αυτές ενισχύουν τις σχετικές βιομηχανικές οικονομίες κλίμακας στις εν λόγω αμυντικές βιομηχανίες.

Μια τέτοια αντιστάθμιση θα συμπεριλαμβάνει εξαγωγές υψηλής προστιθέμενης αξίας αμυντικών προϊόντων και υπηρεσιών από την περιφέρεια στο κέντρο, π.χ. από την Ελλάδα στην Γαλλία και στην Γερμανία (όπως έχει ήδη πετύχει το Ισραήλ και δρομολογείται να πετύχει η Ουκρανία) και / ή ευρύτερη, ουσιώδη συμμετοχή ελληνικών εταιρειών, και όχι συμβολική, σε πανευρωπαϊκά βιομηχανικά consortia, που θα σχεδιάσουν και θα παραγάγουν επόμενης γενιάς οπλικά συστήματα, π.χ. κορβέτες, πολεμικά αεροσκάφη, άρματα μάχης.

Μια τέτοια πολιτική μπορεί να συνδυαστεί με τις ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν από την νέα Ευρωπαϊκη στρατηγική οικονομικής ασφάλειας που τείνει να επαναπατρίσει στην Ευρώπη της κρίσιμες αλυσίδες προμηθειών.

3. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ) θα πρέπει να άρει τον παρόντα περιορισμό που επιτρέπει δανειοδοτήσεις και τοποθετήσεις κεφαλαίων όχι σε αμυντικές τεχνολογίες αλλά μόνο σε τεχνολογίες διπλής χρήσης (dual use-δηλαδή τεχνολογίες που δεν είναι αμυντικές και μόνο, αλλά μπορούν να έχουν και χρήση σε μη αμυντικούς τομείς). Κι αυτό, προκειμένου οι διαχειριστές κεφαλαίων που έχουν δεχτεί κεφάλαια της ΕΤΕΠ να μπορούν να επενδύσουν σε νεοφυείς και άλλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που παράγουν αμιγώς αμυντικά συστήματα (core defence). 

Επί του παρόντος, και λόγω του καταλυτικού ρόλου της ΕΤΕΠ στην δανειοδότηση καινοτόμων επιχειρήσεων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες πρώτης γραμμής, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Πολωνία, η ΕΤΕΠ όχι μόνο δεν υποστηρίζει την καινοτομία στην άμυνα στις χώρες της πρώτης γραμμής αλλά και αποτελεί ένα εκ των κυρίων ανασταλτικών παραγόντων επειδή ακριβώς είναι μόνο ένας εκ των χρηματοδοτών των διαχειριστών κεφαλαίων - οι άλλοι είναι η ΕΕ και τράπεζες και κεφαλαιούχοι των χωρών μελών πρώτης γραμμής.

Ετσι, το σύνολο αυτών των επιπλέον κεφαλαίων υπόκεινται στους περιορισμούς της ΕΤΕΠ για δανειοδοτήσεις και τοποθετήσεις κεφαλαίων μόνο σε δραστηριότητες διπλής χρήσης. Μιλούμε δηλαδή για έναν εξωφρενικά ανασταλτικό παράγοντα, λαμβανομένου υπόψιν την επανεμφάνισή της απειλής εθνικής ασφάλειας για το σύνολο των χωρών μελών της ΕΕ και ιδιαίτερα των χωρών μελών της πρώτης γραμμής.

Με την άρση των περιορισμών στην χρηματοδότηση του core defence, όλη η τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί από τους διαχειριστές κεφαλαίων, όπου έχουν τοποθετηθεί κεφάλαια της ΕΤΕΠ, στον εντοπισμό και την ανάπτυξη των νεοφυών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, θα επεκταθεί και στον αμυντικό τομέα.

Έτσι η ΕΤΕΠ θα λειτουργήσει σε συνέργεια με την προτεινόμενη τεχνική βοήθεια της Γενικής Διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων, όπου το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της χώρας μας θα να είναι σε θέση να αξιολογεί και να προμηθεύεται αμυντικά συστήματα από γηγενείς επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας με διεθνείς προοπτικές που έχουν αναπτυχθεί με την χρηματοδότηση της ΕΤΕΠ. 

Σχετικώς η Ελλάδα, μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών (που εκπροσωπεί την Ελλάδα υπό την ιδιότητα της χώρας ως ένας εκ των μετόχων της ΕΤΕΠ), πρέπει να ενώσει την φωνή της με αυτή της Γαλλίας, που είναι η σημαντικότερη χώρα μέλος της ΕΕ που πιέζει την ΕΤΕΠ να άρει τους περιορισμούς της σχετικά με την δανειοδότηση αμιγώς αμυντικών δραστηριοτήτων.

Στην δε παρούσα συγκυρία, με την νίκη Τουσκ στην Πολωνία, θα μπορούσαν να διερευνηθούν συμμαχίες προς τούτο και με την Πολωνία, μια που θα προσανατολιστεί στην εξομάλυνση των σχέσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της με θετικές επιπτώσεις στις εξοπλιστικές της επιλογές πέραν του Αμερικανικού μπλοκ που ήταν επιλογή της προηγούμενης, ευρωφοβικής Πολωνικής ηγεσίας. 

Βεβαίως και με τους Βαλκάνιους εταίρους μας, την Βουλγαρία και Ρουμανία, οι καινοτόμες εταιρείες των οποίων επίσης χρηματοδοτούνται, μέσω διαχειριστών κεφαλαίων, από την ΕΤΕΠ, μπορούμε να συμπράξουμε προς τούτο.  

* Ο Αντώνης Καμάρας είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ