Αποδομώντας την ελληνική ουδετερότητα

Αποδομώντας την ελληνική ουδετερότητα

To 1914, όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, η Ευρώπη ήταν χωρισμένη σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Από τη μια βρισκόταν η Αντάντ, με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και από την άλλη βρισκόταν οι Κεντρικές δυνάμεις, με τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.

Στην Ελλάδα ξέσπασε ο «Εθνικός Διχασμός», καθώς ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επιθυμούσε τη σύμπραξη της Ελλάδας με την Αντάντ, ενώ ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας της χώρας. Εν τέλει, η Ελλάδα μπήκε στο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ήταν όμως μια κίνηση, που της έδωσε ένα τόσο μεγάλο διπλωματικό πλεονέκτημα, ώστε κατάφερε να κερδίσει τα εδάφη γύρω από την περιοχή της Σμύρνης.

Προφανώς, και στη σημερινή εποχή δεν υφίσταται ένας Παγκόσμιος Πόλεμος, εξάλλου αυτός θα ήταν ολέθριος για το ανθρώπινο είδος. Όμως, η βασική λογική του Εθνικού Διχασμού, εξακολουθεί να υπάρχει, φυσικά σε έναν ηπιότερο βαθμό : η «μικρά πλην έντιμος Ελλάς», ενάντια στην Ελλάδα που παίζει ένα ενεργητικό ρόλο και δεν παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Το τελευταίο όμως, είναι και το ζητούμενο.

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ακούμε καθημερινά αναλυτές να υποστηρίζουν πως η Ελλάδα πρέπει να γίνει ένας ενεργός παίκτης και να αποκτήσει μεγαλύτερο αποτύπωμα στη διεθνή σκηνή. Η ευκαιρία αυτή, δόθηκε στην Ελλάδα με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπου πέρα από ανθρωπιστική βοήθεια, έστειλε και στρατιωτικό εξοπλισμό στον Ουκρανικό λαό. Ορισμένοι πολιτικοί και αναλυτές, καταδίκασαν αυτή την ενέργεια, με πρόσχημα πως θα επηρεαστούν οι «καλές» σχέσεις της Ελλάδας με τη Ρωσία!

Δεν είναι κρυφό πως στην Ελλάδα υπήρχε διαχρονικά μια μερίδα ατόμων που διακατέχονταν από έντονα φιλορωσικά αισθήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς, εκφράζουν έναν θαυμασμό για τον Ρώσο Πρόεδρο, ακόμα και μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Ορισμένοι από αυτούς, φτάνουν στο σημείο να υιοθετούν τη ρητορική της Μόσχας και να δικαιολογούν την εισβολή ή ακόμα και να την υποστηρίζουν ανοικτά.

Ο Πούτιν καταφέρνει να συγκεντρώνει στο πρόσωπο του διαφορετικά είδη οπαδών. Οι περισσότεροι από αυτούς, είναι άτομα που θεωρούν πως ο Δυτικός κόσμος περνά μια πολιτισμική «σήψη» και ενδεχομένως, νοσταλγούν έναν πιο συντηρητικό τύπο κοινωνίας.

Αρκετοί από αυτούς εκφράζουν έντονο αντιαμερικανισμό και αντιευρωπαϊσμό και κατηγορούν την Ευρώπη που έχει αποδεχθεί το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Ουσιαστικά, πρόκειται για άτομα που βλέπουν στο πρόσωπο του Ρώσου Προέδρου τον «προστάτη» ενός υπερπαραδοσιακού τρόπου ζωής και τον θεωρούν καλύτερη εναλλακτική σε σχέση με την Αμερική. Άλλοι από αυτούς, θαυμάζουν τον Πούτιν με το επιχείρημα πως ανέλαβε μια χώρα που είχε καταστραφεί οικονομικά και πολιτικά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και τη μετέτρεψε σε υπερδύναμη.

Επομένως, τον θεωρούν πιο άξιο κυβερνήτη από τους πολιτικούς των ευρωπαϊκών κρατών. Φυσικά, ανάμεσα στους οπαδούς του Πούτιν δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι υπερορθόδοξοι, που λόγω του κοινού θρησκεύματος, βλέπουν την Ρωσία ως την προστάτιδα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, η οποία θα προστατέψει την Ευρώπη (και κυρίως την Ελλάδα) από την απειλή του Μουσουλμανικού κόσμου. Τέλος, υπάρχει και μια μικρή μερίδα ανθρώπων, προερχόμενη κυρίως από τον αριστερό χώρο, που πιστεύουν πως ο Πούτιν θα επαναφέρει τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ…

Για να αποδημήσει κάποιος τόσο τα φιλορωσικά αισθήματα, όσο και την «ουδετερότητα» που πρέπει να έχει η Ελλάδα σήμερα, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει πίσω στην Ιστορία. Διαχρονικά, δεν υπήρξε σύμπλευση των συμφερόντων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας, ανεξάρτητα από το πολιτικό καθεστώς που επικρατούσε στις χώρες.

Στα Ορλφωικά, οι Ρώσοι μας εγκατέλειψαν στο έλεος των Οθωμανών. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, αποκήρυξε την επανάσταση του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία το 1821. Σε αλληλογραφία του με τους Βρετανούς, ο Τσάρος Νικόλαος Α’, δήλωνε πως ήταν ενάντιος στην οποιαδήποτε διεύρυνσή της Ελλάδας, που θα οδηγούσε στην ανασύσταση μιας «σύγχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».

Ακόμα και όταν άλλαξε το καθεστώς, ήταν οι Μπολσεβίκοι αυτοί που υποστήριξαν οικονομικά και όπλισαν τον Κεμάλ το 1922. Από το 1930 έως το 1940, οι Πόντιοι της ΕΣΣΔ, εκδιώκονταν από τον Στάλιν. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, βρισκόμασταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Το 1992, οι Ρώσοι ήταν από τους πρώτους που αναγνώρισαν το γειτονικό κράτος με τον όρο «Μακεδονία», ενώ το 2018 πούλησαν στην Τουρκία πύραυλούς S-400. Γίνεται σαφές, πως η Ρωσία δεν μας λαμβάνει υπόψη στους στρατηγικούς της σχεδιασμούς και τις περισσότερες φορές, η δράση της έχει στραφεί εναντίον μας.

Πολιτικά και στρατιωτικά, δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία με την Ρωσία. Όπως είχε πει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «Η Ελλάς πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, πολιτιστικά ανήκει εις την Δύση», με τα καλά και τα άσχημα της. Ένα παράθυρο συνεργασίας, υπάρχει στο κομμάτι του τουρισμού. Πράγματι, αρκετοί Ρώσοι επιλέγουν τη χώρα μας για τις καλοκαιρινές διακοπές τους.

Όμως, από το 2016 μέχρι το 2020, σύμφωνα με την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, οι Ρώσοι βρίσκονταν στην τελευταία θέση όσον αφορά τις εισπράξεις. Φυσικά, ούτε φέτος αναμένεται να υπάρξει μαζική συμμετοχή των Ρώσων. Εξάλλου, το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή τον μέσο Ρώσο, ενώ βλέπει το ρούβλι να κατρακυλάει, είναι για το εάν θα κάνει διακοπές στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Όπως και να έχει, η χώρα μας έχει επιλέξει τις συμμαχίες της (το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε) εδώ και δεκαετίες. Το ζήτημα πλέον είναι πως θα κάνει πιο αισθητή την παρουσία της σε αυτές. Με την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, δείχνουμε πως θέλουμε να βρισκόμαστε ακόμα πιο κοντά στον πυρήνα των συμμαχιών στις οποίες μετέχουμε.

*Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος είναι τεταρτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.