Απάντηση για «δύο λαούς» και προειδοποίηση για παράνομες έρευνες σε κυπριακή ΑΟΖ
Επιστολή Κύπρου στον ΟΗΕ

Απάντηση για «δύο λαούς» και προειδοποίηση για παράνομες έρευνες σε κυπριακή ΑΟΖ

Απάντηση στους ισχυρισμούς του τουρκικού αναθεωρητισμού εις βάρος της Κύπρου, με τους οποίους η ΄Αγκυρα όχι μόνο προσπαθεί να απονομιμοποιήσει την οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και να νομιμοποιήσει μελλοντικές κινήσεις εις βάρος της Κύπρου με πρόσχημα τις «συμφωνίες» που έχει υπογράψει με το ψευδοκράτος, δίνει με επιστολή που κατέθεσε στον ΟΗΕ η Κυπριακή Δημοκρατία.

Η επιστολή με ημερομηνία 4 Αυγούστου, απαντά αναλυτικά και εξαντλητικά σε όσα περιλάμβανε, τουρκική επιστολή που είχε επιδοθεί στον ΟΗΕ στις 19 Μαΐου, με την οποία η Τουρκία πρόβαλε και πάλι την θεωρία της ύπαρξης «δυο λαών» στην Κύπρο και ότι ο διαχωρισμός των δυο κοινοτήτων έγινε με ευθύνη των ..ελληνοκυπρίων, οι οποίοι σύμφωνα με την τουρκική θεώρηση αποτρέπουν την λύση γιατι δήθεν δεν επιθυμούν τον διαμοιρασμό της εξουσίας και του πλούτου του νησιού.

Η απάντηση της Λευκωσίας στην οποία παρατίθενται και ιστορικά ντοκουμέντα από τις εκθέσεις του τοτε γγ του ΟΗΕ την περίοδο του 1964 αποκαλύπτει στην διεθνή κοινότητα ότι ο διαχωρισμός των δυο κοινοτήτων ήταν αποτέλεσμα του σχεδιασμού της Τουρκίας με στόχο την διχοτόμηση. Και επίσης κάνει ειδική αναφορά σε μια σειρά αποφάσεις του ΟΗΕ που αναγνωρίζουν ως μοναδικό εκπρόσωπο του νησιού την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Λευκωσία καταγγέλλει επίσης ότι με την επίκληση υποτιθέμενων συμφωνιών με το καθεστώς που η ιδια παρανόμως έχει εγκαταστήσει (ως αποτέλεσμα της εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής) δεν μπορεί να νομιμοποιηθούν παράνομες έρευνες η εξορύξεις στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας και προειδοποιεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα λάβει όλα τα μέτρα για να προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της. Για μια ακόμη φορά η Λευκωσία καλεί την Τουρκία σε συνομιλίες (όπως η ίδια έχει ήδη κάνει με γειτονικές χώρες της ) για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ή την σύναψη συνυποσχετικού για παραπομπή της διαφοράς στην Χάγη.

Η Επιστολή της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ιδιαίτερη σημασία στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή καθώς οι πληροφορίες που υπάρχουν και στην Κύπρο είναι ότι ο σχεδιασμός της ΄Αγκυρας είναι να στείλει το γεωτρύπανο Abdulhamid Han μετά την Αττάλεια ,σε περιοχή της κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Ειτε με την επίκληση της παράνομης και νομικά ανυπόστατης «συμφωνίας» με το ψευδοκράτος είτε αγνοώντας τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας θέλοντας έτσι να πλήξει την υπόσταση της.

Η επιστολή της Κυπριακής Δημοκρατίας:

«Αναφορικά με την επιστολή της 19ης Μαΐου 2022 του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Τουρκίας (σ.σ. στο κειμενο «Türkiye») στα Ηνωμένα Έθνη προς τον Γενικό Γραμματέα (A/76/842–S/2022/405), θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στα ακόλουθα, κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησής μου: Σύμφωνα με αυτό που κάνει καλύτερα η Τουρκία, η εν λόγω επιστολή ανακυκλώνει για άλλη μια φορά τον ίδιο ιστορικό αναθεωρητισμό και την παραπλάνηση των γεγονότων. Η Κύπρος απέκτησε κρατική υπόσταση το 1960 ως ενιαίο Κράτος με έναν λαό, τον κυπριακό λαό, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής. Η επακόλουθη απεικόνιση μιας από τις εθνοτικές κοινότητες της Κύπρου ως λαού, προκειμένου να προσποιηθεί ένα ξεχωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης, δεν είναι μόνο νομικά άκυρη ως expo facto, αλλά δεν έχει καμία βάση στην ιστορική πραγματικότητα.

Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο κατασκεύασμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό εργαλείο, που χρησιμοποιείται από το συγγενικό κράτος της εν λόγω εθνοτικής κοινότητας, για να εφεύρει μια δικαιολογία για απόσχιση, διότι αυτό υπαγορεύεται από τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα. Εξίσου ψευδής είναι η παρουσίαση της μονομερούς αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων από τους κρατικούς θεσμούς το 1963 ως οτιδήποτε άλλο εκτός από μια στρατηγική κίνηση που υποκινήθηκε από την Τουρκία προκειμένου να επιδιώξει τη διχοτόμηση της Κύπρου.

Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, στην έκθεσή του για την Επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για την περίοδο 26 Απριλίου έως 8 Ιουνίου 1964, με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1964 (S/5764, S/5764/Corr.1 και S/5764/Corr.2), δήλωσε ότι «η έλλειψη μετακίνησης των Τουρκοκυπρίων εκτός των περιοχών τους πιστεύεται ότι υπαγορεύεται και από πολιτικό σκοπό, δηλαδή, να ενισχύσει τον ισχυρισμό ότι οι δύο κύριες κοινότητες της Κύπρου δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά μαζί στο νησί χωρίς κάποιο είδος γεωγραφικού διαχωρισμού».

Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, στην έκθεσή του για την Επιχείρηση για την περίοδο από 13 Δεκεμβρίου 1964 έως 10 Μαρτίου 1965, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1965 (S/6228 και S/6228/Corr.1), δήλωσε επίσης ότι «η τουρκοκυπριακή πολιτική αυτοαποκλεισμού έχει οδηγήσει την κοινότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση από την κανονικότητα» και ότι «η ηγεσία της κοινότητας αποθαρρύνει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό από το να εμπλακεί σε προσωπικές, εμπορικές ή άλλες επαφές με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες τους ...».

Η διεθνής κοινότητα είναι σαφής ότι υπάρχει ένα ενιαίο κράτος της Κύπρου που έχει μια μοναδική νόμιμη κυβέρνηση που εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα και που ασκεί κυριαρχία και νομική εξουσία σε ολόκληρο το νησί, συμπεριλαμβανομένης της επικράτειάς του, του εναέριου χώρου και του θαλάσσιου χώρου.

Η διεθνής κοινότητα ήταν εξίσου σαφής ότι η τουρκική επίθεση κατά της Κύπρου και η συνεχιζόμενη κατοχή του 36% του εδάφους της ως αποτέλεσμα αυτής της επιθετικότητας δεν έχει καμία επίδραση στη διεθνή νομιμότητα. Στις αναρίθμητες υπεκφυγές μέσω των οποίων ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας παρουσιάζει μια επινοημένη εικόνα των προσπαθειών διευθέτησης, παραδέχεται ωστόσο τον πραγματικό λόγο του σημερινού αδιεξόδου, που δεν είναι άλλος από το αίτημα της χώρας του για αναγνώριση και νομιμοποίηση της αποσχιστικής οντότητας που ίδρυσε μέσω της παράνομης χρήσης βίας κατά της Κύπρου.

Στην ουσία,η Τουρκία προσπαθεί να αναθεωρήσει τους κανόνες σχετικά με τη χρήση βίας προσπαθώντας να επιβάλει στη διεθνή κοινότητα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ένας καρπός επιθετικότητας είναι έγκυρο νομικό αποτέλεσμα. Αυτός είναι ο πυρήνας του τουρκικού αιτήματος για λύση δύο κρατών, το οποίο επαναλαμβάνεται στην επιστολή, και η επιμονή του οποίου μας εμπόδισε να επαναλάβουμε την ειρηνευτική διαδικασία στο Κυπριακό. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ούτε η διάσκεψη Crans-Montana ούτε το Σχέδιο Ανάν οδήγησαν σε διευθέτηση είναι η επιμονή της Τουρκίας να έχει ερείσματα στην Κύπρο μετά τη διευθέτηση, με τους περιορισμούς κυριαρχίας που αυτό συνεπάγεται. Η Κύπρος δεν διαιρείται για κανένα λόγο και για κανένα λόγο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατασκευάστηκαν από έναν ισχυρό γείτονα που επιθυμεί η Κύπρος να μην υπάρχει ως κράτος από μόνη της και μόνο ως κράτος μαριονέτα της και ως σκαλοπάτι για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου.

Είναι καιρός η Τουρκία να παραιτηθεί και να επιτρέψει στους Κύπριους να επανενώσουν τη χώρα τους ως διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται σε σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αντί να προσπαθούν να μετατρέψουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε στρατηγικό εργαλείο για τον έλεγχο της λήψης αποφάσεων σε μια επανενωμένη Κύπρο υπό το πρόσχημα κατηγοριών για έλλειψη ετοιμότητας να μοιραστούν την εξουσία και τον πλούτο.

Οι θέσεις που εξέφρασε η Τουρκία στο έγγραφο A/76/842–S/2022/405 σχετικά με τους υδρογονάνθρακες καταδεικνύουν σαφώς την πολιτική της παραβίασης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου, καταπάτησης του θαλάσσιου χώρου της Κύπρου, σύναψης παράνομης «συμφωνίας οριοθέτησης» με παράνομη οντότητα και χρήση του μεγέθους και της ισχύος της, αντί του διεθνούς δικαίου, ως κώδικα συμπεριφοράς της. Η Τουρκία αρνείται να αποδεχθεί τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και το εθιμικό διεθνές δίκαιο και εγείρει αξιώσεις για τομείς στους οποίους δεν θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος βάσει του διεθνούς δικαίου. Οι θαλάσσιες ζώνες του Türkiye και τα δικαιώματα που έχει σε αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν, ούτε να διεκδικηθούν, εάν τα όριά τους καθορίζονται αυθαίρετα εις βάρος των θαλάσσιων περιοχών και των δικαιωμάτων άλλων κρατών, κατά πλήρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Η Κύπρος επαναλαμβάνει τις θέσεις που εξέφρασε σε προηγούμενες επιστολές της και απορρίπτει, για άλλη μια φορά, το περιεχόμενο της επιστολής που περιέχεται στο έγγραφο A/76/842–S/2022/405, καθώς και όλους τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται σε αυτό και στις προηγούμενες επιστολές της Τουρκίας σχετικά με αυτά τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών συντεταγμένων που υποτίθεται ότι δείχνουν τα όρια της υφαλοκρηπίδας της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν στηρίζονται σε καθιερωμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα.

Έχουν επινοηθεί αυθαίρετα για (α) να ανταποκρίνονται στις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και (β) να εμποδίζουν την Κύπρο να ασκεί την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ιδιοποίησης ολόκληρων τμημάτων των θαλάσσιων ζωνών της, εμποδίζοντας πλοία που διεξάγουν εξερεύνηση υδρογονανθράκων στις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου για λογαριασμό της Κυβέρνησής της, και παράνομη εξερεύνηση από την Τουρκία στην ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα της Κύπρου. Η επίκληση της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως παράγοντα νομιμοποίησης αυτών των ισχυρισμών είναι μια “red herring” (παραπλανητική) αν σκεφτεί κανείς ότι οι αξιώσεις της Τουρκίας θα εφθαναν να σφετερισθουν το 44% της ΑΟΖ της Κύπρου, στερώντας από όλους τους Κύπριους, συμπεριλαμβανομένων των Τουρκοκυπρίων, από αυτήν.

Η Τουρκία δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της Κύπρου, να καταλάβει το ένα τρίτο της, να ανακηρύξει μονομερώς ένα κράτος μαριονέτα στην περιοχή που κατέχει και την οποία ελέγχει πλήρως, και στη συνέχεια να ζητήσει από τη διεθνή κοινότητα να συνεργαστεί με την αποσχιστική οντότητα που δημιούργησε στη βάση των δικαιωμάτων που έχει κατασκευάσει γι' αυτήν η Τουρκία. Η Κυπριακή Κυβέρνηση θα συνεχίσει να προστατεύει όλα τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα της Κύπρου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των ab initio και ipso facto και ipso jure κυριαρχικών δικαιωμάτων της επί των θαλάσσιων περιοχών της πέρα από τα όρια του κυρίαρχου χώρου της.

Η Κύπρος έχει οριοθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες της σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ασκεί νόμιμα τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε αυτές και εξακολουθεί να είναι έτοιμη να οριοθετήσει τα θαλάσσια σύνορά της με την Τουρκία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, ή να καταλήξει σε ειδική συμφωνία (compromis) για την από κοινού υποβολή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο για τον καθορισμό οριστικού θαλάσσιου ορίου που θα οριοθετεί το υφαλοκρηπίδα/Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη Κύπρου και Τουρκίας στην ίδια βάση. Θα ήμουν ευγνώμων αν η παρούσα επιστολή μπορούσε να διανεμηθεί ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης, στα σημεία 44 και 78 της ημερήσιας διάταξης, και του Συμβουλίου Ασφαλείας, και να δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Ωκεανών και Δικαίου της Θάλασσας, καθώς και στην επόμενη έκδοση του Δελτίου για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ανδρέας Χατζηχρυσάνθου»