Έχοντας πλήρως προεξοφλήσει την πρώτη, μετά από εννέα μήνες, μείωση των επιτοκίων από τη Fed, οι αγορές αντέδρασαν μάλλον «μουδιασμένα» στις δηλώσεις του Τζερόμ Πάουελ. Διότι παραμένει ακόμα άγνωστο το μονοπάτι που θα ακολουθήσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έως την αντικατάσταση του Πάουελ από τον εκλεκτό του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ παράλληλα υπάρχουν πολλά ανοιχτά οικονομικά και γεωπολιτικά ζητήματα.
Επειδή, όμως, η γενικότερη ευφορία στα χρηματιστήρια καλά κρατεί, οι βασικοί δείκτες της Wall Street έγραψαν νέα υψηλά, με τον S&P 500 να συμπληρώνει 27 ιστορικά ρεκόρ μέσα στο 2025 και να ανεβάζει τα κέρδη του ράλι από τον Απρίλιο στο 33%. Μάλιστα, μόνο τα δύο από αυτά σημειώθηκαν πριν το μεγάλο sell-off έως τις 8 Απριλίου. Ο μήνας με τα περισσότερα ρεκόρ ήταν ο Ιούλιος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο S&P 500 κατέρριψε 10 φορές το ιστορικό του ρεκόρ. Ακολουθεί ο Σεπτέμβριος με 7 ρεκόρ ενώ μένουν ακόμα επτά συνεδριάσεις.
Μπορούν οι αγορές να ανεβαίνουν για πάντα; Υπάρχει κάποιο σημείο που, δεδομένων των συνθηκών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ταβάνι»;
Συνήθως, οι αναλυτές εξετάζουν κατά πόσο οι μετοχές είναι υπερτιμημένες με βάση διάφορους δείκτες, όπως τον δείκτη P/E (τιμή/κέρδη ανά μετοχή) και τον Shiller P/E (ή Cape Ratio - τιμή/μέσος όρος πραγματικών κερδών 10ετίας). Ο δείκτης P/E μας λέει πόσα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι επενδυτές για κάθε δολάριο από τα κέρδη της εταιρείας. Αυτή τη στιγμή, οι ειδικοί υπολογίζουν τον δείκτη P/E του S&P 500 μεταξύ 25 και 30 (ανάλογα με τη μεθοδολογία).
Υπό φυσιολογικές – αν υπάρχουν τέτοιες στις αγορές – συνθήκες, ο δείκτης σήμερα υποδηλώνει πως οι μετοχές είναι υπερτιμημένες, αν και οι τεχνολογικές εμφανίζουν συνήθως υψηλότερους δείκτες λόγω της μελλοντικής τους ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά, αναλυτές της Julius Baer σημειώνουν ότι υπάρχουν παράγοντες όπως οι οικονομικές ανατροπές και τα επιτόκια, που αλλάζουν κάπως τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο αν οι αποτιμήσεις είναι υπερβολικές.
Αν, για παράδειγμα, βρισκόμαστε ακόμα στην αυγή της τεχνολογικής επανάστασης και τα όσα έχουμε δει να φέρνει η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι μόνο η αρχή; Μήπως οι μετοχές έχουν ακόμα μακρύ δρόμο; Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αναλυτές συγκρίνουν, για να εκτιμήσουν αν υπάρχει φούσκα στην ΑI, την τρέχουσα κατάσταση με τη φούσκα των dot.com στις αρχές της χιλιετίας. Όμως η τεχνολογική επανάσταση που συντελείται ίσως είναι τέτοια που θα συμπαρασύρει τις μετοχές, όχι μόνο των τεχνολογικών, υψηλότερα.
Τελευταία, μάλιστα, παρατηρείται ότι έχουν γίνει τάση οι μετοχές των εταιρειών που σχετίζονται με τους κβαντικούς υπολογιστές, το επόμενο δηλαδή μεγάλο στοίχημα της τεχνολογικής εξέλιξης.
Σύμφωνα με την macrotrends, ο δείκτης P/E του S&P 500 είχε ξεπεράσει το 46 στο αποκορύφωμα της φούσκας των εταιρειών του διαδικτύου, ενώ σήμερα είναι χαμηλότερος ακόμα και από τον Δεκέμβριο του 2020, όταν τα χρηματιστήρια ανέκαμπταν με εντυπωσιακό τρόπο από την πανδημία.
Ο δείκτης Shiller P/E διαμορφώνεται πάνω από το 30 και αρκετά υψηλότερα από τον διαχρονικό μέσο όρο. Είχε ξεπεράσει το 44 στη φούσκα των dot.com, υποχώρησε στο 13 στην παγκόσμια κρίση του 2008 και συνήθως κυμαίνεται πέριξ του 16-17.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι οι μετοχές βρίσκονται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και πρέπει να κινηθούν πτωτικά. Το σενάριο, στο οποίο θα συνεχιστεί το ράλι (bullish σενάριο), είτε με τον ίδιο είτε με κάπως χαμηλότερο ρυθμό, είναι αυτό που θέλει την οικονομία των ΗΠΑ να ανακάμπτει δυναμικά χωρίς να αναθερμαίνεται ο πληθωρισμός και τη Fed να μειώνει περαιτέρω τα επιτόκια.
Το κακό ή bearish σενάριο, είναι αυτό στο οποίο τα εταιρικά κέρδη θα εμφανίζονται για καιρό χαμηλότερα των προσδοκιών. Στο ίδιο σενάριο θα μπορούσαν να σημειωθούν πληθωριστικές εκπλήξεις – π.χ. λόγω των δασμών – που θα ανάγκαζαν τη Fed να σταματήσει τη νομισματική χαλάρωση ή ακόμα και να αυξήσει τα επιτόκια. Επιπλέον, οι κίνδυνοι προέρχονται και από τις γεωπολιτικές εστίες αβεβαιότητας και λιγότερα από πολιτικές κρίσεις, όπως αυτή που βιώνει η Γαλλία.
Έχουμε, λοιπόν, από τη μία τις προσδοκίες για την εξέλιξη της τεχνολογικής επανάστασης και από την άλλη τις ανησυχίες για την οικονομία και τις επιπτώσεις που θα έχουν οι υψηλότεροι δασμοί στο παγκόσμιο εμπόριο. Αν εξαιρέσουμε τα απρόβλεπτα γεγονότα – όπως π.χ. η πανδημία – οι επενδυτές καλούνται να ποντάρουν κυρίως ανάλογα με το πόσο πιστεύουν ότι η φρενίτιδα με την τεχνητή νοημοσύνη και την τεχνολογία γενικότερα δεν είναι φούσκα και το αν οι ανατροπές που θα προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία θα αυξήσουν την παραγωγικότητα.