Η ανάκαμψη των διεθνών χρηματιστηριακών μετά τη βύθιση που προκάλεσαν στις αρχές Απριλίου οι ανακοινώσεις του Αμερικανού προέδρου για το ζήτημα των εισαγωγικών δασμών είναι μάλλον εντυπωσιακή. Σε επίπεδο χρηματιστηριακών δεικτών έχουν καλυφθεί όλες εκείνες οι απώλειες.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι τιμές έχουν ξεπεράσει τα επίπεδα της 2ας Απριλίου και δεν λείπουν και οι δείκτες που βρίσκονται πλέον σε νέα υψηλά, είτε ιστορικά είτε για τις τελευταίες 52 εβδομάδες. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως όλα είναι καλά και οι επενδυτές δεν φοβούνται πλέον τίποτα.
Μπορεί οι τιμές των περισσότερων μετοχών να δείχνουν την αισιοδοξία της αγοράς, αλλά οι συζητήσεις μεταξύ των χρηματιστηριακών αναλυτών, των οικονομολόγων και των διαχειριστών κεφαλαίων περιστρέφονται γύρω από μερικά ερωτήματα, που ακόμα δεν μπορούν να βρουν απάντηση.
Τα ερωτήματα έχουν, βέβαια, σχέση με τις συνέπειες, που θα έχει πάνω στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα η νέα πραγματικότητα, που σταδιακά διαμορφώνεται στο παγκόσμιο εμπόριο. Οι εξωφρενικοί δασμοί ύψους 145%, που είχαν επιβάλει για μερικές εβδομάδες οι ΗΠΑ στα εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα, δεν πρόκειται να επιστρέψουν, αλλά είναι βέβαιο πως σε μερικούς μήνες το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών στον κόσμο θα επιβαρύνεται με κόστη, τα οποία δεν υπήρχαν στην αρχή του χρόνου.
Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει εύκολα αυτές τις συνέπειες, αλλά η πλειοψηφία των ειδικών εκτιμά πως σε αυτές, ανάλογα με την περιοχή, θα περιλαμβάνονται η αύξηση των τιμών σε αρκετά προϊόντα, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και οι απώλειες θέσεων εργασίας.
Η ένταση αυτών των φαινομένων θα εξαρτηθεί, προφανώς, από το τελικό ύψος των δασμών και τότε μάλλον θα καταλάβουμε καλύτερα, αν πρέπει να φοβόμαστε την εμφάνιση στασιμοπληθωρισμού. Η αβεβαιότητα σχετικά με την ένταση των συνεπειών της πολιτικής υψηλότερων δασμών δεν είναι το μόνο που απασχολεί τους επενδυτές και τις αγορές.
Σοβαρές ανησυχίες υπάρχουν σχετικά με το τι θα γίνει στο νομισματικό μέτωπο, με πολλούς να εκτιμούν πως έχουμε μπει σε μία περίοδο εξασθένησης του δολαρίου ΗΠΑ και απώλειας της κυριαρχίας του, ως βασικού αποθεματικού νομίσματος στον κόσμο. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ το βράδυ της περασμένης Παρασκευής από τον οίκο Moody’s, δείχνει, μάλιστα, πως οι ανησυχίες για τα δημοσιονομικά μεγέθη των ΗΠΑ και για το μέλλον του δολαρίου δεν είναι μόνο στο μυαλό των επενδυτών, αλλά και σε αυτό των στελεχών των καθ’ ύλην αρμοδίων.
Εδώ, πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ο παραπάνω οίκος είναι ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους (οι άλλοι δύο είναι ο S&P και ο Fitch) που προχώρησε σε υποβάθμιση των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει πως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου έχει απωλέσει πλέον την ανώτατη αξιολόγηση ΑΑΑ, τη στιγμή που η δημοσιονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ μάλλον θα οδηγήσει σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ.
Η χρονική στιγμή που διάλεξε ο διεθνής οίκος αξιολόγησης, για να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση, δεν είναι καθόλου τυχαία, όπως μαρτυρά και η νέα αύξηση των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων μακράς διαρκείας. Βάζοντας μέσα σε όλα αυτά τους πολέμους και τις πολλές γεωπολιτικές εντάσεις που δεν λένε να καταλαγιάσουν, δεν προκαλεί έκπληξη η συνέχιση του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος για τα πολύτιμα μέταλλα.
Η επένδυση σε αυτά, κυρίως στον χρυσό και δευτερευόντως στο ασήμι, είναι σχεδόν υποχρεωτική για τους επενδυτές που κινούνται με χρονικό ορίζοντα αρκετών ετών. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται εδώ και καιρό πολλές κεντρικές τράπεζες από όλον τον κόσμο.
Όχι μόνο από τις χώρες εκτός του δυτικού μπλοκ, με την Κίνα να αγοράζει μεγάλες ποσότητες εδώ και χρόνια, αλλά και από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Τσεχία. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της κεντροευρωπαϊκής χώρας έχει δηλώσει μάλιστα πως οι αγορές χρυσού εντάσσονται στην πολιτική διαφοροποίησης των διαθεσίμων της Τράπεζας, κάτι που σίγουρα ισχύει για πολλές ακόμα ανά τον κόσμο.
Με επενδυτική λογική ανάλογη με αυτή του κεντρικού τραπεζίτη της Τσεχίας που μόλις αναφέραμε, σε αγορές χρυσού έχουν προχωρήσει και πολλοί θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές ανά τον κόσμο. Όλα αυτά, βέβαια, δεν μας είναι άγνωστα, όπως μαρτυρά και η συνεχής άνοδος της τιμές των δύο βασικότερων πολύτιμων μετάλλων από το τέλος του 2023. Η άνοδος αυτή επιταχύνθηκε, μάλιστα, μέσα στο 2025, με τον χρυσό και το ασήμι να βρίσκονται στην κορυφή των επιδόσεων των διαφόρων επενδυτικών κατηγοριών.
Στα περίπου 3.230 δολάρια/ουγγιά, η απόδοση του χρυσού, από την αρχή της χρονιάς, είναι λίγο πάνω από 23% ενώ του ασημιού είναι κοντά στο 11,50% στα 32,50 δολάρια/ουγγιά. Οι αποδόσεις αυτές είναι βέβαια σε δολαριακή βάση, πράγμα που σημαίνει πως για τα περισσότερα άλλα νομίσματα είναι κάπως μικρότερες, αφού το δολάριο έχει υποχωρήσει σε σχέση με αυτά. Παρόλα αυτά, δεν παύουν να είναι αξιόλογες.
Πριν από λίγες μέρες μάλιστα ήταν ακόμα μεγαλύτερες, αλλά η εξομάλυνση της κατάστασης στο μέτωπο των δασμών είναι φανερό πως έκανε κάποιους επενδυτές να προχωρήσουν σε ρευστοποιήσεις και έτσι ο χρυσός κατέβηκε από τα ιστορικά του ρεκόρ των περίπου 3.500 δολαρίων/ουγγιά και το ασήμι από τα 33,50 δολάρια/ουγγιά.
Παρά την έξαρση του ενδιαφέροντος μετά την κίνηση της Moody’s, δεν αποκλείεται, μάλιστα, να δούμε αυτή την υποχώρηση να συνεχίζεται, καθώς στο ράλι του κίτρινου μετάλλου έχουν συμβάλει και πολλοί επενδυτές βραχυπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα οι οποίοι συνηθίζουν να εγκαταλείπουν τέτοιες κούρσες μόλις φανεί πως εξαντλείται η ορμή τους.
Έτσι, δεν θα εκπλαγούμε αν δούμε τον χρυσό να υποχωρεί και κάτω από τις 3.000 δολάρια/ουγγιά και να φθάνει ακόμα και προς τις 2.800. Σε μία τέτοια περίπτωση, το ασήμι θα μπορούσε να βρεθεί και κάτω από τα 30 δολάρια/ουγγιά. Αυτό το ενδεχόμενο θεωρείται αρκετά πιθανό και από τον David Brady, γνωστό αναλυτή των αγορών πολύτιμων μετάλλων.
Ακόμα όμως και αν η διορθωτική αυτή κίνηση συνεχιστεί με αυτόν τον τρόπο, το πιθανότερο είναι πως θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να αποκτήσουν έκθεση στα δύο πολύτιμα μέταλλα όσοι δεν θέλησαν να ανέβουν στο άρμα τους κατά τη διάρκεια της εντυπωσιακής ανοδικής τους κίνησης από την αρχή της χρονιάς.
Έτσι όπως είναι η διεθνής κατάσταση σε οικονομικό επίπεδο, με το διεθνές εμπόριο σε κατάσταση μεγάλης αβεβαιότητας, την οικονομική ανάπτυξη υπό αμφισβήτηση, τον πληθωρισμό να παραμονεύει, το δολάριο να προβληματίζει και την δημοσιονομική κατάσταση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου να προκαλεί ανησυχίες, η αναζήτηση επενδυτικών επιλογών που θα αντέξουν σε αυτές τις αναταράξεις είναι σίγουρο πως οδηγεί και στον χρυσό με το ασήμι.
Το ίδιο ισχύει και σε γεωπολιτικό επίπεδο, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων μπορεί να βρίσκεται σε φάση αποκλιμάκωσης αλλά λογικά δεν θα αργήσει να περάσει και πάλι σε φάση έξαρσης. Αν δεν κάνουμε λάθος και όλες αυτές οι πηγές ανησυχίας εξαφανιστούν ξαφνικά, τότε η ζήτηση για τα δύο βασικότερα πολύτιμα μέταλλα θα διατηρηθεί ισχυρή για πολύ καιρό ακόμα.