Τελικά, ο πρόεδρος Τραμπ, φαίνεται πως τα κατάφερε. Μπορεί τον Μάιο να απέτυχε να αποσπάσει από τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας δέσμευση για επενδύσεις ύψους 1 τρισ. δολαρίων και να αναγκαστεί να συμβιβαστεί με τα 600 δισεκατομμύρια, αλλά την προηγούμενη εβδομάδα ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν δήλωσε χωρίς δισταγμό πως η χώρα του είναι έτοιμη να προσθέσει και άλλα 400 δισεκατομμύρια στα χρήματα που θα επενδύσει στις ΗΠΑ.
Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, τα πράγματα είναι αρκετά ασαφή σε ό,τι αφορά στον τρόπο υλοποίησής τους. Η επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου που εκδόθηκε την Τρίτη 18 Νοεμβρίου αναφέρεται σε τρεις βασικούς τομείς στους οποίους θα κατευθυνθούν τα σαουδαραβικά δολάρια. Της πυρηνικής ενέργειας, των κρίσιμων ορυκτών και της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Στο θέμα της πυρηνικής ενέργειας, το επίσημο ανακοινωθέν αναφέρει πως οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία ολοκλήρωσαν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τη συνεργασία τους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας για πολιτικούς (civil) και όχι στρατιωτικούς σκοπούς.
Έτσι, οι ΗΠΑ και οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα αποτελούν τους προνομιακούς συνεργάτες της Σαουδικής Αραβίας στην προσπάθειά της να αναπτύξει μία ισχυρή πυρηνική βιομηχανία. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, η συνεργασία αυτή θα κρατήσει πολλές δεκαετίες και θα αφορά δουλειές πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στον τομέα των κρίσιμων μετάλλων, ορυκτών και υλικών, οι δύο χώρες συμφώνησαν για την εμβάθυνση της συνεργασίας τους και την ευθυγράμμιση της πολιτικής τους στην προσπάθεια διαφοροποίησης των εφοδιαστικών αλυσίδων αυτών των υλικών. Όσον αφορά στην Τεχνητή Νοημοσύνη, είχαμε την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας (μνημόνιο σταθμός όπως αναφέρεται), το οποίο δίνει στη Σαουδική Αραβία πρόσβαση στην αμερικανική τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης και ταυτόχρονα εξασφαλίζει πως αυτή η τεχνολογία δε θα μπορεί να πέσει στα χέρια εξωτερικών παραγόντων.
Όπως τονίζει η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η πρωτοκαθεδρία των αμερικανικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια βιομηχανία Τεχνητής Νοημοσύνης. Εκτός από τη μεγάλη επενδυτική συμφωνία, η επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου στις ΗΠΑ συνοδεύτηκε και από ανακοινώσεις αμυντικού χαρακτήρα.
Ο χαρακτηρισμός της χώρας ως μείζονος συμμάχου εκτός ΝΑΤΟ (πρόκειται για την 20η χώρα που χαρακτηρίζεται έτσι από τις ΗΠΑ), είναι πολύ σημαντικός. Η συμμετοχή σε αυτή την ομάδα (μέλη της είναι και το Ισραήλ, το Κατάρ και η Αίγυπτος), δίνει την δυνατότητα στη Σαουδική Αραβία να αποκτήσει προνομιακή πρόσβαση σε αμυντικά συστήματα, να χρηματοδοτηθεί από τις ΗΠΑ για προμήθεια συστημάτων και να συμμετάσχει σε κοινά ερευνητικά προγράμματα.
Στα πλαίσια αυτής της ανακοίνωσης και της υπογραφής μίας αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών, ο πρόεδρος Τραμπ αναφέρθηκε στην πιθανότητα αγοράς από τη Σαουδική Αραβία σημαντικού αριθμού από τα υπερσύγχρονα αεροσκάφη F – 35 και ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας για την πώληση 300 τανκς στο αραβικό βασίλειο.
Μία ημέρα μετά τις επίσημες ανακοινώσεις, η τεχνολογική εταιρεία Humain, η οποία έχει ιδρυθεί από τον πρίγκιπα διάδοχο, ανακοίνωσε τη σημαντική διεύρυνση της συνεργασίας της με την Nvidia και τη συμφωνία για αγορά μεγάλων ποσοτήτων από τα πιο προηγμένα microchips της αμερικανικής εταιρείας που είναι απόλυτα απαραίτητα για την ανάπτυξη και λειτουργία των συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η Humain συμφώνησε επίσης και με την xAI του Elon Musk την κατασκευή μεγάλων data centers μέσα στη Σαουδική Αραβία. Στον κλάδο της ψυχαγωγίας και σύμφωνα με τους Financial Times, ο David Ellison, επικεφαλής της εταιρείας Paramount Skydance και γιος του Larry Ellison της Oracle, βρίσκεται σε συζητήσεις με το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας PIF σχετικά με την πιθανότητα συνεργασίας τους για την υποβολή πρότασης εξαγοράς της Warner Brothers Discovery.
Το επόμενο διάστημα λογικά θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες ανακοινώσεις και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς. Κατά την άποψή μας όμως αυτή δεν είναι η ουσία των συμφωνιών. Προφανώς, και θα ωφεληθούν πολλές επιχειρήσεις και από τις δύο πλευρές και είναι σίγουρο πως ο πρόεδρος Τραμπ έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πώς αρκετοί Αμερικανοί εργαζόμενοι θα βρουν δουλειά ή θα αποφύγουν μία πιθανή απόλυση.
Η ουσία όμως μάλλον βρίσκεται αλλού. Όπως για παράδειγμα στην προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του προς τους πολίτες σχετικά με την πολιτική «America First» και σχετικά με την αναβίωση της αμερικανικής βιομηχανίας και της περιφρούρησης της αμερικανικής τεχνολογικής πρωτοπορίας. Ακόμα και να μην έρθουν οι επενδύσεις του ενός τρις δολαρίων, σίγουρα κάποιες συμφωνίες θα γίνουν και αυτό οπωσδήποτε θα βοηθήσει την εικόνα του προέδρου εντός ΗΠΑ.
Επίσης, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να παρουσιάσει ως δική του επιτυχία τη δήλωση του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν πως η χώρα του επιθυμεί να συνυπάρχει με το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και πως θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συνεισφέρει στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της Γάζας.
Κάτι άλλο, στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμα ευρεία δημοσιότητα, είναι το ξαφνικό ενδιαφέρον του Αμερικανού προέδρου για τον φρικτό εμφύλιο πόλεμο στο Σουδάν. Αυτό εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια ενός forum με τη συμμετοχή επιχειρηματιών στις 20 Νοεμβρίου, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως «Η Μεγαλειότητά του θα ήθελε να κάνω κάτι πολύ δυνατό σχετικά με το Σουδάν», προσθέτοντας πως «θα αρχίσουμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό».
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως οι σχετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου, για τις οποίες έχει βάλει το χέρι της η Σαουδική Αραβία αυξάνοντας την παραγωγή της (και των υπόλοιπων μελών του ΟΠΕΚ) χαροποιούν τον Τραμπ, καθώς δεν επιβαρύνουν τον πληθωρισμό.
Μιλώντας για τις σχετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου όμως, δεν είναι δυνατόν να μη σκεφθούμε πως δυσκολεύουν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Μπιν Σαλμάν, αφού ο προϋπολογισμός της χώρας είναι στην ουσία ελλειμματικός και την ίδια στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη το τεράστιο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της οικονομίας της χώρας και της σταδιακής απαγκίστρωσής της από το πετρέλαιο.
Εκτός του προϋπολογισμού, μειωμένες φαίνεται πως είναι και οι δυνατότητες του κρατικού επενδυτικού ταμείου (PIF), όπως υποστηρίζει εκτενές σχετικό άρθρο των New York Times από την 20η Νοεμβρίου. Πώς θα τα καταφέρει λοιπόν να πραγματοποιήσει αυτές τις υποσχέσεις;
Σύμφωνα με όσα ξέρουμε και όσα μπορούμε να υποθέσουμε χωρίς να απομακρυνόμαστε πολύ από τη λογική, ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν «ποντάρει» πως οι επενδύσεις που θα κάνει η χώρα του στις ΗΠΑ, όσο μεγάλες και να είναι, δεν θα κάνουν κακό στην εσωτερική οικονομία της χώρας του και ελπίζει πως οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ θα αυξήσουν τη ροή ιδιωτικών επενδύσεων από εταιρείες αμερικανικών συμφερόντων, καλύπτοντας έτσι το πιθανό κενό από τα μειωμένα έσοδα του προϋπολογισμού και τις αυξημένες ροές χρημάτων προς τις ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή, με τις συμφωνίες που ανακοινώθηκαν, οι επιχειρήσεις της χώρας θα μπορέσουν να κρατήσουν στενή επαφή με τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, κάτι εξαιρετικά σημαντικό αυτή την περίοδο. Η μαζική συμμετοχή Αμερικανών επενδυτών στα επενδυτικά συνέδρια που γίνονται τα τελευταία χρόνια στη Σαουδική Αραβία μας ενισχύει την πεποίθηση πως ο διάδοχος πιστεύει πως θα καταφέρει να πετύχει τη χρηματοδότηση σημαντικού μέρους του προγράμματος Vision 2030 από ξένα και ιδίως αμερικανικά κεφάλαια.
Ο Μπιν Σαλμάν σίγουρα θα νοιώθει και πολύ καλύτερα με την επαναβεβαίωση της στενής αμυντικής συνεργασίας των δύο κρατών. Και, πέρα από όλα αυτά, ο επί της ουσίας ηγέτης της χώρας προφανώς ξέρει πως δεν πρόκειται κάποιος να μετρά κάθε μέρα τις επενδύσεις της χώρας του στις ΗΠΑ, άρα το 1 τρισ. δεν θα φύγει μέσα σε μία ημέρα για τις ΗΠΑ.
Χωρίς αμφιβολία, το επιχειρηματικό και οικονομικό σκέλος των συμφωνιών στα πλαίσια των σαουδαραβικών επενδύσεων είναι πολύ σημαντικό και θα αποδειχθεί ωφέλιμο για πολλές επιχειρήσεις και των δύο πλευρών. Τα επιχειρηματικά οφέλη όμως θα είναι μάλλον λιγότερα σημαντικά από τα οφέλη που θα αποκομίσουν οι ηγέτες των δύο κρατών, για τις χώρες τους αλλά και για τους ίδιους.
