Τα αραβικά deals εκατοντάδων δισ. και η αμερικανική ανασφάλεια

Τα αραβικά deals εκατοντάδων δισ. και η αμερικανική ανασφάλεια

Η προχθεσινή επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στη Σαουδική Αραβία και η συμμετοχή του σε ένα επενδυτικό συνέδριο, ήταν εξ αρχής σχεδιασμένες με τέτοιον τρόπο ώστε ο Ντόναλντ Τραμπ να έχει την ευκαιρία να δείξει στην κοινή γνώμη πως μπορεί να πετυχαίνει μεγάλες συμφωνίες που θα ωφελήσουν την χώρα του, τις αμερικανικές επιχειρήσεις αλλά και τις χώρες με τις οποίες συνάπτει αυτές τις συμφωνίες.

Έτσι, οι ανακοινώσεις για τα deals ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, έδωσαν τη δυνατότητα στον Τραμπ να κάνει ένα είδος γύρου του θριάμβου, όπως παρατήρησε ο Jonathan Guilford του Reuters Breakingviews. 

Η επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ανέφερε πως ο πρόεδρος Τραμπ εξασφάλισε μια ιστορικού χαρακτήρα δέσμευση για επενδύσεις 600 δισεκατομμυρίων της Σαουδικής Αραβίας στις ΗΠΑ, προσθέτοντας πως οι πρώτες επιχειρηματικές συμφωνίες ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια των ΗΠΑ, την αμυντική τους βιομηχανία, την ηγετική τους θέση στην υψηλή τεχνολογία και την πρόσβασή τους στην παγκόσμια βιομηχανία υποδομών και σε κρίσιμα ορυκτά.

Πριν προχωρήσουμε, πρέπει να επισημάνουμε πως, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των διεθνών μέσων ενημέρωσης, οι συμφωνίες που ανακοινώθηκαν δεν φθάνουν σε αξία τα 600 δισεκατομμύρια.

Σύμφωνα με το Bloomberg, η αξία όλων των deals που ανακοινώθηκαν στα πλαίσια αυτού του συνεδρίου είναι λίγο παραπάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε πως κατά τις ομιλίες τους στο συνέδριο ο πρόεδρος Τραμπ και ο πρίγκηπας διάδοχος αναφέρθηκαν σε σαουδαραβική δέσμευση για συνολικές επενδύσεις ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ. 

Προφανώς, τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια είναι ένα πολύ σημαντικό ποσό και μία ματιά στις σχετικές συμφωνίες έχει οπωσδήποτε ενδιαφέρον. Ποσό 142 δισεκατομμυρίων αφορά σε πωλήσεις αμυντικού υλικού και σχετικών υπηρεσιών από αμερικανικές επιχειρήσεις στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, ενώ πάνω από δώδεκα αμερικανικές επιχειρήσεις θα πουλήσουν αυτό το υλικό και θα παράσχουν αυτές τις υπηρεσίες.

Η αμυντική συμφωνία καλύπτει πέντε γενικούς τομείς: την αναβάθμιση της πολεμικής αεροπορίας και των δυνατοτήτων της Σαουδικής Αραβίας στον τομέα του διαστήματος, την αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, την ασφάλεια στη θάλασσα και τις ακτές, την ασφάλεια των συνόρων και τον εκσυγχρονισμό των χερσαίων δυνάμεων και την αναβάθμιση των συστημάτων επικοινωνιών και πληροφορικής. 

Πριν περάσουμε στον χώρο της τεχνολογίας, ενδιαφέρουσες είναι οι συμφωνίες σχετικά με την πώληση αμερικανικών εμπορικών αεροσκαφών αξίας 4,8 δισ. από την Boeing προς την Σαουδική Αραβία, την πώληση εξοπλισμού αξίας 14,20 δισ. για εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από την Ge Vernova, για την συμμετοχή αμερικανικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων στα μεγάλα έργα που γίνονται και θα γίνουν στο μέλλον στην Σαουδική Αραβία (ύψους άνω των 2 δισ.) και η επένδυση – στον τομέα των υπηρεσιών υγείας – 5,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την σαουδαραβική Shamekh IV Solutions, σε εγκαταστάσεις εντός των ΗΠΑ. 

Πολλές είναι και οι συμφωνίες στον τομέα της τεχνολογίας που αναφέρονται στην επίσημη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. Μία αφορά στην επένδυση αξίας 20 δισ. της σαουδαραβικής DataVolt σε αμερικανικά data centers και ενεργειακά έργα υποδομής.

Η σαουδαραβική εταιρεία περιλαμβάνεται σε μία ομάδα επιχειρήσεων, μαζί με τις αμερικανικές Google, Oracle, Salesforce, AMD και Uber, που δεσμεύτηκαν να επενδύσουν 80 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέες τεχνολογίες αιχμής και στις δύο χώρες.

Υπάρχουν όμως και άλλες που δεν αναφέρονται στην επίσημη ανακοίνωση. Πρωταγωνιστικό παίζει η σαουδαραβική Humain, μία εταιρεία που είναι υπό τον έλεγχο του κρατικού επενδυτικού ταμείου της χώρας (PIF) και δραστηριοποιείται στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Η Humain συμφώνησε με την αμερικανική Nvidia να αγοράσει από αυτήν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες μικροεπεξεργαστές που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή υποδομών Τεχνητής Νοημοσύνης για την ανέγερση data centers δυναμικότητας 500 Megawatt.

Στην σαουδαραβική επιχείρηση θα πουλήσει μικροεπεξεργαστές και σχετικό λογισμικό η αμερικανική AMD, σε ένα deal αξίας περίπου 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με την Humain θα συνεργαστεί και η αμερικανική κοινοπραξία Global AI, η οποία σχεδιάζει να κατασκευάσει στην περιοχή της Νέας Υόρκης data centers με την χρήση microchips της Nvidia, με χρηματοδότηση από την Humain.

Η συγκεκριμένη επένδυση εκτιμάται πως θα είναι αξίας αρκετών δισ. δολαρίων. Πέντε δισεκατομμύρια είναι και η αξία της κοινής επένδυσης, στην Σαουδική Αραβία, της Humain με την αμερικανική Amazon, πάλι στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. 

Είναι φανερό πως το βάρος της τεχνολογικής συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών πέφτει στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Υπάρχουν όμως και άλλα σημαντικά νέα σε αυτόν τον τομέα. Προχθές Τρίτη ανακοινώθηκε η απόφαση των ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ να ακυρώσουν το κανονιστικό διάταγμα της κυβέρνησης Μπάιντεν, το οποίο είχε εκδοθεί λίγο πριν την αποχώρησή της.

Και προβλεπόταν να τεθεί σε εφαρμογή σήμερα 15 Μαΐου. Αυτό προέβλεπε την επιβολή σημαντικών περιορισμών στις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών υψηλής τεχνολογίας, ακόμα και στις φιλικές προς τις ΗΠΑ χώρες.

Σκοπός του ήταν ο περιορισμός της ροής των microchips Τεχνητής Νοημοσύνης προς κινεζικά χέρια. Πολλές αμερικανικές εταιρείες είχαν διαμαρτυρηθεί τότε, υποστηρίζοντας πως εκτός από την ζημιά που θα πάθουν οι ίδιες, ζημιωμένες θα βγουν και οι ΗΠΑ, καθώς πολλές επιχειρήσεις ανά τον κόσμο θα αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις και τελικά θα μειωθεί η επίδραση της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας ανά τον κόσμο.

Με την άποψη αυτή είχε συμφωνήσει τότε και ο Ντόναλντ Τραμπ, υποσχόμενος πως θα την ακυρώσει. Όπως εκτιμούν τα περισσότερα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τώρα ανοίγει ο δρόμος για την πραγματοποίηση μαζικών πωλήσεων microchips όπως αυτά της Nvidia, σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Αυτή την ερμηνεία έδωσαν την Τρίτη και οι επενδυτές, αφού ανέβασαν την μετοχή της Nvidia κατά 5,63%. Την ίδια στιγμή όμως, οι αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές έλαβαν και μία άλλη απόφαση, βάσει της οποίας οποιαδήποτε οντότητα ανά τον κόσμο χρησιμοποιήσει τους μικροεπεξεργαστές Ascend της κινεζικής Huawei θα θεωρηθεί πως παραβαίνει την αμερικανική νομοθεσία. Με την ίδια απόφαση, η κοινή γνώμη προειδοποιείται για τους κινδύνους που ενέχει η χρήση αμερικανικών microchips Τεχνητής Νοημοσύνης για την «εκπαίδευση» και την υποστήριξη κινεζικών μοντέλων Τεχνητής Νοημοσύνης. 

Όπως παρατήρησε εύστοχα ο Jonathan Guilford του Reuters Breakingviews, φαίνεται πως η αμερικανική ηγεσία προτιμά πλέον να δώσει στις φιλικές της χώρες την δυνατότητα να προχωρήσουν στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και να αποτρέψει όσους περισσότερους γίνεται από το να χρησιμοποιήσουν τα chips της Huawei, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αυτά για εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης.

Με αυτό τον τρόπο μπορεί να μην παραμένει όλη η τεχνογνωσία ΤΝ μέσα στις ΗΠΑ, κάτι που προσπαθούσε να πετύχει η κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά μέσω των ελεύθερων πωλήσεων σε φιλικές χώρες και της απαγόρευσης των Ascend, το τεχνολογικό προβάδισμα σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα ελπίζεται πως θα παραμείνει μέσα στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Και βέβαια, οι αμερικανικές εταιρείες θα αυξήσουν τα έσοδα και τα κέρδη τους. Δεν είναι εύκολο να πούμε αν η νέα αμερικανική πολιτική στον τομέα θα αποδειχθεί επιτυχημένη, μπορούμε να πούμε όπως με σιγουριά πως ο τρόπος με τον οποίον κινείται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δείχνει πόσο φοβάται την κινεζική πρόοδο στον τομέα, ειδικά μετά την κυκλοφορία των μικροεπεξεργαστών Ascend.