Με κέρδη ολοκλήρωσαν τις σημερινές συναλλαγές οι τιμές του πετρελαίου καθώς τόσο τα στοιχεία για τα αμερικανικά αποθέματα πετρελαίου όσο και η χθεσινή απόφαση του OPEC+ να αυξήσει ελαφρώς την παραγωγή έδωσαν ώθηση στο μαύρο χρυσό.
Στις εξελίξεις που εξετάζουν οι επενδυτές, την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 31 Δεκεμβρίου τα αποθέματα βενζίνης των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 7,1 εκατ. βαρέλια, ενώ τα αποθέματα διυλισμένου αργού σημείωσαν επίσης άνοδο κατά 4,4 εκατ. βαρέλια, όπως ενημέρωσαν χτες οι αρμόδιες αρχές (API).
Η απροσδόκητη αύξηση των αποθεμάτων που ξεπέρασε τις εκτιμήσεις έδειξε το πρωί να προκαλεί ορισμένες αμφιβολίες για την επιθετική τάση (bull market) που έχει εκφράσει η αγορά για τις τιμές του αργού, ωστόσο το κλίμα αποκαταστάθηκε γρήγορα και ο «μαύρος χρυσός» στην πορεία της ημέρας συνέχισε την ανοδική του κίνηση.
Σε αυτό το κλίμα, το συμβόλαιο WTI παραδόσεως Φεβρουαρίου κέρδισε 1,1% ή 86 σεντς και ολοκλήρωσε τις συναλλαγές στα 77,85 δολάρια ανά βαρέλι στο χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για την υψηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί από τις 24 Νοεμβρίου.
Το πετρέλαιο τύπου brent ενισχύθηκε επίσης κατά 1% στα 80,80 δολάρια ανά βαρέλι, στο χρηματιστήριο του ICE στο Λονδίνο, που είναι επίσης στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και έξι εβδομάδες.
Την ίδια ώρα, ανοδική πορεία κατέγραψε και το φυσικό αέριο με το συμβόλαιο παραδόσεως Φεβρουαρίου να κερδίζει 4,4% στα 3,882 δολάρια ανά btu.
Επιπλέον, οι επενδυτές δείχνουν να εκτιμούν ότι η απόφαση χτες για ελεγχόμενη αύξηση της παραγωγής δεν πρόκειται να επηρεάσει την προσφορά πιέζοντας την τιμή.
Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός Πετραλαιοπαραγωγών Χωρών και οι σύμμαχοι τους (OPEC+) αποφάσισαν να αυξήσουν ελαφρώς την παραγωγή τους κατά 400.000 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως από τον Φεβρουάριο, συνεχίζοντας βάσει του οδικού χάρτη που έχουν συμφωνήσει για τη σταδιακή επαναφορά στα επίπεδα προ πανδημίας.
Η απόφαση του OPEC+ επιβεβαιώνει ουσιαστικά την εκτίμηση ότι η νέα ραγδαία μεταδιδόμενη παραλλαγή Όμικρον του κορονοϊού δεν συνιστά ουσιαστικό κίνδυνο για την οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου δεν αναμένεται να επιφέρει πλήγμα στη ζήτηση της ενέργειας παγκοσμίως.