Γιατί οι τραπεζικές μετοχές είναι πιο φθηνές από τις ευρωπαϊκές
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί οι τραπεζικές μετοχές είναι πιο φθηνές από τις ευρωπαϊκές

Το μεγάλο ράλι των τραπεζών σίγουρα προβληματίζει και δεν αφήνει αδιάφορους όσους παρακολουθούν την Ελληνική αγορά από κοντινή απόσταση. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ισχυρή μνήμη για να ανακαλέσει τιμές στο ταμπλό που ήταν 60% και 70% χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα.

Γεγονός είναι ότι το εύκολο χρήμα έχει βγει, τα distressed επίπεδα του 2016 και 2020 δεν υφίστανται που ακόμα και ένα λάθος στο timing θα μπορούσε να αγνοηθεί κοιτώντας τις αποδόσεις που έχουν καταγραφεί ως τώρα. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες υπεραποδίδουν έναντι του Γενικού Δείκτη από την αρχή του έτους, καθώς απέναντι στο 36% της αγοράς υπάρχουν αποδόσεις από 48% έως 109% δικαιώνοντας την επιθετική σχέση διακυμάνσεων που τους προσδίδει ο δείκτης Beta.

Και βέβαια οι αποδόσεις αυτές αποκτούν σημασία αφού εκτός από την ευρεία μετοχική βάση και τη διάχυση των υπεραξιών σε ένα μετοχολόγιο που περιλαμβάνει σχεδόν τους πάντες, αναφερόμαστε σε εκπροσώπους στον FTSE-25 και στον MSCI. 

Επομένως, το «από εδώ και πάνω» σίγουρα χρήζει περισσότερης προσοχής αφού η συμπεριφορά των τραπεζών θα γίνει πιο θεμελιώδης και θα προσαρμοστεί και στα δεδομένα των αποτιμήσεων του τραπεζικού κλάδου διεθνώς. Η Ελληνική αγορά αποτελεί ωστόσο μια ειδική περίπτωση. Είναι μια «εν δυνάμει ανεπτυγμένη αγορά» που διεκδικεί με αξιώσεις την επενδυτική βαθμίδα στο αξιόχρεό της. Επομένως, το λεγόμενο γκρουπ των ομοειδών εταιρειών δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο τράπεζες από αναδυόμενες αγορές, αλλά και από ώριμες. 

Η εικόνα που έχουμε για τις αποτιμήσεις είναι η εξής: Οι Ευρωπαϊκές τράπεζες του νότου διαπραγματεύονται στις 0,67 φορές την ενσώματη καθαρή τους θέση και έχουν μια μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων 10,9%. Στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη οι κεφαλαιοποιήσεις κινούνται μεταξύ 0,81 και 1,03 φορών την ενσώματη καθαρή θέση με απόδοση ιδίων κεφαλαίων από 13,4% έως 22,3%.

Με βάση τα χθεσινά κλεισίματα οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται από 0,55 έως 0,79 φορές την ενσώματη καθαρή τους θέση ή 0,69 φορές τον κλαδικό τους δείκτη. Η μέση απόδοση των ιδίων κεφαλαίων μετά τις αναθεωρήσεις του α’ τριμήνου βρίσκεται στο 12,1% με εκτίμηση για αυξητική πορεία για την επόμενη χρήση.

Αν υποθέσουμε ότι οι 0,8 φορές δικαιολογούν μια «δίκαιη αποτίμηση» το δυνητικό περιθώριο από τα τρέχοντα επίπεδα είναι 15,9%. Ωστόσο, επειδή ακριβώς υπάρχει σημαντική απόκλιση μεταξύ των δύο γκρουπ που έχουν σχηματιστεί στην αγορά το ενδιαφέρον ως δυνητικό περιθώριο εστιάζεται περισσότερο σε Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς οι οποίες διαπραγματεύονται με έκπτωση λόγω των υψηλότερων NPEs που έχουν από τις άλλες δύο τράπεζες καθώς και των σχετικών χαμηλότερων σχηματισμένων προβλέψεων. 

Επισημαίνεται πάντως ότι το περιθώριο ανόδου με αυτή την προσέγγιση είναι δυναμικό. Αν οι τράπεζες υπερβούν τους στόχους κερδοφορίας και σχηματίσουν περισσότερο νέο κεφάλαιο θα βελτιώσουν τους δείκτες της ενσώματης καθαρής θέσης. Επίσης, οι αλλαγές στους δείκτες των ξένων τραπεζών επηρεάζουν ανάλογα και το θεωρητικό πήχη της αποτίμησης. Όπως και να έχει, το βασικό ζητούμενο είναι η κερδοφορία και από' ό,τι φαίνεται η παράμετρος αυτή θα είναι υποστηρικτική για τα επόμενη χρόνια θέτοντας τις βάσεις για μια ανάλογη χρηματιστηριακή πορεία. 

Σε ποια επίπεδα διαπραγματεύονται οι ελληνικές τράπεζες

Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή