Ο Θουκυδίδης έλεγε ότι όποιος δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, θα συγκλονιστεί όταν του εμφανιστεί μπροστά του. Σε κάθε αλλαγή μακροχρόνιου οικονομικού κύκλου συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές στις οικονομίες και στις κοινωνίες που ωθούν σε γεωστρατηγικές αλλαγές από τους δρώντες που από νωρίς αντιλαμβάνονται τις επερχόμενες αλλαγές. Ο προηγούμενος οικονομικός κύκλος 1968-2024 τελείωσε με την ανάδειξη της Κίνας ως οικονομικής δύναμης. Στον προηγούμενο οικονομικό κύκλο 1912 - 1968 αναδείχθηκε η Ιαπωνία και στον κύκλο 1956 - 1912 οι ΗΠΑ. Στο νέο οικονομικό κύκλο που ξεκινάει από το 2025 θα αναδειχθούν ως νέες δυνάμεις η Λατινική Αμερική και η Ινδία.
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας εισέρχεται σήμερα σε μια νέα φάση, που έχει πρωτίστως οικονομικό και γεωοικονομικό χαρακτήρα και όχι αποκλειστικά στρατιωτικό. Αυτή η θεώρηση, όπως αποτυπώνεται στo νέο δόγμα των ΗΠΑ, δίνει έμφαση στη διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο Δυτικό Ημισφαίριο (Βόρια και Νότια Αμερική), στην αποφυγή στρατιωτικής κλιμάκωσης με την Κίνα ή την Ρωσία και στην προτροπή προς την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο βάρος ασφαλείας.
Ο μετασχηματισμός της αντιπαράθεσης έχει τριπλή βάση: την οικονομική αλληλεξάρτηση, τις τεχνολογικές εξαρτήσεις και τη στρατηγική ρεαλιστικότητα. Η Κίνα, μετά από δεκαετίες ραγδαίας ανάπτυξης, έχει οικοδομήσει σημαντική εξωστρέφεια με αιχμή τις εξαγωγές. Η αμερικανική αγορά υπήρξε θεμέλιο αυτής της στρατηγικής και η σχέση μεταξύ των δύο χωρών είναι βαθιά αλληλεξαρτώμενη. Αυτό καθιστά την πλήρη στρατιωτική σύγκρουση απίθανη και αυτοκαταστροφική και για τις δύο πλευρές.
Ωστόσο, η οικονομική αντιπαλότητα δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη καθώς μεταφέρει την κρίση σε τομείς που αφορούν την Tεχνολογία, τις πρώτες ύλες και την ευστάθεια των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Η Κίνα έχει καταστήσει σαφές ότι επιδιώκει να μεταρρυθμίσει το διεθνές σύστημα με τρόπους που αντανακλούν τα κινεζικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Θέλει να ηγηθεί στην Tεχνητή Nοημοσύνη, στην εκμετάλλευση του βαθιού θαλάσσιου βυθού, της Αρκτικής και του διαστήματος. Επιθυμεί να δημιουργήσει ένα νέο πρωτόκολλο Διαδικτύου που θα θεμελιώνει τον κρατικό έλεγχο. Θέλει να δημιουργήσει, να επενδύσει και να εμπορευτεί εντός ενός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και το δολάριο δεν θα έχουν την κυριαρχία.
Παρά την πίεση από περιοριστικές πολιτικές, η κινεζική οικονομία εμφανίζει σημαντική ανθεκτικότητα καθώς οι εξαγωγές εξακολουθούν να στηρίζουν την ανάπτυξη, ενώ όμως στο εσωτερικό καταγράφονται αδυναμίες όπως περιορισμένη εγχώρια ζήτηση, προβλήματα στον κλάδο των ακινήτων, μειωμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη συνεχή πτώση των τιμών, και μείωση των κερδών των εξαγωγικών επιχειρήσεων, και αυστηρούς κεφαλαιακούς ελέγχους στις μεταφορές χρημάτων στο εξωτερικό.
Αυτή η διπλή εικόνα - εξωστρεφής ανθεκτικότητα και εσωτερική ευπάθεια - καθιστά σαφές ότι η Κίνα χρειάζεται τη διεθνή πρόσβαση με συνέχιση των εξαγωγών για να σταθεροποιήσει την ανάπτυξή της. Επομένως, η εισαγωγή αναγκαστικών στρατηγικών αποσύνδεσης (decoupling) δημιουργεί υψηλό κόστος και για τις δύο πλευρές.
Στρατηγικά, το ζήτημα της Ταϊβάν παραμένει το πλέον ευαίσθητο και είναι συμβολικό και επιχειρησιακό. Μια αμφίβια απόβαση συνιστά τεράστιο επιχειρησιακό ρίσκο για την Κίνα και υψηλό κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές. Από την άλλη, η πολιτική βαρύτητα του θέματος και ο κίνδυνος λανθασμένων υπολογισμών καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη όχι μόνο στρατιωτικών δυνατοτήτων αποτροπής αλλά και αξιόπιστων διαύλων επικοινωνίας, πρωτοκόλλων αποτροπής ατυχημάτων και μηχανισμών αποκλιμάκωσης.
Υπήρξαν τρεις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις κατά την εποχή της βιομηχανίας. Πρώτη ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, που αναπτύχθηκε ως μια μεγάλη εξαγωγική δύναμη εξάγοντας στην Ευρώπη. Δεύτερη ήταν η Ιαπωνία, που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1950 ως μεγάλη εξαγωγική δύναμη. Τρίτη ήταν η Κίνα, όπου μετά την πτώση της Ιαπωνίας κατά τη δεκαετία του 1990, έγινε επίσης μεγάλη εξαγωγική δύναμη.
Όλες αυτές οι εξαγωγικές χώρες είχαν περιόδους κρίσης επειδή η οικονομία τους στηριζόταν στις εξαγωγές, και όταν η ζήτηση από το εξωτερικό μειώθηκε, δημιουργήθηκαν κρίσεις, καθώς τα επενδυμένα κεφάλαια στην υπερπαραγωγή για να γίνονται υπεξαγωγές, παρήγαγαν πλέον ζημίες. Οι ΗΠΑ είχαν το Μεγάλο Κράχ 1929 όταν απώλεσαν της εξαγωγές προς την Ευρώπη, καθώς η Ευρώπη μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να υποκαθιστά τις εισαγωγές των ΗΠΑ από την δική της βιομηχανία. Στη συνέχεια οι Ιάπωνες είχαν τη «χαμένη δεκαετία» κατά το 1990, και τώρα οι Κινέζοι αντιμετωπίζουν μειούμενη ζήτηση από το εξωτερικό και μείωση των περιθωρίων κέρδους.
Κατά τη διάρκεια των βιομηχανικών επαναστάσεων πάντοτε υπήρχε μια μεγάλη εξαγωγική δύναμη — συνήθως μια χώρα που κανείς δεν περίμενε να αναδειχθεί. Μια επόμενη εξαγωγική δύναμη, εκτός από την Ινδία, μπορεί να είναι η Λατινική Αμερική, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να αναδειχθεί σε σημαντικό οικονομικό πόλο για το Δυτικό Ημισφαίριο. Χώρες με δυναμικές πρωτοβουλίες και πλούσια φυσικά αποθέματα, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, μπορούν να ενισχύσουν τις παγκόσμιες εξαγωγικές ισορροπίες. Πρέπει όμως σε κάποιες λατινικές χώρες να «καθαρίσει» το έδαφος, καθώς η πρωτογενής βιομηχανία και οι κύριες εξαγωγές δεν πρέπει να είναι τα ναρκωτικά. Πρέπει να αντιμετωπιστούν με στοχευμένες επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις και συνεργασίες σε περιφερειακό επίπεδο, οι θεσμικές αδυναμίες, το οργανωμένο έγκλημα και πολιτικές της αστάθειας. Η Βενεζουέλα φαίνεται να υπονομεύει τη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης στο Δυτικό Ημισφαίριο και είδη είναι στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ έχουν αποφασίσει να αναπτύξουν την Λατινική Αμερική (μια αγορά πολύ κοντινή και περισσότερο φιλική από αυτήν της Κίνας) δίνοντας πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ όπως έδωσαν και στην Κίνα μετά το 1980.
Η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ θεμελιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, στην κατοχή και τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών του Ειρηνικού και του Ατλαντικού. Όσο διατηρούν τον κυρίαρχο έλεγχο αυτών των δύο ωκεανών, η δυνατότητα μιας άμεσης εισβολής στο αμερικανικό έδαφος παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Με αυτή την οπτική, ένα οικονομικά ευημερούν και σταθερό Δυτικό ημισφαίριο (Βόρεια και Νότια Αμερική) παρέχει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην περιοχή και, ταυτόχρονα, να αποφύγουν αναγκαστικές στρατιωτικές εμπλοκές οι οποίες ενδέχεται να έχουν υποστήριξη από δυνάμεις όπως η Ρωσία ή η Κίνα.
Αυτός ο τρόπος σκέψης διαφοροποιεί τα παραδοσιακά πρότυπα ασφαλείας που κυριάρχησαν τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες. Το μεταπολεμικό υπόδειγμα, που θεωρούσε την Ευρώπη ως μια σχετικά εξαρτημένη και αδύναμη ήπειρο, που θα μπορούσε να πέσει στα χέρια του σοβιετικού κομμουνισμού έχει εκλείψει. Σήμερα η Ευρώπη είναι οικονομικά ισχυρή και εν μέρει, χρησιμοποίησε την «αδυναμία της» στην άμυνα, ως δικαιολογία για τη μείωση της δικής της δαπάνης και την αποφυγή αποστολής δυνάμεων σε ξένες συγκρούσεις.
Υπό άλλη οπτική, υπάρχει και μια ιστορική αλληλουχία: όπως οι Ευρωπαίοι συνέβαλαν στη διαμόρφωση των ΗΠΑ, έτσι και οι ΗΠΑ συνέβαλαν στην άνοδο της Κίνας. Η κινεζική ευημερία σε μεγάλο βαθμό στηρίχθηκε στην πρόσβαση και στη ζήτηση της αμερικανικής αγοράς. Ωστόσο, η συνύπαρξη βαθιάς οικονομικής αλληλεξάρτησης με ενδεχόμενες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Είναι παρατραβηγμένο και αναποτελεσματικό να είσαι τόσο εμπορικά δεμένος με μια δύναμη με την οποία ενδέχεται να συγκρουστείς.
Τα γεγονότα στην Ουκρανία έδειξαν με σαφήνεια τις περιορισμένες δυνατότητες της Ρωσίας καθώς η εποχή όπου η χώρα λειτουργούσε ως μια ισχυρή, αποκλειστικά στρατιωτική υπερδύναμη έχει παρέλθει, όπως και τα ψυχροπολεμικά δεδομένα που την χαρακτήριζαν. Τα δεδομένα της διεθνούς ισχύος έχουν αλλάξει και η Ρωσία δεν διαθέτει πλέον την οικονομική και θεσμική βάση που θα καθιστούσε τη σύγκρουση με τη Δύση μια απλή επανάληψη του Σοβιετικού παρελθόντος.
Στο ίδιο πλαίσιο, έχει ανατραπεί και η παραδοσιακή υπόθεση ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να εγγυώνται μόνιμα την ασφάλεια της Ευρώπης. Η Ευρώπη, χάρη στην οικονομική της ισχύ, είναι σε θέση, εφόσον επιλέξει να αναδιοργανωθεί και να ενισχύσει τις αμυντικές της δομές, να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα. Έτσι προκύπτει το εύλογο ερώτημα, γιατί να αναλάβουν διαχρονικά οι ΗΠΑ το βάρος μιας τέτοιας άμυνας; Η απάντηση είναι ότι μια μόνιμη αμερικανική επιβάρυνση για την ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν είναι αναγκαστικά λογική ή βιώσιμη επιλογή για τις ΗΠΑ.
Σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση του Ψυχρού Πολέμου, που ήταν κυρίως στρατιωτική απειλή χωρίς ευρείες οικονομικές δεσμεύσεις με τις ΗΠΑ, η σύγχρονη Κίνα εξαρτάται σημαντικά από την αμερικανική οικονομία. Οι ΗΠΑ αποτελούν περίπου το 25% της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και παραμένουν από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Κίνας.
Παράλληλα, και οι δύο πλευρές —ΗΠΑ και Κίνα— δεν επιδιώκουν ευθέως σύγκρουση. Η προτιμητέα διπλωματική κατεύθυνση, όπως διατυπώνεται στο νέο Δόγμα, είναι η βαθύτερη συνεργασία που θα μειώνει τη στρατιωτική ένταση και θα ενισχύει την οικονομική αλληλεξάρτηση. Η κινεζική ηγεσία, υπό τον Σι Τζινπίνγκ, σε ορισμένες κινήσεις έχει εμφανιστεί να υποστηρίζει τέτοιες προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων με τις πρόσφατες αλλαγές στην κορυφή του στρατιωτικού επιτελείου αντικαθιστώντας 9 στρατηγούς και 6 ναυάρχους που ήταν υπέρ της εισβολής στην Ταϊβάν και μειώνοντας τις ασκήσεις αποκλεισμού της Ταϊβάν. Καθώς τέτοιες εξελίξεις προχωρούν, μια στενή, σταθερή σχέση με την Κίνα θα έκανε το Δυτικό Ημισφαίριο ακόμη πιο κεντρικό για τα αμερικανικά συμφέροντα, μειώνοντας, σε πρακτικό επίπεδο, την ανάγκη για άμεση εμπλοκή σε συγκρούσεις που αφορούν το ανατολικό ημισφαίριο —μια μετατόπιση που έχει διαμορφωθεί σταδιακά μέσα από διάφορες πρόσφατες αμερικανικές κυβερνήσεις.
Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να σπαταλήσουν τους περιορισμένους πόρους σε πολέμους. Αλλά θέλουν να στρέψουν του πόρους τους να λύσουν τα οικονομικά προβλήματα των εμπορικών ελλειμάτων, των ομοσπονδιακών ελλειμάτων και να αναπτύξουν την τεχνητή νοημοσύνη που θα τους βοηθήσει να ανταγωνιστούν την Κίνα στο διάστημα, στον Αρκτικό, στις βαθιές θάλασσες κλπ. Όποιος κατέχει τα κέντρα δεδομένων, τη φθηνή ενέργεια, τους κατασκευαστές τσιπ και τις ομάδες που είναι ικανές να εκπαιδεύσουν κολοσσιαία μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης θα κατέχει τον κόσμο.
Οι ΗΠΑ και Κίνα έχουν μπροστά τους την ευκαιρία να μετατρέψουν μια δυνητικά καταστροφική αντιπαλότητα σε σύστημα προβλέψιμων κανόνων και ανταλλαγών στα πλαίσια μιας παγκόσμιας τάξης ευημερίας. Αυτό προϋποθέτει πολιτικό θάρρος, επενδύσεις στην ανθεκτικότητα και έναν συνεκτικό, πολυμερή σχεδιασμό που θα διαφυλάξει την παγκόσμια σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε θέση ιδιόμορφης ενδυνάμωσης, καθώς είναι οικονομικά ισχυρή, αλλά πολιτικά διαιρεμένη. Συνολικά, η ΕΕ προσεγγίζει μεγέθη που της επιτρέπουν να διεκδικήσει μεγαλύτερο γεωπολιτικό ρόλο. Ώμως οι εσωτερικές διαφορές, οι ιστορικές αντιπαλότητες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις ασφάλειας εμποδίζουν την ταχεία ενοποίηση μιας κοινής στρατηγικής. Το αποτέλεσμα είναι μια ευκαιρία αλλά και ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να ζητήσουν από την Ευρώπη να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, αλλά η ευρωπαϊκή αυτονομία θα απαιτήσει σοβαρές πολιτικές αποφάσεις, ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων και οικονομική συναίνεση.
Εάν οι ΗΠΑ επιτύχουν μια κατανόηση με την Κίνα και μια κατανόηση με τη Ρωσία, τότε το ζητούμενο είναι τι θα κάνει η Ευρώπη, αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από μια κατανόηση με την Ευρώπη. Οι αλλαγές αυτές πρέπει να αναγνωστούν σωστά από την ΕΕ ώστε να μπορέσει να χαράξει μια πορεία κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής που να οδηγεί σταδιακά στις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Εδώ θα αναγκαστεί να υπερβεί τις εθνικές πολιτικές εάν θέλει να γίνει μια παγκόσμια υπερδύναμη.
* Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων
