Ο κινεζικός δράκος ασθμαίνει και απειλεί την παγκόσμια οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Ο κινεζικός δράκος ασθμαίνει και απειλεί την παγκόσμια οικονομία

Το Σάββατο που μας πέρασε ανακοινώθηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας τα πιο πρόσφατα στοιχεία σχετικά με την κερδοφορία των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας. Με μία λέξη, μπορούμε να πούμε πως ήταν απογοητευτικά. Για τον Νοέμβριο που πέρασε ήταν μειωμένα κατά 13,10% σε σχέση με αυτά του αντίστοιχου μήνα του 2024, επίδοση σαφώς χειρότερη και από την ομολογουμένως ασθενή του Οκτωβρίου, όταν τα κέρδη ήταν μειωμένα κατά 5,50% σε σχέση με το 2024.

Έτσι, η κερδοφορία για το 11μηνο του 2025 είναι οριακά αυξημένη, κατά 0,10% από το πρώτο ενδεκάμηνο του 2024, καθώς στους πρώτους εννέα μήνες του 2025 ήταν αυξημένα κατά 1,90% από το 2024. Προφανώς, ούτε η επίδοση του εννεάμηνου ήταν ικανοποιητική αλλά το τελευταίο δίμηνο τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα.

Όπως φαίνεται πάντως, η μείωση δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους ειδικούς. Σε σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg από την 27η Δεκεμβρίου, είδαμε πως οι αναλυτές του διεθνούς πρακτορείου περίμεναν ακόμα μεγαλύτερη μείωση, της τάξης του 15% περίπου. Στο ίδιο ρεπορτάζ, όπως και σε αντίστοιχου θέματος άρθρο του Reuters από την ίδια ημέρα, είδαμε πως οι αναλυτές αποδίδουν την πτώση της κερδοφορίας στην αναιμική ζήτηση από το εσωτερικό της χώρας και στον αποπληθωρισμό που παρατηρείται συστηματικά το τελευταίο διάστημα στις τιμές παραγωγού (αρνητικός πληθωρισμός χονδρικής όπως θα λέγαμε κάποτε).

Όπως είδαμε σε παλαιότερο άρθρο του Bloomberg, από την 10η Δεκεμβρίου, ο πληθωρισμός σε επίπεδο παραγωγού για τον Νοέμβριο ήταν αρνητικός κατά 2,20%, ξεπερνώντας τις σχετικές εκτιμήσεις των οικονομολόγων που περίμεναν μία όχι τόσο αρνητική επίδοση. Στο ίδιο άρθρο είδαμε πως ήταν ο 38ος μήνας στην σειρά με τον πληθωρισμό τιμών παραγωγού να είναι αρνητικός. Οι αρνητικές εργοστασιακές τιμές, όπως τις ονόμασε το Bloomberg, υπογράμμισαν την ισχύ των αποπληθωριστικών πιέσεων, οι οποίες υποσκάπτουν τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα εισοδήματα των εργαζομένων, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.

Κατά την άποψη των περισσότερων ειδικών, αυτός ο αποπληθωρισμός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδύναμη καταναλωτική ζήτηση εντός Κίνας, σε συνδυασμό με την μεγάλη κρίση στον τομέα των ακινήτων, και έκανε την εμφάνισή του περί το τέλος της πανδημίας. Εκτός από αυτό όμως, σημαντικός είναι και ο ρόλος της  υπερβάλλουσας παραγωγικής δυναμικότητας σε πολλούς τομείς της κινεζικής βιομηχανίας. Η πλεονάζουσα παραγωγή οδηγεί σε μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, μειωμένες τιμές και μειωμένα κέρδη, παρά το γεγονός πως πολλές από αυτές είναι πολύ δραστήριες και στις διεθνείς αγορές εξάγοντας τεράστιες ποσότητες διαφόρων προϊόντων και παρά την βοήθεια που λαμβάνουν με διάφορους τρόπους, φανερούς ή κρυφούς, από τον ευρύτερο κρατικό τομέα της Κίνας.

Παρά τα αρνητικά νέα, οι κινεζικές αρχές εξακολουθούν να εκτιμούν πως ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου 5% θα επιτευχθεί τελικά. Αυτή η εκτίμηση, σε συνδυασμό με τις ελπίδες πως οι βιομηχανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς που δοκιμάζονται από τον ανελέητο ανταγωνισμό θα ακούσουν τις προτροπές της ηγεσίας της χώρας και θα μειώσουν την έντασή του, κάνουν κάποιους οικονομολόγους να πιστεύουν πως τα πράγματα θα βελτιωθούν  σταδιακά από την άποψη της κερδοφορίας.

Όπως είδαμε στο άρθρο του Reuters, ο Xu Tianchen, ανώτερος οικονομολόγος του Economist Intelligence Unit, παραμένει συγκρατημένα αισιόδοξος για την περαιτέρω εξέλιξη των εταιρικών βιομηχανικών κερδών. Ο οικονομολόγος εκτιμά πως η εξασθένηση του involution, δηλαδή της χειροτέρευσης της οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας και του πολύ ισχυρού ανταγωνισμού, θα βελτιώσει σταδιακά την κατάσταση.

Ο ίδιος όμως πρόσθεσε πως η βελτίωση των κερδών είναι πιθανόν να έρθει και από την εξαγωγική τους δραστηριότητα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα πως λογικά αυτό θα γίνει «εις βάρος των διεθνών ανταγωνιστών τους». Πριν αναφερθούμε περισσότερο στην παραπάνω εκτίμηση, οφείλουμε να επισημάνουμε πως υπάρχουν αναλυτές, όπως αυτοί της Rhodium Group, οι οποίοι θεωρούν πως η άνοδος του κινεζικού ΑΕΠ το 2025 θα είναι πολύ χαμηλότερη από τις επίσημες εκτιμήσεις των αρχών, σχεδόν η μισή, και θα είναι κάπου ανάμεσα στο 2,50% με 3%.

Οι αναλυτές της εταιρείας, σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ του Reuters από την 22η Δεκεμβρίου, πιστεύουν πως τον Μάρτιο οι επίσημες κυβερνητικές στατιστικές θα αναφέρονται σε ανάπτυξη 5% για το 2025, ενώ στην πραγματικότητα θα είναι πολύ πιο χαμηλή, κάτι που ίσως καθυστερήσει τα μέτρα που πρέπει κάποια στιγμή να ληφθούν για την τόνωση της κινεζικής οικονομίας. 

Δεν μας είναι εύκολο να κρίνουμε αν οι επίσημες εκτιμήσεις για την οικονομία θα επαληθευθούν ή όχι. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως είναι να αναφερθούμε συνοπτικά σε ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που βρήκαμε στο X (Twitter) και στις αναρτήσεις του γνωστού καθηγητή οικονομικών Michael Pettis, από τους πιο γνωστούς δυτικούς ακαδημαϊκούς που ειδικεύονται στην κινεζική οικονομία.

Χθες λοιπόν, ο Pettis αναφέρθηκε σε άρθρο της εφημερίδας South China Morning Post του Χονγκ Κονγκ. Σε αυτό, η εφημερίδα υποστηρίζει πως περίπου 50 κινεζικές βιομηχανίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων οι οποίες είναι ζημιογόνες, δέχονται πιέσεις να μειώσουν την παραγωγή τους ή να σταματήσουν ολοκληρωτικά τις εργασίες τους, καθώς το 2026 αναμένεται να είναι η πρώτη χρονιά με μείωση των πωλήσεων στον κλάδο από το 2020. Ο Pettis επισημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος της κινεζικής ηλεκτρικής αυτοκινητοβιομηχανίας είναι όντως ζημιογόνο παρά την πολύ μεγάλη, υπό διάφορες μορφές, κρατική υποστήριξη. Η άποψή του είναι πως το κλείσιμο κάποιων από αυτές είναι μία πολύ λογική κίνηση από οικονομικής απόψεως.

Επισημαίνει όμως πως αυτές οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις έχουν δημιουργηθεί από την ανάγκη της ηγεσίας να πετύχει τους πολύ υψηλούς στόχους της για την αύξηση του ΑΕΠ. Ακόμα λοιπόν και αν κλείσουν πολλές από αυτές, αν δεν δούμε ταυτόχρονα την ηγεσία να εγκαταλείπει την πολιτική συνεχούς μεγάλης αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας στην χώρα, στην ουσία δεν θα αλλάξει τίποτα. Αυτό που θα γίνει κατ’ αυτόν είναι πως οι υπερβολικές επενδύσεις και η δημιουργία πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητας θα μεταφερθούν σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους.

Και, επανερχόμενοι στην εκτίμηση του Xu Tianchen Economist Intelligence Unit πως όλες αυτές οι επιχειρήσεις θα αναζητούν κερδοφόρα διέξοδο στις εξαγωγές, δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία για να αντιληφθούμε πως η πλημμυρίδα φθηνών κινεζικών προϊόντων όχι μόνο θα συνεχιστεί αλλά θα ενταθεί κιόλας. Και, αν σκεφθούμε λίγο παραπάνω, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως τα βασικά θύματά της θα είναι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και οι μέτοχοί τους και, κατ’ επέκταση βέβαια η ευρωπαϊκή οικονομία. Αναφερόμαστε στις ευρωπαϊκές, καθώς η ιδιότυπη εκεχειρία μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας στον εμπορικό τομέα έχει ήδη κάνει τις επιχειρήσεις της χώρας να στραφούν προς την Ευρώπη και άλλες δυτικές χώρες καθώς κλείνουν οι αμερικανικές αγορές.

Για όσο δεν αλλάζει η κατάσταση στην δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η «γραμμή» για συνεχή μεγέθυνση της οικονομίας μέσω της εξαγωγής βιομηχανικών προϊόντων παραμένει στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής, οι εξαγωγές αυτές θα συνοδεύονται και από τον αποπληθωρισμό και την μείωση της κερδοφορίας των βιομηχανικών επιχειρήσεων σε όλες τις περιοχές που θα δραστηριοποιούνται έντονα οι κινεζικές εταιρείες. Με λίγα λόγια, μπορεί αυτή την στιγμή να υποφέρει η κινεζική βιομηχανική κερδοφορία αλλά τελικά αυτή που θα πληρώσει την νύφη θα είναι η παγκόσμια οικονομία, με την ευρωπαϊκή να υφίσταται ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις απ’ όσο τώρα.