Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μετά την καλύτερη χρηματιστηριακή εβδομάδα του 2017, κατά την οποία το χρηματιστήριο της Αθήνας κατέγραψε υψηλά 22 μηνών, ο τραπεζικός δείκτης βρέθηκε – με εννέα διαδοχικές ημέρες κερδών - να διευρύνει το ράλι που έχει ξεκινήσει από τις 24 Μαρτίου και να ενισχύεται κατά 47% σε διάστημα περίπου 40 ημερών.
Παρ' όλα αυτά, όλες οι τράπεζες απέχουν πολύ ακόμη από το υψηλό της 23ης Μαΐου 2016, όταν έκλεισε δηλαδή η πρώτη αξιολόγηση. Η Eurobank διαπραγματεύεται στα 0,83 ευρώ, 40% χαμηλότερα από το εν λόγω υψηλό (1,17 ευρώ), η μετοχή της Τρ. Πειραιώς βρίσκεται στα 0,225 ευρώ (35% χαμηλότερα), η Alpha Bank στα 2,18 ευρώ είναι 22% χαμηλότερα, ενώ η ΕΤΕ βρίσκεται μόλις 5,7% χαμηλότερα από το υψηλό 12μήνου στα 0,312 ευρώ.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό είναι το τίμημα των πολύμηνων καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, με τη συμφωνία κάθε φορά να κλείνει με τα ίδια ή και χειρότερα μέτρα και την αγορά να μένει καθηλωμένη σε στασιμότητα και αβεβαιότητα. Η αγορά πλέον στρέφεται στην επόμενη ημέρα και με την παραδοχή ότι η συμφωνία θα κλείσει οριστικά μέσα στον επόμενο μήνα, προσπαθεί να σταθμίσει τις εξελίξεις που θα καθορίσουν τη συνέχεια.
Οι ελληνικές τράπεζεςέχουν φτάσεισε κομβικό σημείο, καθώς μετά από μία μακρά περίοδο στασιμότητας αρχίζουν να βλέπουν φως στο βάθος του τούνελ, αν και η τελική έξοδος από την κρίση εξαρτάται από μία σειρά πολύπλοκων προϋποθέσεων. Αυτός είναι ο λόγος που στην πλειονότητά τους, οι οίκοι που καλύπτουν τις τραπεζικές μετοχές δεν... παρασύρονται από τον αρχικό ενθουσιασμό που προκάλεσε η προκαταρκτική συμφωνία με τους δανειστές.
Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι αναλυτές που στέκονται στον αρνητικό αντίκτυπο που είχαν για την ελληνική οικονομία οι πολύμηνες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και από την άλλη αυτοί που πιστεύουν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Είναι και μία τρίτη κατηγορία, αυτών που δεν βλέπουν το ποτήρι ούτε... μισογεμάτο, αλλά ούτε μισοάδειο και συστήνουν ψυχραιμία έως ότου ξεκαθαρίσει το πολιτικό και μακροοικονομικό τοπίο.
Αναμφίβολα ο βραχυπρόθεσμος καταλύτης δεν είναι άλλος από το χρέος. Η ελληνική πλευρά ζητά την εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, όμως η Γερμανία αντιστέκεται και μεταθέτει τη συζήτηση για μετά το καλοκαίρι. Αν η Ελλάδα «κερδίσει» στο συγκεκριμένο μέτωπο, τότε όλα θα γίνουν πιο εύκολα, παρά τα δεδομένα «αγκάθια» που σχετίζονται με την εφαρμογή του μνημονίου και τις επιπτώσεις των μέτρων.
Παράγοντες της χρηματιστηριακής αγοράς υποστηρίζουν ότι το πρόσφατο ράλι των ελληνικών τραπεζών οφείλεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι περιορίστηκε η αβεβαιότητα και μετριάστηκαν οι συσσωρευμένες ανησυχίες των προηγούμενων μηνών. Προειδοποιούν, ωστόσο, ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει και τα εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεραστούν είναι πολλά και... ψηλά. Πέρα από το θέμα του χρέους – από το οποίο θα εξαρτηθεί η ένταξη στο QE – ο παράγοντας που θα κρίνει το μέλλον των τραπεζικών μετοχών είναι η ικανότητά τους να μειώσουν έγκαιρα τα «κόκκινα» δάνεια. Είναι ένας παράγοντας που έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη της οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο τα πράγματα περιπλέκονται. Γιατί μπορεί η προκαταρκτική συμφωνία με τους δανειστές να αφήνει σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας, όμως οι αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις των προβλέψεων για την ανάκαμψη αναγκάζουν τους αναλυτές να κρατούν στάση αναμονής. Σήμερα, η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2017 έχει εγκαταλειφθεί. Στην καλύτερη περίπτωση η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα τρέξει με ρυθμό ανάπτυξης 2% (πρόβλεψη Κομισιόν) και στη χειρότερη με 0,5% (πρόβλεψη Citi).
Ανώτερο τραπεζικόστέλεχος εκτιμά πως αν επαληθευτεί η πρόβλεψη του 2%, τότε οι τράπεζες θα καταφέρουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος και με τη συμβολή του ευρύτερου περιβάλλοντος θα καταφέρουν να πετύχουν τους στόχους του 2017 για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 7,4 δισ. ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση θα μπουν στα stress tests της ΕΚΤ χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες και αν… βγουν αλώβητες θα έχουν ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τη θέση τους.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το ορόσημο για τις τράπεζες θα είναι η στιγμή που θα αποδείξουν ότι έχουν ξεφύγει για τα καλά από τον κίνδυνο. Ότι μειώνουν σταδιακά και εντός στόχων τα «κόκκινα» δάνεια και παράλληλα παραμένουν σε κερδοφόρο έδαφος, αφήνοντας πίσω τις ανακεφαλαιοποιήσεις και όλα τα προβλήματα του παρελθόντος. «Αν επιτέλους σταματήσουν τα πισωγυρίσματα θα δούμε ότι το κλίμα πολύ γρήγορα μπορεί να αντιστραφεί τόσο για την οικονομία όσο και για τις τράπεζες. Ενώ είμαστε κοντά στο σημείο που θα πούμε με βεβαιότητα ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο για να μπορούμε να μιλήσουμε για έξοδο από την κρίση», σημειώνει.
Από το -14% στο +58%
Η διαφορά που χωρίζει τις προβλέψεις ξένων και εγχώριων αναλυτών είναι τεράστια. Δύο από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα είναι της Bank of America Merrill Lynch και της AXIA Research. Η αμερικανική τράπεζα βλέπει περιθώρια ανόδου το πολύ έως 4%για τις ελληνικές τράπεζες μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο, την ώρα που η AXIA κάνει λόγο για άνοδο μεταξύ 35%-58%.
Μάλιστα, σύμφωνα με τη BofA, η Τρ. Πειραιώς και η Eurobank θα κινηθούν χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα. Η εξαιρετικά επιφυλακτική θέση της BofA αποδίδεται στο γεγονός ότι έχουν υποβαθμιστεί οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της οικονομίας, ενώ επισημαίνεται ότι μακροπρόθεσμος καταλύτης για τις τραπεζικές μετοχές είναι τα «κόκκινα» δάνεια, για τα οποία θα . υπάρξει ουσιαστική πρόοδος από το 2018. Ξεκαθαρίζει δε, ότι για να αναβαθμιστεί σημαντικά η αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να εξαλειφθεί ο πολιτικός κίνδυνος και να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια.
Από την πλευρά της η AXIA Research στέκεται περισσότερο στον βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο αντίκτυπο που θα έχει για την αγορά η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.