Η επίσημη ανακοίνωση από την πλευρά των κυβερνήσεων ΗΠΑ – Κίνας, αναφέρει ότι αμφότερα τα μέρη επιβεβαίωσαν τη μείωση των δασμών που είχαν επιβάλει το ένα στο άλλο, μετά την «Liberation Day» της 2ας Απριλίου 2025 Προέδρου Τραμπ και την κλιμάκωση τους, που ουσιαστικά έχουν παγώσει το εμπόριο, ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου.
Ουσιαστικά η συμφωνία περιλαμβάνει την πλήρη ακύρωση ορισμένων δασμών, καθώς και την αναστολή άλλων δασμών για χρονικό διάστημα 90 ημερών. Ως αποτέλεσμα οι εξωφρενικοί δασμοί ύψους 145% που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ και ύψους 125% που είχε επιβάλει το Πεκίνο, υποχωρούν στο 30% και στο 10% αντιστοίχως.
Επίσης, η αμερικανική πλευρά, μείωσε στο 54% από 120% τους δασμούς επί των «μικρών πακέτων» που αφορούν μικροαγορές που πραγματοποιούν οι καταναλωτές στις ΗΠΑ, μέσω των γνωστών κινεζικών αλυσίδων ηλεκτρονικού εμπορίου Temu και Shein. Μπορεί το «γενικό 30%» να φαίνεται χαμηλό σε σχέση με το προηγηθέν 145%, ωστόσο παραμένει υψηλό και δεν χρειάζεται κανείς να διαθέτει το Νόμπελ Οικονομίας για να αντιληφθεί ότι θα υπάρχουν βαθιές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία και ειδικά στο λιανεμπόριο.
Παράλληλα, η Κίνα έκανε ένα τεράστιο βήμα πίσω στο ζήτημα των σπάνιων γαιών και των κρίσιμων ορυκτών, που προμήθευε για χρόνια τις ΗΠΑ. Εν μέσω του δασμολογικού μπαράζ και της ευρύτερης εμπορικής σύγκρουσης ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, η κινεζική πλευρά είχε απαγορεύσει την εξαγωγή κρίσιμων ορυκτών προς τις ΗΠΑ. Γεγονός που θα οδηγούσε στην πλήρη στρέβλωση της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και την εκ νέου αναστάτωση της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας. Στα πλαίσια της συμφωνίας, το Πεκίνο ήρε τη συγκεκριμένη απαγόρευση.
Αντιθέτως, η αμερικανική πλευρά συνεχίζει να υιοθετεί το επιπλέον 20% στους δασμούς επί των εισαγωγών κινεζικών προϊόντων, το οποίο χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης απέναντι στο Πεκίνο, με σκοπό τον περιορισμό του παράνομου εμπορίου φαιντανύλης, το οποίο είναι ένα ισχυρό οπιοειδούς ναρκωτικού. Το συγκεκριμένο ναρκωτικό, σύμφωνα με την υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών των ΗΠΑ, αποτελεί εθνικό κίνδυνο, καθώς χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα μεξικανικά καρτέλ και τα δίκτυα διοχέτευσης που χρησιμοποιούν σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής.
Η ανακοίνωση της συμφωνίας ακολουθήθηκε από ένα μίνι ράλι ανακούφισης στις χρηματιστηριακές αγορές, από άνοδο του δολαρίου, από υποχώρηση της τιμής του χρυσού, καθώς και από αύξηση της τιμής του πετρελαίου.
Ωστόσο, η γεφύρωση των μεγάλων διαφορών και η περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις, τις οποίες υπόσχονται οι δυο πλευρές δεν είναι εύκολο να συμβεί. Η ανισορροπία του διμερούς εμπορίου δεν έχει ανατραπεί. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εισάγουν προϊόντα ύψους $440 δισ. από την Κίνα, την ίδια στιγμή που εξάγουν προς την Κίνα μόλις $145 δισ. Εμφανίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα θηριώδες εμπορικό έλλειμμα της τάξης των $295 δισ.
Περίπου το 10% των αμερικανικών εξαγωγών προς την Κίνα είναι προϊόντα σόγιας που χρησιμοποιούνται ως τροφή για τους περίπου 440 εκατ. χοίρους που εκτρέφονται στις κινεζικές επαρχίες. Επίσης, γύρω στο 15% των εξαγωγών είναι φάρμακα και ιατρικά μηχανήματα και υγειονομικά υλικά, 10% είναι ηλεκτρονικές και ηλεκτρικές συσκευές και 9% αεροσκάφη καθώς και ανταλλακτικά και εξαρτήματα αεροδιαστημικής.
Αντίστοιχα το 10% των κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ είναι smartphones, laptops, smartwatches κ.α. η πλειοψηφία των οποίων είναι προϊόντα της Apple. Και ακολουθούν έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, μικροσυσκευές, παιχνίδια, καθώς και είδη ένδυσης και υπόδησης κυρίως αμερικανικών brand names.
Ανέτρεψε η συμφωνία το παγιοποιημένο εμπορικό status ανάμεσα στις δυο χώρες; Όχι. Επήλθε κάποια ισορροπία ή μεταβλήθηκε η διαμορφωμένη δυναμική; Όχι. Η λογική του Λευκού Οίκου πίσω από τη γενικευμένη επιβολή δασμών, και ακόμα υψηλότερων δασμών σε χώρες που έχουν εμπορικό πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ, είναι να ενθαρρύνει τους Αμερικανούς καταναλωτές να αγοράζουν περισσότερα προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ, να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, να ενισχύσει τις θέσεις απασχόλησης στη μεταποίηση και να αναγκάσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις που διαθέτουν παραγωγικές μονάδες στο εξωτερικό να τις μεταφέρουν επί αμερικανικού εδάφους. Προς το παρόν τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί.
Έχει κερδίσει κάποια από τις δυο πλευρές; Όχι. Βέβαια, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι «αυτή η εμπορική συμφωνία είναι μια νίκη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποδεικνύοντας την απαράμιλλη ικανότητα του Προέδρου Τραμπ να εξασφαλίζει συμφωνίες που ωφελούν τον αμερικανικό λαό».
Ωστόσο, η Janka Oertel, η οποία είναι διευθύντρια του προγράμματος Ασίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων εκτιμά ότι το Πεκίνο ερμηνεύει τη συμφωνία ως υποχώρηση της κυβέρνησης Τραμπ από τους δασμούς. Θεωρεί ότι η συμφωνία αποτελεί μια επιστροφή στο «σημείο μηδέν» και ότι τα πάντα ξεκινούν και πάλι από την αρχή, με την Κίνα να εμφανίζεται ισχυρότερη από πριν. Άλλωστε σε αρκετές οικονομικές αναλύσεις, η επιβολή δασμών και η συμφωνία περιγράφονται με όρους πόκερ, ως η μπλόφα του Τραμπ, η οποία δεν τρόμαξε την Κίνα και δεν την έδιωξε από το τραπέζι.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κάποια σημαντική μεταβολή του εμπορικού status ανάμεσα στις δυο χώρες. Οι εμπορικά ελλειμματικές ΗΠΑ, παραμένουν ελλειμματικές απέναντι στην Κίνα, το 30% των νέων δασμών περνάει στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων στα αμερικανικά ράφια, οι κινεζικοί χοίροι θα συνεχίσουν να εκτρέφονται με αμερικανική σόγια και όλα θα κινούνται όπως πριν, μέχρι τη λήξη της συμφωνίας - ανακωχής.
Παράλληλα, οι αγορές βρήκαν, μέσω της συμφωνίας Ουάσιγκτον – Πεκίνου, την ηρεμία που αναζητούσαν και επανέρχονται σε ανοδική τροχιά μέχρι τη στιγμή που θα φανεί εάν έχει πραγματικά λήξει ο συναγερμός ή εάν απλά ζούμε την παράταση της αγωνίας.