Χρηματιστήρια: Παραδίνονται και οι τελευταίες «αρκούδες»;
Shutterstock
Shutterstock

Χρηματιστήρια: Παραδίνονται και οι τελευταίες «αρκούδες»;

Με τον ρυθμό που οι αναλυτές των επενδυτικών οίκων αναθεωρούν τις προβλέψεις τους για το επίπεδο στο οποίο θα ολοκληρώσουν το 2024 οι μεγαλύτεροι χρηματιστηριακοί δείκτες, ενδεχομένως το ρητό «sell in May and go away» έχει περιορισμένες πιθανότητες να ισχύσει φέτος.

Το συγκεκριμένο ρητό βασίζεται στην πεποίθηση ότι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι μετοχές παραδοσιακά εμφανίζουν χειρότερες επιδόσεις από το πρώτο πεντάμηνο, με αποτέλεσμα όσοι το ακολουθούν να βγαίνουν από την αγορά τον Μάιο και να επιστρέφουν το φθινόπωρο και προς τα τέλη Οκτωβρίου.

Βέβαια, τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει να διαψεύδονται οι προσδοκίες και κάθε φορά που διαμορφώνεται μία κάποια βεβαιότητα για το επενδυτικό κλίμα, κάτι αναπάντεχο συμβαίνει και τα δεδομένα ανατρέπονται. Ίδωμεν…

Φέτος, βιώσαμε ένα εντυπωσιακό ράλι έως τα μέσα Μαρτίου, το οποίο οφείλεται κυρίως στο momentum από το τελευταίο δίμηνο του 2023 και στη φρενίτιδα για την τεχνητή νοημοσύνη. Ο βασικός λόγος που το ράλι χαρακτηρίζεται εντυπωσιακό είναι ότι στην πορεία η Fed απογοήτευσε τις αγορές μεταθέτοντας την πρώτη μείωση επιτοκίων τουλάχιστον πέντε μήνες αργότερα και πιθανότατα για μετά το καλοκαίρι. Όμως παρά το «εμπόδιο» της Fed, ο S&P 500 έφτασε στο υψηλό των 5.254 μονάδων στις 28 Μαρτίου. 

Τότε ήταν που οι αναλυτές άρχισαν να αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους, αφού η πραγματικότητα τους είχε προλάβει κατά πολύ. Οίκοι όπως η Goldman Sachs, η Bank of America, η Barclays και η Oppenheimer Asset Management, έθεσαν τον πύχη υψηλότερα, με μέγιστη τιμή τις 5.500 μονάδες.

Στη συνέχεια,  ο S&P 500 σημείωσε πτώση της τάξης του 5,5% έως τις 19 Απριλίου όταν έκλεισε στις 4.967 μονάδες. Από κει και πέρα, οι «ταύροι» πήραν πάλι τα ηνία και με άνοδο 6,9% ο κορυφαίος δείκτης της Wall κατάφερε να ξεπεράσει το επίπεδο των 5.300 μονάδων, ενώ ο Dow Jones έσπασε για πρώτη φορά στα χρονικά το φράγμα των 40.000 μονάδων.

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ακόμα και οι τελευταίοι αναλυτές που προέβλεπαν ότι ο S&P 500 θα κλείσει το έτος χαμηλότερα ή πολύ κοντά στα τρέχοντα επίπεδα, αναθεωρούν επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις τους.

Όπως για παράδειγμα η Morgan Stanley, η οποία πλέον πιστεύει ότι στο καλό σενάριο ο S&P 500 θα ανέλθει στο επόμενο 12μηνο στις 6.350 μονάδες. Δίνει δηλαδή περιθώριο ανόδου της τάξης του 20% από το κλείσιμο της Δευτέρας 20/5. Σημειώνεται ότι η προηγούμενη τιμή-στόχος της Morgan Stanley ήταν στις 5.300 μονάδες, που σημαίνει ότι οι αγορές έπιασαν τους στόχους των αναλυτών τουλάχιστον 7 μήνες νωρίτερα από το αναμενόμενο.

Όμως, επειδή όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, όποιος καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι, οι αναλυτές της Morgan Stanley θέτουν και ένα χαμηλό όριο στις 4.200 μονάδες, ήτοι 20% χαμηλότερα, στην περίπτωση που όπως οι ίδιοι σημειώνουν «οι αγορές υποχωρήσουν απότομα εξαιτίας απρόβλεπτων συνθηκών». Είναι οι συνθήκες που αναφέραμε προηγουμένως που πολύ συχνά ανατρέπουν τα δεδομένα.

Η αλήθεια είναι ότι με τη Fed να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα προχωρήσει σε τουλάχιστον δύο μειώσεις επιτοκίων μετά το καλοκαίρι και με το ενδιαφέρον για την τεχνητή νοημοσύνη να παραμένει θερμό, η ανοδική τάση δείχνει ακλόνητη. 

Όμως ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού υπάρχει και ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Μάρκο Κολάνοβιτς της JPMorgan, τον έχουν επισημάνει. Είναι εκπληκτικό ότι παρά το γεγονός πως η τιμή-στόχος της αμερικανικής τράπεζας για τον S&P 500 στο τέλος του 2024 παραμένει στις 4.200 μονάδες, ο Κολάνοβιτς δεν δείχνει (ακόμα) διατεθειμένος να αλλάξει στρατηγική.

Η JPMorgan χαρακτηρίζει «μη ελκυστική» επενδυτική επιλογή αυτή τη στιγμή τις μετοχές, λόγω των υψηλών αποτιμήσεων, της μικρής διαφοράς μεταξύ εταιρικών και κρατικών ομολόγων και της πολύ περιορισμένης μεταβλητότητας.