Εμπορικός πόλεμος: Δεν είναι σοκ, αλλά «αργό τρένο»
Γ. Λαγαρίας (Forvis Mazars)

Εμπορικός πόλεμος: Δεν είναι σοκ, αλλά «αργό τρένο»

Παρά την άνοδο του πληθωρισμού και την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, οι αγορές παραμένουν σταθερές — ίσως υπερβολικά. Η βραχυπρόθεσμη σταθερότητα υποστηρίζεται από ισχυρές εφοδιαστικές αλυσίδες, έγκαιρη συσσώρευση αποθεμάτων και φθηνή ενέργεια. Ωστόσο, οι κίνδυνοι μακροπρόθεσμα αυξάνονται. Με τους δασμούς σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και τις παρεμβάσεις του Λευκού Οίκου στη Fed, ο πληθωρισμός ενδέχεται να παγιωθεί. Οι αγορές ομολόγων δεν προεξοφλούν αλλαγή καθεστώτος, ενώ οι μετοχές επωφελούνται κυρίως από την αποδυνάμωση του δολαρίου. Ο εμπορικός πόλεμος είναι αργός, αλλά πραγματικός κίνδυνος — και η αδιαφορία της αγοράς μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη αποτίμηση του μέλλοντος.

Άλλη μία εβδομάδα που έμοιαζε με μήνα:

• Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ βρίσκονται σε εξέλιξη. Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια των Ευρωπαίων να προσδιορίσουν ποιο “αντίτιμο” πρέπει να πληρώσουν για να αποφύγουν τουλάχιστον ένα μέρος του αναπόφευκτου οικονομικού πόνου.

• Ο Λευκός Οίκος απείλησε ξανά με την αποπομπή του Πάουελ — προτού το διαψεύσει, στο γνώριμο στυλ “θα το κάνει ή όχι;”. Ταυτόχρονα, αποσταθεροποιεί τη Fed μέσω εξωτερικών πιέσεων και εσωτερικής υπονόμευσης (βλ. Κρίστοφερ Γουάλερ, πρώην “γεράκι” που τώρα στηρίζει επιθετικές μειώσεις επιτοκίων). Ο πληθωρισμός επιτέλους ανεβαίνει λόγω των δασμών, ενώ τα προ δασμών αποθέματα δεν έχουν εξαντληθεί.

• Παρουσιάστηκε το πρώτο θεσμικό πλαίσιο για τα κρυπτονομίσματα στις ΗΠΑ, το οποίο μεταξύ άλλων στοχεύει στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης για κρατικά ομόλογα, μέσω της χρήσης τους ως ενεχύρου για stablecoins.

Το σημαντικότερο ζήτημα της περιόδου είναι ο πληθωρισμός.



Η πολυαναμενόμενη άνοδος που καταγράφηκε την προηγούμενη εβδομάδα ικανοποίησε κάποιους οικονομολόγους που αναρωτιούνταν γιατί δεν είχε εμφανιστεί νωρίτερα, παρότι πάνω από τις μισές επιχειρήσεις είχαν μετακυλήσει τους δασμούς στους καταναλωτές. Δεν ήταν μόνο η μικρή άνοδος του πετρελαίου, αλλά και η αύξηση των βασικών υπηρεσιών που ώθησαν τον γενικό πληθωρισμό προς τα πάνω.



Παρόλα αυτά, τα μακροοικονομικά στοιχεία παραμένουν ανθεκτικά. Η προβλεπόμενη ανάπτυξη 1,5% φέτος δεν είναι εξαιρετική, αλλά δεν είναι και ύφεση. Τα στοιχεία κατανάλωσης για τον Ιούνιο ήταν καλά, δείχνοντας πως οι καταναλωτές δεν έχουν πανικοβληθεί.



Ταυτόχρονα, η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά βρίσκεται κοντά σε ιστορικά υψηλά.



Ακόμα κι ενώ ο Λευκός Οίκος πιέζει για την αντικατάσταση του Πάουελ (με κάποιον που ίσως κρατήσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια πολύ χαμηλά ώστε να διευκολυνθεί ο επαναδανεισμός του τεράστιου κονδυλίου χρέους που λήγει φέτος), τα μακροπρόθεσμα επιτόκια (όπου “ζει” ο πληθωρισμός) και η καμπύλη αποδόσεων (η διαφορά βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων) δεν έχουν αντανακλάσει τους πληθωριστικούς κινδύνους.



Ούτε οι προσδοκίες πληθωρισμού που αποτιμώνται από την αγορά.



Με άλλα λόγια, η αμερικανική οικονομία δεν καταρρέει — παρότι οι δασμοί είναι έξι φορές πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο και στο υψηλότερο επίπεδο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γιατί; Γιατί δεν εκτοξεύθηκαν οι τιμές και το κόστος δανεισμού, ούτε κατέρρευσε η ανάπτυξη; Και γιατί οι αγορές μοιάζουν απαθείς;

Πρώτον, οι εφοδιαστικές αλυσίδες αντέχουν. Σε αντίθεση με την Κίνα, της οποίας η οικονομική απορρύθμιση λόγω πανδημίας διατάραξε παγκόσμιες ροές εμπορίου, οι ΗΠΑ βρίσκονται στο τέλος της εφοδιαστικής αλυσίδας, όχι στο κέντρο. Ο πληθωρισμός εκείνης της περιόδου οφειλόταν κυρίως σε προσφορά (πανδημία, Ουκρανία) και στη νομισματική επέκταση των ΗΠΑ. Αυτά σήμερα δεν ισχύουν. Οι εφοδιαστικές ροές λειτουργούν, και ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει (ακόμα) επεκταθεί σε τρίτες χώρες. Η ζήτηση αναμένεται πιο ασταθής, αλλά δεν έχει ακόμη πλήξει σοβαρά την οικονομική δραστηριότητα.

Δεύτερον, υπήρξε μια λανθασμένη παραδοχή ότι η αρνητική προοπτική θα μετέφραζε αμέσως σε απογοήτευση καταναλωτών και επενδυτών. Όμως, όπως έδειξε το Brexit, οι οικονομικές αποφάσεις δεν είναι το ίδιο με οικονομικά σοκ ή απρόβλεπτα γεγονότα όπως η πανδημία. Είναι “αργά τρένα”. Ο καταναλωτισμός από τη φύση του ενισχύει την κατανάλωση, ακόμη και μέσα σε κλίμα ανησυχίας. Οι καταναλωτές μπορεί να διαβάζουν με ανησυχία τα νέα, αλλά ξεσπούν σε ένα Σαββατοκύριακο με... ψυχοθεραπευτικές αγορές. Οι λιανικές πωλήσεις μειώνονται, αλλά στο 4% παραμένουν στο μέσο όρο μετά την πανδημία.



Τρίτον, οι τιμές ενέργειας παραμένουν χαμηλές. Είτε λόγω συμφωνιών, είτε λόγω παγκόσμιων τάσεων, οι τιμές πετρελαίου έχουν μειωθεί κατά 10% από την ορκωμοσία του προέδρου, και σχεδόν διπλάσια σε ευρώ ή στερλίνες. Η Σαουδική Αραβία, όπως και η Κίνα, έχουν δέσει το νόμισμά τους στο δολάριο. Δεν επηρεάζονται πολύ από την υποτίμησή τους, καθώς δεν είναι μεγάλοι εισαγωγείς. Η Κίνα ίσως επηρεαστεί αργότερα αν οι τιμές πρώτων υλών αυξηθούν λόγω των δασμών. Πάντως, οι τιμές στα πρατήρια δεν έχουν μειωθεί αντίστοιχα ($3.63 το γαλόνι έναντι $3.59 τον Ιανουάριο), λόγω εποχικότητας και αυξημένων εξαγωγών, αλλά η ισοτιμία προσφέρει σχετικό όφελος στους Αμερικανούς καταναλωτές.




Οι χρηματιστηριακές αγορές δεν είναι εντελώς απαθείς. Έχουν αποτιμήσει την υποχώρηση του δολαρίου. Οι αμερικανικές μετοχές βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά, αλλά για τους Ευρωπαίους επενδυτές έχουν αποδώσει αρνητικά. Οι αγορές προεξοφλούν αύξηση 5,3% στα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών, λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο 7,7%, αλλά ακόμη σε πορεία επίτευξης 10,7% για το έτος.



Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι η αγορά ομολόγων. Οι επενδυτές δεν έχουν προεξοφλήσει αλλαγή καθεστώτος στον πληθωρισμό ή στη Fed, ούτε δείχνουν ανησυχία για τη δημοσιονομική χαλαρότητα στις ΗΠΑ και παγκοσμίως. Αυτό δημιουργεί ανοδικούς κινδύνους για τα μακροπρόθεσμα ομόλογα, ενώ ίσως προσφέρει ευκαιρίες στα βραχυπρόθεσμα εάν η Fed προχωρήσει σε επιθετική μείωση επιτοκίων.

Η γενική εικόνα είναι αυτή της θερινής ραστώνης — ή, για κάποιους, της εφησυχασμένης αδιαφορίας. Οι επενδυτές, εξαντλημένοι από τον θόρυβο, δεν προεξοφλούν κινδύνους, παρά μόνο όταν αυτοί εκδηλωθούν. Αν όμως οι οικονομικές συνέπειες των δασμών υλοποιηθούν σταδιακά, η μειωμένη τους εμπιστοσύνη στις προβλέψεις ενδέχεται να οδηγήσει σε υποεκτίμηση σοβαρών καθοδικών κινδύνων.


[email protected]

* O Γιώργος Λαγαρίας είναι Chief Economist της Forvis Mazars Financial Planning UK