Απειλεί τις αγορές η ιαπωνική «τορπίλη»;
Shutterstock
Shutterstock
Ομόλογα

Απειλεί τις αγορές η ιαπωνική «τορπίλη»;

Ο διεθνής οικονομικός Τύπος παρομοίασε την χθεσινή ανακοίνωση της Τράπεζας της Ιαπωνίας με ένα απροσδόκητο χριστουγεννιάτικο «δώρο» του διοικητή της Χαρουχίκο Κουρόντα, του οποίου η θητεία θα λήξει τον ερχόμενο Απρίλιο.

Το δώρο το έχουμε σε εισαγωγικά γιατί η χθεσινή κίνηση του Κουρόντα μπορεί, υπό συνθήκες, να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στις διεθνείς αγορές και την οικονομία της Ιαπωνίας. Ο Κουρόντα ανακοίνωσε την τροποποίηση της πολιτικής ελέγχου της καμπύλης των αποδόσεων των ομολόγων του Ιαπωνικού Δημοσίου που ακολουθεί η τράπεζά του εδώ και πολλά χρόνια, για την ακρίβεια από το 2016, με αρχικό σκοπό την επιστροφή του πληθωρισμού προς τον στόχο του 2% (πολύ συχνά ο ιαπωνικός πληθωρισμός ήταν αρκετά πιο χαμηλός).

Το Yield Curve Control (YCC), όπως έχει γίνει γνωστή διεθνώς αυτή η πολιτική, πρόβλεπε μέχρι τώρα πως η αποδεκτή απόδοση των ομολόγων του ιαπωνικού δημοσίου δεκαετούς διάρκειας ήταν 0,25% πάνω ή κάτω από το 0%.

Αυτό σημαίνει πως όταν οι κινήσεις των επενδυτών στις αγορές ομολόγων οδηγούσαν την απόδοση πάνω από το 0,25% η Τράπεζα της Ιαπωνίας αγόραζε όσα ομόλογα χρειαζόταν για να κρατήσει την απόδοση κάτω από το όριο του 0,25%, ενώ στην περίπτωση που η απόδοση θα γινόταν αρνητική και θα έτεινε να πέσει κάτω από το – 0,25% η Τράπεζα θα έπρεπε να πουλήσει ομόλογα για να αποφύγει την υποχώρηση της απόδοσης κάτω από αυτό το όριο.

Τα προηγούμενα χρόνια, με τον διεθνή πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα, η πολιτική αυτή δεν θεωρείτο και πολύ παράξενη και η Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν ήταν η μόνη που την εφάρμοζε. Το 2022 όμως, με τον διεθνή πληθωρισμό να πλησιάζει ακόμα και το 10% ετησίως, δεν ακούγεται και πολύ λογικό να αγοράζει κάποιος ομόλογα με σκοπό να ανεβάσει τον πληθωρισμό προς το 2%, αφού ακόμα και στην Ιαπωνία έχει ξεπεράσει ήδη αυτό το όριο και πλησιάζει το 4%.

Για να κρατηθούν οι αποδόσεις των ομολόγων κάτω από το 0,25% που ήταν μέχρι χθες το ανώτατο όριο, τα στελέχη της τράπεζας αγόραζαν μέχρι 7,3 τρισεκατομμύρια γιεν (περίπου 55 δισ. δολ.) μηνιαίως σε ομόλογα του ιαπωνικού δημοσίου, δεδομένων των πιέσεων στις διεθνείς αγορές που είχαν ανεβάσει τις αντίστοιχες αποδόσεις των αμερικανικών και των γερμανικών ομολόγων σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.

Οι συνεχείς αγορές είχαν ως αποτέλεσμα και την συνεχή εξασθένηση του ιαπωνικού νομίσματος, ειδικά απέναντι στο δολάριο ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως το φθινόπωρο του 2021 αντιστοιχούσαν 110 γιεν σε ένα δολάριο και στα μέσα Οκτωβρίου του 2022 αντιστοιχούσαν πλέον 150 γιεν. (Με την διεθνή πτώση του δολαρίου το τελευταίο δίμηνο η ισοτιμία των δύο νομισμάτων είχε φθάσει στα 138 γιεν/δολάριο ΗΠΑ). 

Για τους παρατηρητές των διεθνών αγορών, τους οικονομολόγους και αναλυτές της αγοράς συναλλάγματος ήταν φανερό πως κάποια στιγμή αυτή η πολιτική θα έπρεπε να αλλάξει διότι αφενός κόστιζε πολύ στην Τράπεζα της Ιαπωνίας και αφετέρου δημιουργούσε πολλές στρεβλώσεις δεδομένης της διεθνούς κατάστασης.

Η εξασθένηση του γιεν ήταν μία από αυτές και είχε και ως παράπλευρη συνέπεια και την ενίσχυση του πληθωρισμού καθώς έκανε τις εισαγωγές αγαθών και κυρίως ενεργειακών πρώτων υλών πιο ακριβές. Ο διοικητής Κουρόντα όμως επέμενε πως το όριο του 0,25% στις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων ήταν απαραίτητο για την στήριξη της ιαπωνικής οικονομίας.

Πολλοί παρατηρητές είχαν υποθέσει πως η σταδιακή εγκατάλειψη αυτής της πολιτικής θα ήταν έργο του (ακόμα άγνωστου σε εμάς) διαδόχου του Κουρόντα, ο οποίος θα αποχωρήσει τον επόμενο Απρίλιο. Τελικά ο διοικητής αιφνιδίασε χθες τις αγορές ανακοινώνοντας πως το επιθυμητό εύρος διακύμανσης των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων αυξάνεται στο 0,5%.

Αυτό σημαίνει πως οι αποδόσεις αυτών των ομολόγων θα πρέπει να βρεθούν από το –0,5% μέχρι το + 0,5%, αφού το σημείο αναφοράς παραμένει το 0%. Ο διοικητής ανακοίνωσε επίσης την αύξηση της αξίας των μηνιαίων αγορών ομολόγων από τα 7,3 στα 9 δισεκατομμύρια γιεν (περίπου 68 δισεκατομμύρια δολάρια με την χθεσινή ισοτιμία). 

Ο αιφνιδιασμός δεν έχει σχέση τόσο με την ίδια την απόφαση του Κουρόντα και της Τράπεζας της Ιαπωνίας, όσο με τον χρόνο λήψης της. Όπως είπαμε παραπάνω, πολλοί αναλυτές υπέθεταν πως αυτό θα γινόταν την άνοιξη. Σύμφωνα με τον διεθνή οικονομικό Τύπο, υπήρχαν και ορισμένοι που θεωρούσαν πως θα γίνει τον Φεβρουάριο.

Λίγοι περίμεναν πως θα ήταν ένα είδος χριστουγεννιάτικης έκπληξης. Σε αυτό πρέπει να αποδώσουμε και την αρχική αντίδραση των διεθνών αγορών μετοχών και ομολόγων. Δεν αναφερόμαστε στην αντίδραση των ιαπωνικών αγορών γιατί αυτή ήταν απόλυτα φυσιολογική.

Η απόδοση των δεκαετών ομολόγων σχεδόν διπλασιάστηκε, φθάνοντας το 0,46% από το 0,255 στο οποίο βρισκόταν πριν τις ανακοινώσεις. Οι περισσότερες μετοχές, των τραπεζικών εξαιρουμένων, υποχώρησαν λόγω του ότι ανατιμήθηκε το γιεν απέναντι στο δολάριο και έτσι ο δείκτης NIKKEI 225 υποχώρησε κατά 2,46%.

Το γιεν, στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε, έκανε ένα άλμα απέναντι στο δολάριο και η ισοτιμία τους πήγε από τα 138 γιεν/δολάριο προς τα 132 γιεν/δολάριο. Η άνοδος του γιεν αποδίδεται στο γεγονός πως η απόφαση της Τράπεζας της Ιαπωνίας ισοδυναμεί με μία αύξηση των επιτοκίων, παρά το γεγονός πως δεν μεταβλήθηκε η επίσημη επιτοκιακή πολιτική της.

Η πτώση των περισσότερων μετοχών οφείλεται στο γεγονός πως η άνοδος του γιεν θα μειώσει τα κέρδη των εξαγωγικών επιχειρήσεων ενώ ή άνοδος των τραπεζικών μετοχών στο γεγονός πως θα αυξηθούν τα έσοδά τους λόγω της ανόδου της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου.

Εκτός Ιαπωνίας, την αρχική έκπληξη και ανησυχία την διαδέχθηκε η σχετική ηρεμία, με τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές να μην σημειώνουν σοβαρές διακυμάνσεις. Είναι γεγονός πως αυξήθηκαν οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου αλλά όχι σε βαθμό που να προδίδει σοβαρή ανησυχία. Το δολάριο δεν υποχώρησε απέναντι στο Ευρώ και στην αγγλική λίρα παρά μόνο απέναντι στο γιεν. 

Η αλήθεια είναι όμως πως έχουμε αρκετούς λόγους για να ανησυχήσουμε μετά την χθεσινή κίνηση του διοικητή Κουρόντα. Ο βασικότερος όλων είναι το γεγονός πως η ιαπωνική αγορά κρατικών ομολόγων είναι κυριολεκτικά τεράστια.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters αυτή η αγορά έχει μέγεθος ενός τετράκις εκατομμυρίου γιεν (χίλια τρισεκατομμύρια), ποσό που ισοδυναμεί με περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Αν οι αγορές αποφασίσουν να δοκιμάσουν την αντοχή των νέων ορίων διακύμανσης του YCC και η κεντρική τράπεζα δεν μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις επιθέσεις, θα μπορούσαμε να γίνουμε μάρτυρες σημαντικής αναταραχής στην ιαπωνική αγορά κρατικών ομολόγων.

Μία πιθανή αναταραχή σε αυτή την αγορά, με λογική συνέπεια την σημαντική αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων θα μπορούσε με την σειρά της να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στις διεθνείς αγορές ομολόγων.

Εδώ βέβαια οφείλουμε να πούμε πως τα τελευταία είκοσι χρόνια πολλοί μεγάλοι «παίκτες» των διεθνών αγορών έχουν χάσει μεγάλα χρηματικά ποσά στοιχηματίζοντας στην – αναπόφευκτη κατά την γνώμη τους – κατάρρευση αυτής της αγοράς. Αυτό που ίσως προστατεύει αυτή την αγορά είναι το γεγονός πως ένα πολύ μεγάλο μέρος του πολύ μεγάλου δημοσίου χρέους της Ιαπωνίας (ανέρχεται περίπου στο 230% του ΑΕΠ της χώρας) οφείλεται στους πολίτες της και στο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. 

Ένα άλλο πιθανό πρόβλημα, μάλλον πιθανότερο από το προηγούμενο, είναι οι συνέπειες που θα έχει μία περαιτέρω ενίσχυση του γιεν απέναντι στο δολάριο και ίσως και άλλα νομίσματα. Είναι γνωστό πως το ιαπωνικό νόμισμα χρησιμοποιείται πολύ συχνά στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές ως το βασικό χρηματοδοτικό νόμισμα (funding currency).

Τα χαμηλά επιτόκιά του το κάνουν ελκυστικό για όποιον θέλει να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει μία επενδυτική του κίνηση και η σταθερή πτωτική του πορεία τους τελευταίους μήνες είναι βέβαιο πως θα έκανε κάποιους να ρισκάρουν ακόμα περισσότερο θεωρώντας πως το γιεν θα είναι αδύναμο για πολύ καιρό ακόμα, άρα ιδανικό για χρηματοδότησή (πτωτικό νόμισμα με χαμηλό επιτόκιο).

Όμως αν το γιεν αρχίσει να ανεβαίνει σταθερά, θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσοι έχουν δανειστεί σε αυτό και αν τα πράγματα χειροτερέψουν πολύ μπορεί να αναγκαστούν να ρευστοποιήσουν τις επενδυτικές τους θέσεις. Κάτι τέτοιο έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν και έχει συχνά ως αποτέλεσμα την μεγάλη πτώση μετοχών ή ομολόγων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που έχουν αγοραστεί από μεγάλους επενδυτές με χρήση δανείου σε γιεν. 

Επίσης, αν τα επιτόκια ξεφύγουν από το νέο εύρος διακύμανσης που έθεσε χθες ο διοικητής Κουρόντα  χαμένες θα είναι πολλές ιαπωνικές επιχειρήσεις, καθώς η χρηματοδότησή τους έχει διευκολυνθεί πολύ από την πολιτική πολύ χαμηλών επιτοκίων. 

Από την άλλη μεριά, η εξασθένηση του δολαρίου στην περίπτωση που το γιεν εξακολουθήσει να δυναμώνει θα ευνοήσει όσους ταλαιπωρούνται από το ισχυρό δολάριο. Τα πολύτιμα μέταλλα, και τα εμπορεύματα εν γένει, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Η πολύ καλή επίδοση του χρυσού και του ασημιού χθες δεν αποκλείεται καθόλου να οφείλεται σε κινήσεις επενδυτών που έχουν κάτι τέτοιο στο μυαλό τους. 

Η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε αν κάποιοι από τους βασικούς φόβους στους οποίους αναφερθήκαμε είναι βάσιμοι ή όχι θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον μερικές εβδομάδες για να δούμε τις διαθέσεις των αγορών και την αποφασιστικότητα των ιαπωνικών νομισματικών αρχών.

Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως οι χθεσινές εξελίξεις στην Ιαπωνία προσθέτουν ένα ακόμα πεδίο αβεβαιότητας και μεταβλητότητας στις διεθνείς αγορές, καθώς μέχρι προχθές οι οποιεσδήποτε ανησυχίες για την ιαπωνική αγορά ομολόγων ήταν στην πραγματικότητα εντελώς θεωρητικές.

Τώρα θα πρέπει να τις βάλουμε σταδιακά στο μυαλό μας, τουλάχιστον για μερικούς μήνες μέχρι να δούμε πόσο αποτελεσματικά θα χειριστούν την σταδιακή έξοδο από την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων ο διοικητής Κουρόντα και όποιος ή όποια τον διαδεχθεί.