Αντιπαράδειγμα παραγωγικότητας η εγχώρια αγροτική οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Αντιπαράδειγμα παραγωγικότητας η εγχώρια αγροτική οικονομία

Η λέξη «παραγωγικότητα» κυριαρχεί σε όλες τις μακροοικονομικές μελέτες, σε όλες τις οικονομικές εκθέσεις και σε όλες τις χρηματοοικονομικές αναλύσεις. Ολημερίς ασχολούμαστε με την έννοια της παραγωγικότητας, παραδεχόμενοι ότι αποτελεί την «Αχίλλειο Πτέρνα» της ελληνικής πραγματικότητας. Αφού χωρίς παραγωγικότητα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τα περιθώρια βελτίωσης είναι περιορισμένα. Περιορισμένα, μέσα στα στενά όρια που θέτουμε εμείς οι ίδιοι, λόγω της αδυναμίας μας να λάβουμε αποφάσεις που μας ξεβολεύουν και μας δοκιμάζουν, έξω από τη ζώνη της άνεσης και ασφάλειάς μας.

Η παραγωγικότητα δεν κάτι το αόριστο, το γενικό ή το απροσδιόριστο. Παραγωγικότητα με πολύ απλά λόγια είναι το πόσα πράγματα ή πόση αξία μπορούμε να παράγουμε, με ό,τι έχουμε διαθέσιμο στα χέρια μας. Παραγωγικότητα είναι να κάνουμε περισσότερα ή καλύτερα πράγματα με τους ίδιους ή με λιγότερους πόρους. Σε λιγότερο χρόνο, με λιγότερους εργαζόμενους, με λιγότερα κεφάλαια και χαμηλότερες λειτουργικές δαπάνες.

Και είναι σχεδόν σίγουρο ότι στη μεγάλη εγκυκλοπαίδεια του διαδικτύου, εκεί που μαθαίνουμε μέσω παραδειγμάτων τις ταυτόσημες και τις αντίθετες έννοιες, στην αντίθετη έννοια δίπλα στη λέξη παραγωγικότητα, σε περίοπτη θέση βρίσκεται η εγχώρια αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Ενώ διπλά στις έννοιες που ταυτίζονται με την παραγωγικότητα, βρίσκουμε τα παραδείγματα της αγροτικής οικονομίας της Ολλανδίας και του Ισραήλ.

Η Ολλανδία είναι μια μικρή σε έκταση χώρα με βαρύ κλίμα. Όπου η αγροτική οικονομία διαθέτει λίγες εκτάσεις και ελάχιστο ήλιο. Οπότε έπρεπε να επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα αυξήσει την «εκμεταλλεύσιμη γη» και να αντιμετωπίζει τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και την έλλειψη ήλιου. Και ο τρόπος ήταν η χρήση της τεχνολογίας.

Το Ισραήλ είναι μια εξ ίσου μικρή χώρα, με έρημες και αφιλόξενες εκτάσεις και ελάχιστο νερό. Οπότε το Ισραήλ έπρεπε να μετατρέψει τις ερήμους σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και να βρει αρδευτικό νερό. Τα κατάφερε και τα δυο, χάρη στην τεχνολογία.

Κι έτσι σήμερα, στην Ολλανδία η στρεμματική απόδοση βρίσκεται ανάμεσα στα €1.700 με €1.900, ενώ στο Ισραήλ η απόδοση είναι από €1.200 έως €1.300 ανά στρέμμα. Αντίθετα, στην Ελλάδα η απόδοση βρίσκεται καθηλωμένη στα επίπεδα των €190 με €200 ευρώ ανά στρέμμα.

Οι συγκρίσεις είναι αποκαρδιωτικές, αλλά δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν. Την εποχή της αγροτικής τεχνολογικής έκρηξης, της υδροπονίας, της αεροπονίας και των σύγχρονων αρδευτικών μεθόδων που ελαχιστοποιούν την κατανάλωση υδάτινων πόρων, η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή στην Ελλάδα βασιζόταν στα δάνεια της αμαρτωλής Αγροτικής Τράπεζας, στις αποζημιώσεις, στα επιδόματα, στην αφαίμαξη των πόρων από τους συνεταιρισμούς και στις διαχρονικές θωπείες του πολιτικού συστήματος. Και σήμερα, που δεν υπάρχει η Αγροτική Τράπεζα και έχουν πτωχεύσει οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, η καρδιά της αγροτικής οικονομίας κτυπάει στους ρυθμούς των επιδοτήσεων.

Με αποτέλεσμα, στην Ελλάδα όπου καλλιεργούνται περίπου 29 εκατ. στρέμματα και οι κτηνοτρόφοι έχουν στη διάθεσή τους 24,7 εκατ. στρέμματα αγροτικών και λιβαδικών εκτάσεων, η εκμετάλλευση της γης να εισφέρει στο ΑΕΠ της χώρας περίπου €12 δισ. Ενώ στην Ολλανδία όπου καλλιεργούνται μόλις 10,3 εκατ. στρέμματα και οι κτηνοτρόφοι εκμεταλλεύονται 7,6 εκατ. στρέμματα, η αξία της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα ξεπερνά τα €26 δισ.

Η σύγκριση γίνεται ακόμα πιο εφιαλτική, εάν προσεγγίσουμε τον τομέα της μεταποίησης και εξαγωγής των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Οι εξαγωγές της Ολλανδίας υπερβαίνουν τα €100 δισ., την ίδια στιγμή που οι αντίστοιχες ελληνικές εξαγωγές μόλις που υπερβαίνουν τα €5 δισ.

Ένα ακόμα παράδειγμα υψηλής παραγωγικότητας είναι αυτό της Νέας Ζηλανδίας, η οποία διαθέτοντας αγροτική παραγωγή ύψους €7 δισ. πραγματοποιεί εξαγωγές μεταποιημένων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που ξεπερνούν τα €23 δισ.

Όλα λάθος, λοιπόν στη χώρα μας; Όλα λάθος. Σαν αποτέλεσμα της νοοτροπίας «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».

Και ως επίρρωση όλων των ανωτέρω αρκεί να προσέξουμε δυο μεγέθη - κλειδιά της Eurostat, από το όχι και πολύ μακρινό 2022.

Σύμφωνα με αυτά, οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα είχαν ανέλθει στα €2,1 δισ., ενώ στην Ολλανδία ήταν υπερδιπλάσιες φτάνοντας τα €4,9 δισ.

Αντιθέτως, οι επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα της Ελλάδας είχαν ανέλθει στα €2,32 δισ., ενώ στην Ολλανδία ήταν μόλις €0,82 δισ.

Συγκρίσεις που απογοητεύουν.

Επομένως, τα μπλόκα των αγροτών που οδηγούν στην υπονόμευση της οικονομικής και κοινωνικής κανονικότητας της χώρας, δεν προσεγγίζουν ούτε στο ελάχιστο τον πυρήνα του προβλήματος. Ούτε αντιμετωπίζουν τις παθογένειες που γέννησε διαχρονικά το πολιτικό σύστημα, από το 1981 και μετά. Τα μπλόκα διεκδικούν την παράταση της «τεχνητής αναπνοής» και όχι την έξοδο τους από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Με τα διαγνωστικά μηχανήματα να καταγράφουν ανακριβείς και εν πολλοίς ψευδείς μετρήσεις.

Φανταστικοί επαγγελματίες - αγρότες, φανταστικές εκτάσεις, ανύπαρκτες καλλιέργειες και ανύπαρκτα κοπάδια. Ένα φαύλο σύστημα που απομυζά δημοσίους πόρους, λαμβάνοντας επιδοτήσεις που δεν δικαιούται. Με ελαιώνες που καλύπτουν το μισό Αιγαίο Πέλαγος και κτηνοτροφικά ζώα που θα έπρεπε να πλημμυρίζουν ακόμα και τα αστικά κέντρα, ο αγροτικός και κτηνοτροφικός τομέας της χώρας, έχουν μετατραπεί σε μια αυτοκαταστροφική επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αφού κάθε διεκδίκηση των αγροτών, οδηγεί σε αντίστοιχη υποχώρηση των κυβερνήσεων, αφήνοντας βαρύ αποτύπωμα στην πλάτη των φορολογουμένων.

Οι διαγραφές χρεών, οι παρατάσεις και ρυθμίσεις υποχρεώσεων και η απαίτηση για «προστασία» απέναντι σε οτιδήποτε νέο ή διαφορετικό, δεν μεταβάλλουν στο ελάχιστο την ανταγωνιστική πραγματικότητα. Η μαγική λέξη είναι η «παραγωγικότητα». Μια λέξη που συνηθίζεται να συνοδεύει αναλύσεις για τη βιομηχανία και εκθέσεις για τον δημόσιο τομέα.

Μια λέξη, που καλό είναι επιτέλους να εισχωρήσει στο λεξιλόγιο των επαναστατών των μπλόκων. Οι οποίοι θα πρέπει να κατανοήσουν ότι το μέλλον δεν κτίζεται πάνω σε δανεικά και σε ψέματα. Διότι το λεφτόδενδρο έχει ξεραθεί.

Το μέλλον ανήκει σε όσους προετοιμάζουν το έδαφος για την υποδοχή του. Για να μην πω, ότι ανήκει σε αυτούς, που το σχεδιάζουν. Και εδώ το βάρος του σχεδιασμού πέφτει όχι μόνο στις πλάτες των αγροτών αλλά στις πλάτες της πολιτείας. Η οποία θα πρέπει από πηγή επιδοτήσεων και μόνιμο οικονομικό δεκανίκι να σχεδιάσει και να εκτελέσει τις απαραίτητες υποδομές που απαιτούνται ώστε η αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία να περάσει σε μια εποχή υψηλής παραγωγικότητας, πλούσια σε τεχνολογική ευφυΐα και αποτελεσματικότητα.