«Αγριεύει» το παιχνίδι στις ισοτιμίες
shutterstock
shutterstock

«Αγριεύει» το παιχνίδι στις ισοτιμίες

Αν θέλουμε να επιλέξουμε το «χρηματιστηριακό γεγονός της εβδομάδας», πιθανότατα θα λέγαμε πως είναι η σημαντική παρέμβαση της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία επενέβη δυναμικά στις αγορές ομολόγων κάνοντας μαζικές αγορές gilts, δηλαδή των κρατικών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου.

Η αξιολόγηση αυτής της κίνησης ως πολύ σημαντικής δεν έχει σχέση μόνο με το ότι κατάφερε να αναστρέψει, έστω και προσωρινά, την έντονη πτωτική πορεία της αγγλικής λίρας και να ρίξει τα επιτόκια των gilts τα οποία είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν επικίνδυνα, αλλά και με το γεγονός πως είχε σημαντική επίδραση σε όλες τις αγορές του πλανήτη.

Όσον αφορά στο πρώτο, είναι φανερό πως η Τράπεζα θέλησε να ηρεμήσει τις αγορές, οι οποίες είχαν σχεδόν τρομοκρατηθεί μετά την ανακοίνωση των πρώτων δημοσιονομικών μέτρων της νέας κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως διαβάζουμε σε ρεπορτάζ του cnbc.com, η έντονη άνοδος των αποδόσεων των gilts είχε προκαλέσει πανικό σε πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία τα οποία είδαν ξαφνικά την αξία των ομολόγων του χαρτοφυλακίου τους να μειώνεται δραματικά, βάζοντας σε κίνδυνο τις πληρωμές προς τους συνταξιούχους.

Όσον αφορά στο δεύτερο, είναι γεγονός πως όλες οι αγορές ομολόγων και μετοχών στον κόσμο ανέβηκαν σημαντικά την Τετάρτη κάνοντας μία κίνηση που θύμιζε αναστεναγμό ανακούφισης καθώς φάνηκε πως ο κίνδυνος πλήρους εκτροχιασμού της κατάστασης με την αγγλική λίρα και τα ομόλογα μειώθηκε σημαντικά με την κίνηση της Τράπεζας της Αγγλίας. 

Η ανακούφιση των αγορών βλέποντας την Τράπεζα της Αγγλίας να παρεμβαίνει υπενθυμίζει για μία ακόμα φορά πόσο σημαντικές είναι αυτή την εποχή οι μεταβολές στις ισοτιμίες των διαφόρων νομισμάτων ανά τον κόσμο. Το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με τη συνεχή άνοδο του δολαρίου απέναντι σχεδόν σε όλα τα νομίσματα είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί όσο η αμερικανική κεντρική τράπεζα συνεχίζει να ανεβάζει τα επιτόκια για να χτυπήσει τον πληθωρισμό.

Η στροφή προς το δολάριο δεν είναι αποτέλεσμα μόνο των υψηλότερων επιτοκίων των ΗΠΑ σε σχέση με αυτά στις περισσότερες άλλες χώρες αλλά και του γεγονότος πως σχεδόν όλες οι μεγάλες οικονομίες αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, τα οποία κάνουν τους επενδυτές και τις αγορές να αποφεύγουν τα νομίσματά τους.

Το αποτέλεσμα είναι η συνέχιση της ενδυνάμωσης του δολαρίου, κάτι που έχει αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα διαφόρων ειδών σε κυβερνήσεις, αγορές και κεντρικές τράπεζες. Μπορούμε χωρίς αμφιβολία να πούμε πως η κατάσταση με τις νομισματικές ισοτιμίες αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη και οι κυβερνήσεις μαζί με τις κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους. 

Απόδειξη του τελευταίου είναι οι παρεμβάσεις που έχουμε δει το τελευταίο δεκαήμερο. Η κίνηση της Τράπεζας της Αγγλίας δεν ήταν η πρώτη, ήταν όμως αρκετά θεαματική γιατί ήταν αποτέλεσμα ενός μεγάλου «αυτογκόλ» της αγγλικής κυβέρνησης. Τον χορό είχε ανοίξει την προηγούμενη εβδομάδα το υπουργείο οικονομικών της Ιαπωνίας, το οποίο παρενέβη για να στηρίξει το γιέν, το οποίο υποχωρεί συνεχώς απέναντι στο δολάριο φθάνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας εικοσιπενταετίας.

Σε αυτό έχει παίξει ρόλο και η μέχρι στιγμής στάση της Τράπεζας της Ιαπωνίας, η οποία δεν έχει ανεβάσει καθόλου τα επιτόκια αναφοράς, σε αντίθεση με όλες τις άλλες δυτικές οικονομίες αλλά και αρκετές ασιατικές. Το υπουργείο οικονομικών θέλησε να τραβήξει μία γραμμή στην άμμο, όπως λένε συχνά οι Αγγλοσάξωνες, και να δείξει πως δεν θα ανεχθεί την περαιτέρω πτώση του γιέν. Αυτή η γραμμή είναι κοντά στην ισοτιμία των 145 γιέν ανά δολάριο, ενώ πριν ένα χρόνο η ισοτιμία κυμαινόταν στα 115 γιέν ανά δολάριο. Το πολύ χαμηλό γιέν μπορεί να αυξάνει τα κέρδη των μεγάλων ιαπωνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων αλλά δεν βοηθά καθόλου στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, καθώς ανεβάζει πολύ το κόστος των εισαγόμενων καυσίμων.

Το άλλο σημαντικό πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί από το πολύ χαμηλό γιέν είναι η αύξηση της έντασης μεταξύ των εξαγωγικών χωρών της Ασίας, ειδικά της Κίνας, η οποία στο παρελθόν (το 2015) είχε επιχειρήσει να αντιμετωπίσει την υποτίμηση του γιέν υποτιμώντας το δικό της νόμισμα, πράγμα που είχε προκαλέσει σημαντικότατα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. 

Ευτυχώς, προς το παρόν τουλάχιστον, η Κίνα δεν φαίνεται να επιθυμεί μία επανάληψη των γεγονότων του 2015, όταν χρειάστηκε να ξοδέψει περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια από τα επίσημα συναλλαγματικά της αποθέματα για να ενισχύσει το νόμισμά της μετά την καταστροφική υποτίμησή του στην οποία αναφερθήκαμε προ ολίγου.

Δύο πολύ κατατοπιστικά χθεσινά ρεπορτάζ του Reuters μας έδωσαν δύο ειδήσεις: πρώτον, πως η κεντρική τράπεζα της Κίνας παρενέβη φραστικά το βράδυ της Τετάρτης για να στηρίξει το γιουάν και δεύτερον, πως η ίδια τράπεζα ενημέρωσε τις μεγάλες κινεζικές εμπορικές τράπεζες πως πρέπει να είναι έτοιμες να πουλήσουν μεγάλες ποσότητες δολαρίου προκειμένου να αγοράσουν και να στηρίξουν το γιουάν.

Η ειδησεογραφία από την Κίνα δείχνει πως οι νομισματικές και πολιτικές αρχές της χώρας δεν επιθυμούν να δουν το νόμισμά τους να αδυνατίζει περαιτέρω απέναντι στο δολάριο, αφού έχει υποχωρήσει κατά 11% τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Η υποτίμηση αυτή είναι πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη του ιαπωνικού γιέν έναντι του δολαρίου, πράγμα που σημαίνει πως οι ιαπωνικές εξαγωγές είναι πιο ανταγωνιστικές από τις κινεζικές, φαίνεται όμως πως η κινεζική ηγεσία δεν επιθυμεί αυτή την στιγμή να αρχίσει μία διαδικασία ανταγωνιστικών υποτιμήσεων και να αυξήσει περαιτέρω την διεθνή οικονομική αστάθεια. 

Η άνοδος του δολαρίου δεν έχει αφήσει αδιάφορη ούτε την κεντρική τράπεζα της Ινδίας, η οποία ξοδεύει σταθερά δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίως από τα αποθέματα της χώρας προσπαθώντας να μετριάσει την πτώση της ρουπίας απέναντι στο δολάριο. Σύμφωνα μάλιστα με το Reuters, ίσως αναγκαστεί να προχωρήσει σε σημαντική αύξηση των επιτοκίων στο αμέσως επόμενο διάστημα, προκειμένου να «απαντήσει» στις συνεχόμενες αυξήσεις επιτοκίων της αμερικανικής Fed. Αυτό που φοβάται η Ινδική Κεντρική Τράπεζα είναι η πιθανή φυγή κεφαλαίων από την χώρα αν συνεχιστεί η υποχώρηση της ρουπίας.

Μέχρι τώρα πήραμε μία γεύση από τις κινήσεις που έχουν κάνει κάποιες χώρες για την αντιμετώπιση της συνεχούς υποχώρησης των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου. Δεν αναφερθήκαμε όμως καθόλου στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην υποχώρηση του Ευρώ στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας εικοσαετίας απέναντι στο αμερικανικό νόμισμα.

Υπό άλλες συνθήκες αυτό θα έκανε πολύ χαρούμενες όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Αυτό όμως δεν ισχύει τώρα, αφού η ενεργειακή κρίση έχει φέρει τις περισσότερες από αυτές σε άσχημη θέση και δεν είναι καθόλου εύκολο να επωφεληθούν από το φθηνό ευρώ. Η εξουδετέρωση αυτού του πλεονεκτήματος μας αφήνει με τις πολύ βλαβερές συνέπειες του πεσμένου ευρώ στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με αρκετούς οικονομολόγους και αναλυτές, ο συνδυασμός των αυξημένων τιμών των καυσίμων, των πρώτων υλών και των τροφίμων με την χαμηλή ισοτιμία του Ευρώ απέναντι στο δολάριο (αυτή την στιγμή ένα Ευρώ αξίζει λιγότερο από 0,97 δολάρια) ανεβάζει τον πληθωρισμό περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το ύψος του που θα είχε αν ένα Ευρώ άξιζε πάνω από 1,10 δολάρια, όπως π.χ. στην αρχή του 2022.

Τι μπορεί όμως να κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα; Μάλλον, όχι πολλά, αφού όσο και να ανεβάσει τα επιτόκια δεν θα είναι εύκολο να πείσει τους επενδυτές να αγοράσουν ευρώ δεδομένης της βεβαιότητας πως η οικονομία της Ευρωζώνης θα βρεθεί σύντομα σε κατάσταση ύφεσης εξ αιτίας της ενεργειακής κρίσης. 

Τελικά, υπάρχει κανείς που να είναι ικανοποιημένος από την δολαριακή κυριαρχία; Σίγουρα οι ΗΠΑ ωφελούνται, καθώς στην δική τους περίπτωση ο πληθωρισμός είναι κάπως μικρότερος λόγω του ανεβασμένου δολαρίου. Όμως, το ανεβασμένο δολάριο πλήττει ισχυρά τις πωλήσεις και την κερδοφορία των μεγάλων αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, πράγμα που δεν αρέσει καθόλου στους επενδυτές της Wall Street οι οποίοι σιγά -σιγά το συνειδητοποιούν. Εκτός όμως από αυτό, από τις πληροφορίες των διεθνών πρακτορείων μαθαίνουμε πως οι αμερικανικές αρχές είναι θορυβημένες από τους τριγμούς που αρχίζει να προκαλεί η άνοδος του νομίσματος των ΗΠΑ.

Από το Bloomberg μαθαίνουμε πως το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών έχει σημάνει συναγερμό από τις εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και ασκεί πιέσεις, μαζί με το διεθνές νομισματικό ταμείο, προς την κυβέρνηση Τρας να επανεξετάσει τις αποφάσεις της για μαζικές μειώσεις φόρων και νέο δανεισμό. 

Είναι φανερό πως τα πράγματα με τις ισοτιμίες των νομισμάτων έχουν αγριέψει για τα καλά, φέρνοντας σε κατάσταση συναγερμού τις νομισματικές και πολιτικές ηγεσίες σχεδόν όλου του κόσμου. Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει εύκολη λύση. Οι παρεμβάσεις στήριξης των νομισμάτων από τις κεντρικές τράπεζες ή τα υπουργεία οικονομικών δεν είναι δυνατόν να φέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Μία συνεννόηση μεταξύ των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων, στα πρότυπα ίσως της περίφημης Plaza Agreement του 1985, δεν φαίνεται και πολύ εύκολη την στιγμή που οι σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων χειροτερεύουν σταθερά τα τελευταία χρόνια. Τι μένει; Ο γνωστός δημοσιογράφος Ron Insana, πολύπειρο στέλεχος του τηλεοπτικού καναλιού CNBC είχε πει προ καιρού πως η Fed θα ανεβάζει τα επιτόκια μέχρι να «σπάσει» κάτι. Σε άρθρο του πριν μία εβδομάδα παρατήρησε πως οι θόρυβοι που ακούγονται στην αγορά είναι από τις ρωγμές στην αγορά συναλλάγματος. Αν η εκτίμηση του είναι σωστή, δεν θα αργήσουμε να το μάθουμε.