Δέκα χρόνια μετά την πρώτη ένταξη βιοδεικτών στον κατάλογο αποζημιούμενων εξετάσεων από τον ΕΟΠΥΥ, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί στην εφαρμογή της Ιατρικής Ακριβείας. Από το 2014, μόνη σημαντική προσθήκη ήταν το 2022 η αποζημίωση του ελέγχου των γονιδίων BRCA1/2, αποκλειστικά για τον κληρονομικό καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών, και μάλιστα υπό περιορισμένα κριτήρια.
Παρά την εξαγγελία του Υπουργείου Υγείας για ένταξη 37 νέων βιοδεικτών έως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2025, η υλοποίηση καθυστερεί λόγω διοικητικών και γραφειοκρατικών εμποδίων. Το αποτέλεσμα: χιλιάδες ασθενείς παραμένουν χωρίς πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας διαγνωστικές εξετάσεις.
Τι είναι οι βιοδείκτες και γιατί είναι απαραίτητοι
Οι βιοδείκτες είναι βιολογικά χαρακτηριστικά που ανιχνεύονται μέσω ειδικών διαγνωστικών μεθόδων και προσφέρουν κρίσιμες πληροφορίες για τη διάγνωση, την πρόγνωση και την ανταπόκριση του ασθενούς σε συγκεκριμένες θεραπείες. Η αξιοποίησή τους έχει μεταμορφώσει την αντιμετώπιση του καρκίνου, επιτρέποντας την εφαρμογή εξατομικευμένων θεραπευτικών στρατηγικών.
Η σύγχρονη έρευνα έχει τεκμηριώσει ότι ο καρκίνος δεν αποτελεί ενιαία νόσο, αλλά χαρακτηρίζεται από σημαντική γενετική ετερογένεια, ακόμη και μεταξύ ασθενών με τον ίδιο τύπο καρκίνου. Προγνωστικοί και προβλεπτικοί βιοδείκτες – όπως συγκεκριμένες μεταλλάξεις DNA ή πρωτεϊνικές εκφράσεις – αποτελούν το «κλειδί» για την επιλογή στοχευμένων θεραπειών.
Η αποτελεσματική χρήση των βιοδεικτών, σε συνδυασμό με διαγνωστικές εξετάσεις υψηλής ποιότητας, είναι θεμελιώδης για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της Ιατρικής Ακριβείας και την επίτευξη καλύτερων θεραπευτικών εκβάσεων.
Η Ελλάδα σε θέση υστέρησης στην Ιατρική Ακριβείας
Σύμφωνα με ευρωπαϊκή μελέτη υπό την αιγίδα των ECPC, EFPIA και IQNPath, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με περιορισμένη πρόσβαση σε βιοδείκτες. Ενδεικτικά, στον Μη Μικροκυτταρικό Καρκίνο του Πνεύμονα (ΜΜΚΠ), για τον οποίο απαιτείται έλεγχος τουλάχιστον εννέα βιοδεικτών, σήμερα αποζημιώνονται μόνο δύο – παρά το γεγονός ότι η επιλογή θεραπείας βασίζεται αποκλειστικά στη γενετική ανάλυση του όγκου.
Παρατηρείται το παράδοξο να αποζημιώνονται στοχευμένες θεραπείες χωρίς να αποζημιώνονται οι αντίστοιχοι διαγνωστικοί βιοδείκτες που καθορίζουν τη χρήση τους, γεγονός που αντίκειται στη λογική της ιατρικής πρακτικής και οδηγεί σε αναποτελεσματική κατανομή πόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος της ΕΛΛΟΚ, κ. Κωνσταντίνος Καπετανάκης, δήλωσε στο liberal.gr:
«Η ιατρική ακριβείας, είναι διαρκώς εξελισσόμενη και αποτελεί την αιχμή του δόρατος στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου. Ωστόσο στη χώρα μας, παρά τις ουσιαστικές προσπάθειες της ογκολογικής κοινότητας, υπήρξε καθυστέρηση ανάληψης δράσης και σημαντικό κενό αντίληψης και βούλησης από την πολιτεία, προκειμένου να οδηγηθούμε στην χωρίς εμπόδια πρόσβαση στις εξατομικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Και ενώ σήμερα ο ΕΟΠΥΥ αποζημιώνει αυτές τις πολύ ακριβές θεραπείες, έχουμε το παράδοξο να μην αποζημιώνονται οι ειδικές εξετάσεις (βιοδείκτες) που θα μας δείξουν αν κάποιος ασθενής είναι επιλέξιμος για να λάβει τις θεραπείες αυτές. Αυτό ακούγεται και είναι απογοητευτικό, καθώς δεν εξασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις θεραπείες αυτές.
Όμως το τοπίο επιτέλους φαίνεται ότι αλλάζει, καθώς μετά από άμεση ανταπόκριση στο αίτημά μας, του νέου πέρσι Υπουργού Υγείας κου Γεωργιάδη, ο οποίος ήταν και εκείνος που εισήγαγε την πρώτη αποζημίωση βιοδεικτών προ 10ετίας, το Υπουργείο Υγείας προχώρησε τις διαδικασίες για την δημιουργία ενός νέου πλαισίου έγκρισης και αποζημίωσης βιοδεικτών, εξασφάλισε τα απαιτούμενα κονδύλια και αναμένουμε μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να ξεκινήσει η διαδικασία που σε πρώτη φάση θα αφορά βιοδείκτες για 37 ενδείξεις, ενώ ο αριθμός αυτός θα αυξάνεται κάθε χρόνο σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες.»
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Γενικός Διευθυντής του ΣΦΕΕ, κ. Μιχάλης Χειμώνας, επισημαίνει στο liberal.gr τον κρίσιμο ρόλο των βιοδεικτών στην εξατομικευμένη ιατρική για τους καρκινοπαθείς στην Ελλάδα και τονίζει την ανάγκη για καλύτερη χρηματοδότηση και πολιτικές αποζημίωσης για τις εξετάσεις βιοδεικτών, προκειμένου να βελτιωθούν τα αποτελέσματα για τους ασθενείς.
“Καθώς κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται πάνω από 60.000 καρκινοπαθείς στην Ελλάδα, η εξατομικευμένη ιατρική και η αποτελεσματική χρήση των εξετάσεων βιοδεικτών παίζουν καταλυτικό ρόλο στα κλινικά αποτελέσματα και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Από το 2014, λίγες νέες εξετάσεις βιοδεικτών για την ογκολογία έχουν αποζημιωθεί, περιορίζοντας τη διαθεσιμότητά τους λόγω ανεπαρκούς δημόσιας χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι ασθενείς να καλύπτουν συχνά τα έξοδα ιδιωτικά ή να βασίζονται σε φαρμακευτικές εταιρείες. Στο πρώτο στρογγυλό τραπέζι που διοργάνωσε η πλατφόρμα για τον καρκίνο του ΣΦΕΕ στις 23 Ιανουαρίου 2023 στο γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα, για πρώτη φορά οι εμπλεκόμενοι θεσμικοί φορείς (Υπουργείο Υγείας, Εταιρεία Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας-ΕΟΠΕ, Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου-ΕΛΛΟΚ κοκ), συμπεριλαμβανομένης και της φαρμακοβιομηχανίας, συζήτησαν ανοιχτά και εποικοδομητικά για την πρόληψη, διαχείριση και αντιμετώπιση του καρκίνου και έγινε η πρώτη αναφορά στην ανάγκη αποζημίωσης των βιοδεικτών.
Ο κ. Χειμώνας συνέχισε λέγοντας πως ο ΣΦΕΕ στη συνέχεια ανέθεσε το 2023 στην i-hecon την εκπόνηση μελέτης για τη χρήση των βιοδεικτών που διατίθενται στη χώρα μας από το 2014 και μετά και δεν αποζημιώνονται. Η μελέτη κατέδειξε ότι επένδυση σε επιλεγμένους μη αποζημιούμενους βιοδείκτες ύψους 1,8 εκατομμύρια ευρώ μπορεί να εξοικονομήσει 21,3 εκατομμύρια ευρώ στη φαρμακευτική δαπάνη, δείχνοντας σημαντική απόδοση της επένδυσης. Δηλαδή 1 ευρώ επένδυση σε βιοδείκτες εξοικονομεί 12 ευρώ σε φαρμακευτική δαπάνη.
“Ο ΣΦΕΕ και η πλατφόρμα του Καρκίνου του Συνδέσμου καλεί το Υπουργείο Υγείας να επιταχύνει την αποζημίωση των νεότερων βιοδεικτών και να αναπτύξει ένα σταθερό πλαίσιο αποζημίωσής τους για να εξασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση για τους ασθενείς και να βελτιώσει τις στρατηγικές διαχείρισης του καρκίνου», καταλήγει ο Γενικός Διευθυντής του ΣΦΕΕ.
Αναγκαία η αποζημίωση τόσο των βιοδεικτών όσο και των θεραπειών
Είναι αυτονόητο πως η ένταξη των 37 νέων βιοδεικτών στην αποζημίωση θα πρέπει να συνοδευτεί από αντίστοιχη αποζημίωση των θεραπειών που προορίζονται για τις αντίστοιχες μοριακές μεταλλάξεις. Δεν αρκεί να εντοπιστεί ο βιοδείκτης, απαιτείται και η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στο κατάλληλο φάρμακο.
Ταυτόχρονα, η ποιότητα των διαγνωστικών εξετάσεων πρέπει να διασφαλίζεται μέσω πιστοποιημένων εργαστηρίων και αυστηρών ποιοτικών προτύπων. Εξετάσεις χαμηλής ποιότητας ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για τους ασθενείς, με ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν είτε σε ακατάλληλες θεραπείες είτε σε στέρηση δυνητικά σωτήριων παρεμβάσεων.
Ηθική και ιατρική επιταγή για το μέλλον της ογκολογικής φροντίδας
Η άμεση αποζημίωση των 37 νέων βιοδεικτών αποτελεί όχι μόνο επιστημονική, αλλά και ηθική υποχρέωση. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής υπονομεύει την πρόοδο της Ιατρικής Ακριβείας και παραβιάζει την αρχή της ισότιμης πρόσβασης των ασθενών σε διαγνωστικά και θεραπευτικά μέσα.
Η Ελλάδα οφείλει να ευθυγραμμιστεί με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, διασφαλίζοντας:
- Υψηλής ποιότητας διαγνωστικούς ελέγχους,
- Σταθερή και επαρκή χρηματοδότηση,
- Συντονισμένη αποζημίωση βιοδεικτών και θεραπειών.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες της σύγχρονης ογκολογίας.